Συχνά πυκνά στα όρια μιας υποτιθέμενης συμπάθειας προς το πρόσωπο του Χριστού από ανθρώπους που δεν ομολογούν τη θεότητα του ακούγεται να λέγεται πως ο Χριστός είναι ένας μεγάλος επαναστάτης. Προέκταση δε μιας τέτοιας αναφοράς, αποτελεί ακόμη και η αναγνώριση στο πρόσωπο του όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που διέπουν την αριστερά και τις ιδέες της.
Είναι ο Χριστός επαναστάτης; Είναι αριστερός; Μήπως είναι και κάτι άλλο; Πολύ φοβάμαι πως μία πλουραλιστική θέαση του μυστηρίου που συντελείται εντός της Εκκλησίας, άνετα οδηγεί εν τοις πράγμασι στην αφαίμαξη του. Αν δηλαδή ο Χριστός είναι απλά ένας άνθρωπος και όχι Θεός, τότε κάθε ελπίδα σωτηρίας έχει χαθεί. Η εσωτερική τριαδική κοινωνία χάνεται, η Εκκλησία δεν έχει λόγο ύπαρξης, η ανθρωπολογία της εκμηδενίζει το ανθρώπινο, το οποίο και φέρνει σε μία κατάσταση πτώσης.
Στη ζωή της Εκκλησίας, κι εδώ προσέξτε μία τέτοια σημείωση, κάτι έχει την δύναμη να καταργήσει κάτι άλλο. Θέλω να πω τοιουτοτρόπως πως αν ο Χριστός αναγνωριστεί μόνο ως ιστορικός Ιησούς και όχι ως Υιός και Λόγος του Θεού, τότε είναι αδύνατη η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Δεν είναι Θεός; Καταργείται η Τριαδικότητα. Είναι μόνο άνθρωπος; Επηρεάζεται η ανθρωπολογία της Εκκλησίας και δεν υπάρχει σωτηρία. Πέραν βέβαια αυτών των παραδοχών οποιαδήποτε αναφορά στην άκτιστη θεία χάρη μοιάζει ουτοπία καθώς η αλλοίωση του τρόπου ζωής, ήτοι του δόγματος που γεννά τη ζωή, συντελεί αμετανόητα στο κλείσιμο της πόρτας που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού.
Έχω την αίσθηση πως όσοι είδαν τον Χριστό, έχασαν την ωραιότητα της αποκάλυψης. Κι αν ο εξελικτικός βιολόγος Richard Dawkins σε γράμμα του προς την κόρη του Juliet επέμενε πως η αποκάλυψη ως «εσωτερική αίσθηση δεν είναι από μόνη της σοβαρός λόγος για να πιστέψεις», εντούτοις απείχε της αποδείξεως υπάρξεως του Θεού, αποδεικνύοντας με τον πιο περίτρανο τρόπο το καρτεσιανό cogito ergo sum. Και όσο κι αν το εξωθούσε στα άκρα και επιζητούσε την απόδειξη μιας αποκάλυψης, τότε προσέγγιζε τον Θεό ως τέλειο ον μα όχι υπό το φως της Τριαδικής του ύπαρξης και ενσαρκωμένης φανέρωσης.
Με άλλα λόγια όσοι είδαν τον Χριστό ως ιδέα, ξεθώριασαν την προοπτική του να ιδωθεί ο άνθρωπος ως κατά χάριν Θεός, μη υποψιαζόμενοι στο ελάχιστο αυτή τη «θεοποίηση» του ανθρώπου για την οποία κάνει λόγο ο Μ. Αθανάσιος. Όσοι πίστεψαν απολύτως στην επαναστατική φύση του Χριστού καλλιεργώντας την προσωπική τους ατελέσφορη ιδεολογική μονομέρεια που εξαντλείται στα όρια μιας κοινωνικής επανάστασης, είναι όσοι τον παραδέχτηκαν ως μεγάλο επαναστάτη. Δεν απέχει μιας τέτοιας παραδοχής η ομολογία του Γάλλου φιλοσόφου Ernest Renan που εξυμνεί τον Χριστό ως «υπέρτερο των υιών των ανθρώπων» αλλά κυνικά και απροκάλυπτα του αφαιρεί το δικαίωμα στη θεϊκή παρουσία λέγοντας «Θεός όμως δεν είσαι».
