Από το Καστράκι των Μετεώρων στο Lowell της Μασαχουσέτης. Ένα ταξίδι που σημάδεψε τέσσερις γενιές της ίδιας οικογένειας. Οι δυσκολίες και το σκληρό πρόσωπο του ρατσισμού μέσα από τα μάτια ενός Ελληνοαμερικανού
Αρχές του 1900. Οι συνθήκες ανέχειας θα οδηγήσουν χιλιάδες Έλληνες στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Στα μάτια τους η Αμερική φάνταζε ως άλλη γη της Επαγγελίας.
Ανάμεσά τους και ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Ξεκινώντας από το Καστράκι στα Μετέωρα, βρέθηκε στο νησί Ellis. Εκεί πήρε και την πολυπόθητη άδεια. Να ζήσει και να εργαστεί στην Αμερική.
Στόχος να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του. Είχε αφήσει πίσω τη γυναίκα και τον γιο του. Θα τον έβλεπε ξανά μετά από 30 χρόνια.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού, ο Βαγγέλης Βασιλείου μιλά στο NEWS 247 και ξεδιπλώνει τον “δρόμο της ξενιτιάς” και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν μέλη της οικογένειάς του.
Οι Έλληνες τότε βίωσαν κυριολεκτικά στο πετσί τους τον ρατσισμό. Οι ταμπέλες σε καταστήματα, όπως θυμάται να του εξιστορεί ο προπάππους του, ενδεικτικές. “No rats, no Greeks” (Απαγορεύονται οι αρουραίοι, απαγορεύονται οι Έλληνες).
Οι περισσότεροι έφταναν ρακένδυτοι στην Αμερική και έπαιρναν τις δουλειές των Αμερικανών ως φθηνό εργατικό δυναμικό. Οι επίσημες πάλι στατιστικές τους κατέτασσαν πρώτους σε ό,τι αφορά την εγκληματικότητα.
Οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν βρωμιάρηδες και τους αντιμετώπιζαν σαν κατώτερη φάρα. Ζούσαν περιθωριοποιημένοι. Ήταν όμως εκείνοι που δημιούργησαν τις βάσεις που βρήκαν οι επόμενες γενιές. Ανακάλυψαν μια νέα γη και έφτιαξαν τα πράγματα από το μηδέν.
Σε μεγάλη ηλικία τον ακολούθησαν στο Lowell η σύζυγος και ο γιος του. Με τον ερχομό του Χριστόφορου, άρχισε να μετατρέπεται σταδιακά και το Παπαβασιλείου σε Βασιλείου. Εκείνος επέστρεφε στην Ελλάδα μόνο για διακοπές. Ο δικός του γιος, ο Βασίλης, γεννήθηκε στην Αμερική.
Οι συνθήκες που αντιμετώπισαν τόσο ο γιος του όσο και τα δύο εγγόνια του, Βαγγέλης και Χριστόφορος, σε σύγκριση με αυτές που βίωσε ο παππούς του πέρα για πέρα διακριτές. Οι επόμενες γενιές αφομοιώθηκαν χωρίς προβλήματα.
Ο Βαγγέλης Βασιλείου, γεννημένος στο Lowell της Μασαχουσέτης, ένιωθε πάντα ξένος. “Νιώθεις πάντα λίγο διαφορετικός” σημειώνει.
Σε αναζήτηση μιας καλύτερης περιοχής για την ανατροφή τους, μετακόμισαν στο New Hampshire, όπου υπήρχε μία ακόμα ελληνική οικογένεια. Έτσι τα ελληνικά περιορίζονταν στο σπίτι.
Η μητέρα του όμως φρόντιζε με τον τρόπο της -ελληνικά φαγητά, ορθόδοξη εκκλησία- να μην χαθεί η επαφή με το ελληνικό στοιχείο.
Λόγω άλλωστε εκείνης επέστρεψαν στην Ελλάδα. Δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί ουσιαστικά. Με τον ερχομό τους, ο Βαγγέλης θα βίωνε το 1991 – 1992 τα πειράγματα των συμμαθητών του.
Είτε για την προφορά του, είτε για τις ενδυματολογικές του επιλογές, είτε ακόμα και για τα “χρώματά” του. Άλλη μια φορά που θα ένιωθε ξένος.
“Για κάποια χρόνια ένιωθα χαμένος. Δεν ήξερα τι να δηλώσω, ποιος είμαι. Δεν νιώθω πλέον ότι πατάω σε ξένη γη. Τότε το ένιωθα.
Ίσως συμφιλιώνεσαι με αυτό που είσαι. Όταν είσαι μικρός ψάχνεις την ταυτότητά σου, ψάχνεσαι ως άνθρωπος. Πλέον όμως, όπου γης και πατρίς” υπογραμμίζει.
Στην Ελλάδα του σήμερα, όπως παρατηρεί, βλέπει κανείς να επαναλαμβάνεται η ιστορία. “Σε 50 χρόνια από τώρα, τα παιδιά των μεταναστών θα έχουν αφομοιωθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία.
Αυτός ο “διωγμός” που αντιμετωπίζουν θα αποτελεί τότε μια μακρινή ανάμνηση. Δεν θα επηρεάζονται από την ξένη καταγωγή τους. Αυτά που συμβαίνουν σε άλλες χώρες, θα τα δούμε να συμβαίνουν και εδώ”, εκτιμά.
Η “κατάρα” της διπλής υπηκοότητας, μετατράπηκε σε κρυφό άσσο στο μανίκι του και ο Βαγγέλης εξετάζει το ενδεχόμενο να γεμίσει ξανά τις βαλίτσες του για Αμερική.
Μαρίνα Κουτσούμπα
news247