Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου) φιλοξενούμε σήμερα στη στήλη μας τον ποιητή με την αστείρευτη ποιητική φλέβα και την άριστη χρήση τών λέξεων, τον στιχουργό που με τους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα και εξύψωσε τον πόνο, τον συγγραφέα που τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών 2009 για το βιβλίο του «Ιμαρέτ – Στη σκιά του ρολογιού». Ο Γιάννης Καλπούζος μάς μιλάει για τα βιβλία του, για την λογοτεχνία και για τη σημερινή κοινωνία, με λόγια που αγγίζουν κατευθείαν την ψυχή. Ας τον απολαύσουμε…
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κύριε Καλπούζο, γνωρίζοντας το απαιτητικό πρόγραμμα σας, θέλω να σας ευχαριστήσω για την ανταπόκρισή σας να συνομιλήσουμε και θα ήθελα να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με την μέχρι τώρα πορεία σας. Καταρχάς, πρέπει να πούμε (σε όσους δεν γνωρίζουν) ότι έχετε τρεις ιδιότητες: είστε στιχουργός, πεζογράφος και ποιητής. Σε κάποια από τις προηγούμενες συνεντεύξεις σας έχετε δηλώσει πως αισθάνεστε πάνω απ’ όλα ποιητής. Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που σας κάνει να αγαπάτε την ποίηση περισσότερο;
Είναι η μέθεξη των στιγμών τής γραφής. Όταν το Θείο πυρ και η Θεία μανία τής έμπνευσης μεταβολίζουν τον καθημερινό άνθρωπο και τον κάνουν ποιητή. Όταν το κατακλυσμιαίο συναίσθημα επιβάλλεται της λογικής, η οποία έπεται του θυμικού και έρχεται να τακτοποιήσει σε κατανοητή σφαίρα τα γεννήματα που παρήγαγε ο νους, κυριευμένος από την ακραία συναισθηματική φόρτιση.
Έχετε γράψει τραγούδια, όπως τα: «Δέκα μάγισσες», «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου», «Γιατί πολύ σ’ αγάπησα» και άλλα 64, αν δεν κάνω λάθος στον αριθμό. Η στιχουργική τί σημαίνει για σας;
Είναι τρόπος έκφρασης, όμως στέκει μισός μέχρι να ολοκληρωθεί το πάντρεμά του με τη μουσική. Αυτό βέβαια έχει τη δική του γοητεία, καθώς απαιτείται η συνεργασία δύο τεχνών. Το μπόλιασμα της μιας με την άλλη. Από κει και πέρα, χωρίς να είναι στις προθέσεις μου, λειτούργησε μέσα από την αυστηρή δομή της ως άσκηση και μαθητεία, μέχρι να περάσω στη λογοτεχνία.
Η μουσική έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή σας, κύριε Καλπούζο;
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή μου κρατά ο λόγος και γι’ αυτό αφιερώθηκα σ’ αυτόν. Ωστόσο και η μουσική καίει και λαμπαδιάζει την ψυχή μου σε πολλές στιγμές μου.
Τα δύο τελευταία μυθιστορήματά σας, το «Ιμαρέτ – Στη σκιά του ρολογιού» και το «Άγιοι και δαίμονες – Εις ταν Πόλιν» είναι ιστορικά. Υπήρχαν εσωτερικά κίνητρα που σας ώθησαν να γράψετε πάνω σ’ αυτό το είδος;
Ονομάζω αυτά τα δυο μυθιστορήματα κοινωνικά με καμβά την ιστορία, που γράφουν οι λαοί και λιγότερο οι εξουσίες, με τις οποίες ασχολείται κυρίως η επίσημη ιστορία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εμπεριέχονται και τα κίνητρά μου. Ήθελα δηλαδή να μιλήσω γι’ αυτήν την παραγνωρισμένη δύναμη των απλών ανθρώπων. Από το πώς μπολιάζονται οι κατοπινές γενιές από τις πρωτύτερες. Γεγονός το οποίο συνήθως παραβλέπουμε, γιατί αγνοούμε ποια ήταν η καθημερινή ζωή παλαιότερων εποχών, απάνω στην οποία πατάμε κι εμείς σήμερα. Επίσης, η ανάγκη μου να καταθέσω τη φωνή μου.
Πιστεύετε ότι σκύβοντας πάνω στην ιστορία και γυρνώντας πίσω, μας βοηθάει να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις τού σήμερα;
Αναμφίβολα. Από το απλό μέχρι το μέγιστο. Από το πώς να προφυλαχτούμε μαθαίνοντας τους τρόπους που αντιμετώπισαν οι προηγούμενες γενιές ίδιες και πολύ χειρότερες καταστάσεις, μέχρι, το σημαντικότερο, να προλάβουμε παρόμοια φαινόμενα. Κοιτάζοντας κανείς προς τα πίσω οπλίζεται και μαθαίνει, γίνεται σοφότερος, κι αυτό δεν μπορεί παρά να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας καλύτερης κοινωνίας, μιας κοινωνίας σκεπτόμενης, που αντιστέκεται και δεν ξεφωνίζει και δεν συνθηματολογεί χωρίς νόημα. Πιστεύω στους καλλιεργημένους λαούς κι όχι στις πεφωτισμένες εξουσίες κάθε μορφής. Κι η καλλιέργεια έρχεται μέσα από τη μελέτη και της ιστορίας και κυρίως της κοινωνικής ιστορίας των λαών.
Η έρευνα που ακολουθήσατε για τη συγγραφή και των δύο αυτών βιβλίων πρέπει να ήταν εξαιρετικά δύσκολη, χρονοβόρα, ίσως και ψυχοφθόρα. Τί έχετε να μας πείτε εσείς από την πλευρά σας;
Για τα δύο βιβλία εργάστηκα επτά χρόνια επί πολλές ώρες καθημερινά. Σέβομαι τον εαυτό μου, την εργασία μου και τους αναγνώστες. Κι όπως φάνηκε, οι αναγνώστες αναγνώρισαν τον κάματο και εκτίμησαν την προσπάθειά μου. Τίποτε άξιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς κόπο, προσπάθεια και αφιέρωση. Ο τυχοδιωκτισμός, γοητευτικός ενδεχομένως σε άλλες εκφάνσεις τής ζωής, δεν συνάδει με τη δημιουργία και τη λογοτεχνία.
Ο στόχος σας όταν γράφατε τα συγκεκριμένα βιβλία ποιος ήταν; Η προσέλκυση του αναγνωστικού κοινού ή η προσωπική τέρψις;
Όλα όσα προείπα ως κίνητρα, και παράλληλα να μιλήσω για θέματα όπως ο φόβος, ο όχλος, ο πόθος, ο φανατισμός, η δυνατότητα συνύπαρξης των λαών, καθώς και για αρχέγονες αξίες, οι οποίες τείνουν να εξαφανισθούν στις μέρες μας. Συνάμα μ’ ενδιέφερε να ταξιδέψω τον αναγνώστη στο μαγικό κόσμο τούυ λόγου και της φαντασίας, δεδομένου ότι αυτό είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα μιας μυθοπλασίας. Η προσωπική τέρψη είναι αυτονόητη, χωρίς όμως τα υπόλοιπα παραμένει κενό γράμμα.
Νιώθει βάρος ένας συγγραφέας που έχει σημειώσει ήδη επιτυχία από ένα σημαντικό βιβλίο που, παράλληλα, αγαπήθηκε από τους αναγνώστες, όταν ετοιμάζεται για ένα επόμενο μυθιστόρημα; Πόσο σας επηρέασε αυτό; Σκεφτόσασταν την περίπτωση της μη αναγνώρισης από το αναγνωστικό κοινό;
Σε μένα λειτούργησε ως δημιουργική πρόκληση και καθόλου ως βάρος. Μου πρόσθεσε δύναμη και πάθος, ώστε να εργαστώ ακόμη πιο σκληρά για να ανταποκριθώ στις προσδοκίες που δημιούργησε η επιτυχία τού «Ιμαρέτ». Βέβαια κανένας δεν μπορεί να προεξοφλήσει την επιτυχία ενός βιβλίου. Ωστόσο δεν μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ την μη αποδοχή. Αν το έκανα θα είχα χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής μου, καθώς θα χανόμουν στο πέλαγος της αμφιβολίας. Συνήθως αυτές οι σκέψεις έρχονται μετά τη γραφή, τότε που ο δημιουργός παραδίδει ξανά τη σκυτάλη στον καθημερινό άνθρωπο, ο οποίος είναι φυσικά το ίδιο πρόσωπο.
Το βιβλίο σας «Ιμαρέτ» κυκλοφόρησε και σε Audiobook. Τι απήχηση είχε στο αναγνωστικό κοινό;
Πολύ μικρή σε σχέση με τις πωλήσεις του «χάρτινου» βιβλίου. Κι αυτό δεν αφορά μόνο το δικό μου μυθιστόρημα. Είναι γενικότερο φαινόμενο. Δυστυχώς ακόμη δεν έχει ανακαλυφθεί στον τόπο μας το «φωνητικό βιβλίο», το οποίο απευθύνεται σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού με προβλήματα όρασης, εστίασης της προσοχής, δυσλεξίας και κινητικά προβλήματα, αλλά και σε όσους ταξιδεύουν συχνά και θα μπορούσαν να ακούνε στη διαδρομή ένα μυθιστόρημα ή ένα διήγημα. Οι δε χαμηλές πωλήσεις έχουν σαν αποτέλεσμα οι εκδοτικοί οίκοι να μην επενδύουν στα «φωνητικά βιβλία» και να τα στερούνται έτσι κι εκείνοι οι οποίοι τα αναμένουν και τα έχουν ανάγκη.
Από το βραβείο αναγνωστών τί αποκομίσατε, κύριε Καλπούζο;
Πρώτα απ’ όλα συγκίνηση, καθώς το δέχτηκα ως τιμή στο πρόσωπό μου και ως αντίδωρο από τους αναγνώστες για το πολύ καλό ανάγνωσμα το οποίο τους πρότεινα. Κι ύστερα τη δυνατότητα να φτάσει το «Ιμαρέτ» και στη συνέχεια και το «Άγιοι και δαίμονες» σε πολύ περισσότερους αναγνώστες και να διαγωνιστούν στην ψυχή και στο νου τους.
Η σημερινή κρίση θα αποτελούσε για σας πηγή έμπνευσης. Θα γράφατε κάτι και σε ποιο είδος απ’ όλα όσα υπηρετείτε;
Όσα συμβαίνουν στο «Άγιοι και δαίμονες» συμβαίνουν και σήμερα, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών. Το φόβο πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, πάνω στον οποίο ανέκαθεν έχουν επενδύσει οι κάθε μορφής εξουσίες. Το φόβο στον οποίο επένδυσαν και οι τωρινοί. Τί άλλαξε; Η λογοτεχνία δεν είναι ρεπορτάζ για να χάνει την επικαιρότητα της. Ωστόσο, εάν μιλάμε γι αυτό καθ’ αυτό το αποτύπωμα των ημερών μας, δεν θα κατέφευγα στη μυθοπλασία. Θα προτιμούσα να εκφραστώ με πολύ καυστικό τρόπο μέσα από την ποίηση.
Ποίηση τι σημαίνει για τον ποιητή Γιάννη Καλπούζο; Και πώς αντιμετωπίζεται στις μέρες μας;
Ποίηση είναι το παρανάλωμα των αισθήσεων της ψυχής. Τόσο απλά και τόσο σύνθετα. Στις μέρες μας, κι όχι μόνο, οι αισθήσεις του σώματος παραγκώνισαν αυτές της ψυχής ως περιττές. Γιατί οι αισθήσεις της ψυχής απαιτούν μόχθο, καλλιέργεια, άσκηση και μαθητεία χρόνων. Δυστυχώς αγνοούμε ότι η μεγαλύτερη επανάσταση και αντίσταση είναι ακριβώς αυτή η καλλιέργεια. Επειδή εκλείπει, έχουν και οι κατά περίπτωση εξουσίες τη δύναμη να μας μετατρέπουν σε κοπάδι, να πετυχαίνει τα αποτελέσματά του ο φόβος τον οποίον ενσπείρουν, και να μας χειραγωγούν. Κατά συνέπεια, φυσικό είναι να αγνοούμε και το γεγονός ότι οι αισθήσεις τής ψυχής μπορούν να προσδώσουν ακόμη και σε αυτές τις αισθήσεις τού σώματος.
Υπάρχουν πράγματα για τα οποία έχετε μετανιώσει;
Κανένας μας μέσα στο χρόνο δεν παραμένει ίδιος. Όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλλάζουμε. Άλλος ήμουν χθες κι άλλος είμαι σήμερα. Μια νέα εμπειρία, μια νέα κατάσταση, νέες γνώσεις, νέα πρόσωπα και τόσα άλλα μας διαφοροποιούν από μέρα σε μέρα. Άρα αυτός που μετανιώνει για κάτι που έκανε ή δεν έκανε χθες, μετανιώνει για λογαριασμό κάποιου άλλου. Τί νόημα έχει;
Τι είναι αυτό που σας χαρακτηρίζει σήμερα σε αντίθεση με το παρελθόν;
Πάρα πολλά. Όμως να πω μονάχα ένα: Με τον καιρό γίνομαι όλο και πιο στωικός.
Τι σημαίνει για σας ποιότητα σ’ έναν άνθρωπο;
Αγαθή ψυχή, πνευματικότητα και ευγένεια.
Ο συγγραφέας επιτελεί κοινωνικό ρόλο;
Σαφέστατα. Αρκεί να είναι συγγραφέας κι όχι απλά καταστροφέας των δασών, στην περίπτωση που μιλάμε για «χάρτινα βιβλία».
Ποια είναι η αγαπημένη σας λέξη;
Ζωή.
Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι τα όνειρά σας για το μέλλον;
Να αγγίξω τα ανώτατα όρια των δημιουργικών μου δυνατοτήτων.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε στο χωριό Μελάτες της Άρτας το 1960. Από
το 1983 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
«Το νερό των ονείρων», «Το παραμιλητό των σκοτεινών Θεών» και «Έρωτας νυν και αεί», τη συλλογή διηγημάτων «Μόνο να τους άγγιζα», καθώς και τα μυθιστορήματα «Μεθυσμένος δρόμος», «Παντομίμα Φαντασμάτων», «Ιμαρέτ», το οποίο κέρδισε το Βραβείο Αναγνωστών 2009 και μεταφράζεται στα τουρκικά και στα Ιταλικά και «Άγιοι και δαίμονες» (Εκδόσεις Μεταίχμιο 2010).
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ” στις 23 Μαρτίου 2012.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!