Βέβαια αυτή η χωρίς όρια ταύτιση του Θεού με την μόνη ανθρώπινη του φύση αποτελεί αρχαία συνήθεια. Δεν είναι λοιπόν μία άγνωστη θεώρηση των πραγμάτων καθώς η αντίληψη αυτή προέρχεται από τους πρώτους αιώνες ζωής της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ο Άρειος, ο Νεστόριος και η παρέα τους αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους στις σωτηριολογικές προοπτικές του μυστηρίου της θείας ενανθρωπίσεως, αφαιρώντας από τον εαυτό τους τη δωρεά της σωτηρίας.
Δεν είναι τυχαίο πως όσοι αρνήθηκαν τη θεότητα του Χριστού είδαν τον Χριστό μόνο ως άνθρωπο, επαναστάτη, ευσεβή ραβίνο, πολιτικό, κοινωνιολόγο, σπουδαίο φιλόσοφο. Αδυνατούσαν να συλλάβουν το μέγα μυστήριο της φανέρωσης του. Για τον Άρειο ο Χριστός ήταν απλά ένα κτίσμα, ένα δημιούργημα του Θεού που δεν διατηρούσε επουδενί τη θεϊκή του φύση. Ο Νεστόριος ως πρόδρομος του Renan διακήρυττε πως ο Χριστός είναι απλά και μόνο ένας θεοφόρος άνθρωπος και όχι ενανθρωπήσας Θεός, αφού αναφερόμενος στη Θεοτόκο πίστευε πως «ὑπό ἀνθρώπου δέ Θεόν τεχθῆναι ἀδύνατον». Άρα αφού μία άνθρωπος, η Παναγία, είναι αδύνατον να γεννήσει τον Θεό, ο Χριστός δεν είναι Θεός.
Κάποιος που αφαιρεί από τον Χριστό τη θεότητα, αρνείται να παραδεχτεί την ύπαρξη του Θεού, εφόσον η ενδοτριαδική κοινωνία είναι δεδομένη και απροϋπόθετη. Έτσι, δεν υπάρχει Θεός για εκείνον. Σε μία τέτοια περίπτωση ο Θεός μοιάζει με «φανταστική επινόηση που δεν πεθαίνει, μια αυταπάτη που δεν σταματάει ποτέ να υπάρχει» όπως θα σημειώσει ειρωνικά στο «Πραγματεία περί αθεολογίας» ο Michel Onfray. Αυτό αναγκάζει τον αρνητή του Θεού να επινοήσει ένα δικό του Θεού που θα τον λυτρώσει από τα δεινά της ζωής.
Το πρόβλημα φανερώνει την αδυναμία συσχετισμού των αρνητών της θεότητος του Χριστού στο πρόσωπο του Θεού. Η κατά Κύριλλο Αλεξανδρέα φράση «Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (που απέρριπτε ο Νεστόριος) τίθεται καταλυτική για τη σύνολη κατανόηση στην ανοησία όσων βλέπουν τον Χριστό ως έναν επαναστάτη με αριστερές καταβολές. Κάτι τέτοιο δεν παραδέχεται το επέκεινα της σωτηριολογικής έκφανσης της ορθόδοξης ανθρωπολογίας.
Το «Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» είναι η βάση για τη σάρκωση ενός πολιτισμού ορθόδοξου. Είναι αδύνατο να υπάρξει ένας τέτοιος πολιτισμός εάν δεν συντελεστεί η σάρκωση. Και κατάλληλος να μας μιλήσει για τον πολιτισμό αυτό είναι ο Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ο οποίος υποδεικνύει το Σύμβολο της Πίστεως ως ένα τέτοιο πολιτισμό της σάρκωσης. Ο Θεός γίνεται γνωστός δια της σαρκώσεως, εκείνης της «απόλυτης κατάφασης του στον άνθρωπο» όπως θα τονίσει και πάλι ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης. Αυτός ο Θεός υπάρχει και γίνεται. Βγαίνει από τη βεβαιότητα της παρουσίας του, διατηρώντας παράλληλα τη θεϊκή του ύπαρξη. Δεν είναι επαναστάτης, μήτε άνθρωπος, μήτε αριστερός, αλλά όπως σημειώνει ο Ιωάννης Δαμασκηνός «Θεός τέλειός ἐστιν ὁμοῦ καί ἄνθρωπος τέλειος». Είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και όχι ένα ανθρώπινο πρόσωπο.
Στο σημείο αυτό οφείλω μία επισήμανση σχετικά με το συσχετισμό Εκκλησίας και Αριστεράς. Η θεολογία της απελευθέρωσης που εμφανίστηκε στη Λατινική Αμερική το 1950 και αποτελεί ένα κίνημα που στοχεύει στην καταπολέμηση των κοινωνικών αδικιών μέσα από την προβολή και εφαρμογή της χριστιανικής διδασκαλίας, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση θεολογία όπως αυτή γνωρίζεται στην Ανατολική Εκκλησία. Το κίνημα αυτό αποβλέπει μόνο στην αντιμετώπιση των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών ανισοτήτων μέσα από τη διδασκαλία του Χριστού. Έχει δηλαδή καθαρά κοινωνικό χαρακτήρα, απόντος της εσχατολογικής πραγμάτωσης.
Είναι αλήθεια πως η διδασκαλία του Χριστού είναι μία διδασκαλία την οποία οι ανήκοντες στην αριστερή πτέρυγα βλέπουν με μεγάλη συμπάθεια. Η μεγάλη όμως αστοχία εντοπίζεται στην αποκλειστική θεώρηση των αρχών της υπό το πρίσμα μιας κοινωνικής επανάστασης και όχι μιας εσχατολογικής. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη μία και στην άλλη θεώρηση. Σε καμία περίπτωση η διδασκαλία του Χριστού δεν αποτελεί ένα αριστερό μανιφέστο κατάλληλο για να ντύσει τις ελπίδες όσων παλεύουν για μία κοινωνία με αναπτυγμένο το αίσθημα της ισονομίας και ισοπολιτείας. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η σκέψη του πεζογράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη ο οποίος γράφει πως το χέρι που κάνει το σημείο του Σταυρού «διαφέρει ουσιωδώς από το χέρι του εργαζομένου, που καταντά να πιστεύει ότι αυτός έκανε και κάνει τον κόσμο, κι ότι έξω απ’ όσα κάνει ο ίδιος, εξασφαλίζοντας την προκοπή και ευτυχία του, δεν υπάρχει τίποτα αληθινό».
Θέλω να πως με όλα αυτά η ουσία βρίσκεται στο γεγονός της σάρκωσης του Θεού, πραγματικότητα που η συντριπτική πλειοψηφία της συνειδητής αριστεράς στην καλύτερη περίπτωση αγνοεί και στη χειρότερη μάχεται. Εξάπαντος εξορκίζοντας τη σάρκωση του Θεού που αποκαλύπτεται στην κτίση, την ιστορία, την ανθρωπότητα. Το πρόβλημα της Αριστεράς δεν είναι ένας Χριστός επαναστάτης αλλά ένας Υιός Λόγος του Θεού. Ένας Χριστός Θεός. Με απλά λόγια ο Θεός που βρίσκεται σε αγαπητική κοινωνία με τα άλλα δύο πρόσωπα (Υιός, Άγιο Πνεύμα) της Αγίας Τριάδος. Ένας ενανθρωπήσας Θεός ενοχλεί. Ενδεικτικοί οι λόγοι του Ludwig Feuerbach που στην «Ουσία του Χριστιανισμού» γράφει πως «είναι εν γένει πιο άνετο να αφήνεσαι να προσδιοριστείς από το ίδιο σου του θυμικό σου ως ένα άλλο ον, το οποίο είναι κατά βάση το ίδιος, παρά να προσδιορίζεσαι από το Λόγο».
Παρόλα αυτά η Εκκλησία και η Αριστερά (όπως βγήκαν αυτά τα δύο μεγάλα μεγέθη από το συνέδριο στο Α.Π.Θ. τον Ιανουάριο 2013) έχουν να προσφέρουν τη δική τους μαρτυρία. Με μία σημαντική όμως διαφορά. Η Αριστερά παλεύει να μεταμορφώσει αυτόν τον άνθρωπο, αυτή την κοινωνία, τη στιγμή που η Εκκλησία πολεμουμένη εδώ και αιώνες αγωνίζεται να μεταμορφώσει σε δόξα Χριστού τον άνθρωπο και την κοινωνία. Ομολογώντας τον Χριστό όχι ως επαναστάτη, ούτε αριστερό, αλλά ως «τόν υἱόν τοῦ θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων φῶς ἐκ φωτός, θεόν ἀληθινόν ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ πατρί, δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος