Γράφει ο Βασίλης Τσιάμης*
Δύο από τα μεγαλύτερα δώρα που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι Αρχαίοι Έλληνες αφορούν τον αθλητισμό. Μιλάμε για την Πάλη και τον Μαραθώνιο. Κι αν μεν για την Πάλη, οι απαρχές της χάνονται πολύ βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και συναντάται στους μύθους κι άλλων λαών, για τον Μαραθώνιο μπορούμε να πούμε ότι είναι καθαρά ελληνικό άθλημα. Ελληνικό φαινόμενο είναι και η Πάλη, ειδικά μάλιστα αν τη δούμε ως μέρος ενός ευρύτερα συνολικού τρόπου ζωής, καθώς αποτελούσε βασικό μέσο διαπαιδαγώγησης των πολιτών.
Η Πάλη στην καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων είχε την ίδια περίοπτη θέση με τη Φιλοσοφία, τη Ρητορική και την Τραγωδία. Αυτό που διαφοροποιεί την Πάλη στον ελληνικό χώρο από την πάλη των βαρβάρων, όπως και κάθε άλλη πνευματική έκφανση των Αρχαίων Ελλήνων, είναι η αισθητική. Διότι, βασικά, οι Αρχαίοι Έλληνες καλλιεργούσαν την αισθητική και σε συνδυασμό με τη λιτότητα ετόνιζαν την πνευματική τους υπεροχή που διαμόρφωσε εντέλει και την προσωπική τους ταυτότητα. Χωρίς την Πάλη, και τις εκπορευόμενες εξ αυτής αρμονία και συμμετρία, οι πνευματικές κατακτήσεις (φιλοσοφία, θέατρο, δημοκρατία, ρητορική κτλ.) των Αρχαίων Ελλήνων θα είχανε μείνει ημιτελείς, όσο κι αν αυτή η διατύπωση φανεί υπερβολική και ξενίσει κάπως. Αλλά η Πάλη αποτελεί ένα τεράστιο πανανθρώπινο κεφάλαιο και θέλει ξεχωριστή αναφορά.
Το θέμα μας, εδώ, είναι ο Μαραθώνιος, που αποτελεί και αυτός πανανθρώπινο περιουσιακό στοιχείο ανείπωτης σωματικής και πνευματικής εμβέλειας.
Ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης φεύγει τρέχοντας από την Αθήνα μόλις έγινε γνωστό ότι ο περσικός εκστρατευτικός στόλος με επικεφαλής τον Δάτι και τον Αρταφέρνη απέχει δύο μέρες από την Αθήνα. Ο Φειδιππίδης, πολίτης σε ώριμη ηλικία, επελέγη για να ζητήσει από τους Σπαρτιάτες να συνδράμουν στην απώθηση των Περσών. Τα απίστευτα κακοτράχαλα 250 χιλιόμετρα ο έμπειρος ημεροδρόμος τα καλύπτει σε ενάμισι μερόνυχτο. Οι Σπαρτιάτες, σε μια από τις πιο «σκοτεινές» πτυχές της Ιστορίας, μένουν ατάραχοι. Δε θα απαντήσουν αμέσως. Θα ολοκληρώσουν, καθυστερημένα, τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και στη συνέχεια θα ξεκινήσουν, οπλισμένοι βαριά, προς βοήθεια των Αθηναίων. Κάθε Σπαρτιάτης οπλίτης φέρει οπλισμό βάρους 50 κιλών περίπου, και πρέπει να καλύψει με αυτό το βάρος 100 χμ. περίπου το εικοσιτετράωρο, ένας -αν μη τι άλλο- εξαντλητικός ρυθμός. Τα διαλείμματα ανάπαυσης είναι υπολογισμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να δώσουν τις απολύτως απαραίτητες ανάσες στους πολεμιστές, για να μπορέσουν στο τέλος της απόστασης να πολεμήσουν. Φτάνουν στον Μαραθώνα, όταν η μάχη έχει ολοκληρωθεί και βρίσκουν τους Αθηναίους θριαμβευτές. Τιμούν γρήγορα-γρήγορα τους νεκρούς, και χωρίς να ξεκουραστούν ξεκινάνε στον ίδιο ρυθμό το ταξίδι της επιστροφής.
Η ίδια η μάχη του Μαραθώνα είναι ένας ύμνος στην αρχαιοελληνική σκέψη και προσέγγιση. Οι Αθηναίοι, πολύ βαριά οπλισμένοι, διανύουν τα περίπου τρία χιλιόμετρα που τους χωρίζουν από τους Πέρσες τρέχοντας! Τα τελευταία 1.500 είναι μιαν ωδή στον άθλο, αλλά και στον πολιτισμό έτσι όπως τον ξέρουμε. Αυξάνουν τον ρυθμό και αλαλάζουν στον ρυθμό των κυμβάλων.
Η περσική στρατιά διέθετε ορισμένους από τους καλύτερους πολεμιστές του κόσμου. Κάποιες φυλές, όπως οι Καρδούχοι, με τα αρκουδοτόμαρα για πανοπλία και τους τεράστιους διπλούς πέλεκεις στα χέρια, σαστίζουν. Αυτά τα θηρία ξαφνιάζονται! Αφανίζονται με συνοπτικές διαδικασίες.
Ο ανώνυμος οπλίτης, μες στην ασύνορη χαρά του, αφού έχει προηγηθεί η υπερκόπωση της μάχης, νιώθει, μέσα στο μεθύσι του θριάμβου, την ανάγκη να μοιραστεί αυτή την υπέρτατη χαρά με τους συμπολίτες του στην Αθήνα. Φεύγει για να αναγγείλει το περίφημο «Νενικήκαμεν». «Νενικήκαμεν». Ο θρίαμβος, πρωτίστως, της αισθητικής. Αυτό είναι το «Νενικήκαμεν». Μια από τις δυο-τρεις ανεπανάληπτες στιγμές της Ανθρωπότητας. Η εικόνα με τον Ιησού στον σταυρό κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η δεύτερη. Και μια τρίτη, άντε τέταρτη ακόμη. Κοντά στις δύο ώρες αργότερα ο ανώνυμος οπλίτης προδίδεται από την καρδιά του, που δεν άντεξε τη βάναυση κακομεταχείριση. Ο βωμός όμως είχε ήδη στηθεί. Η μνήμη του είναι ασφαλής μέχρι τη συντέλεια του αιώνα. Μόλις είχε γεννηθεί ο Μαραθώνιος δρόμος. Στη μνήμη όλων εκείνων των ανδρών σήμερα τελείται ο Μαραθώνιος.
Εύκολα θα διαπιστώσει κανείς ότι στο όλο ιστορικό της μάχης κυρίαρχο στοιχείο είναι οι δρόμοι με την εξαιρετικά κομβική τους σημασία. Ιδίως των μεγάλων αποστάσεων αλλά και ταχύτητας (στο κομμάτι που αφορά το πεδίο της σύγκρουσης). Ο αείμνηστος αθλητικογράφος, Ηλίας Μπαζίνας, είχε γράψει για τους δρόμους των μεγάλων αποστάσεων: «… Έχουν κάτι το μοναδικό οι δρόμοι, ιδίως των μεγάλων αποστάσεων. Λες και κρυσταλλοποιούν την ουσία, το άρωμα μιας ζωής ολόκληρης, μέσα σε μια μικρή χρονοκάψουλα. Εκείνα τα τελευταία χιλιόμετρα και ιδίως μέτρα του Μαραθωνίου και πιο ειδικά εκείνα που διανύονται μέσα στο στάδιο, είναι για μένα από τις πιο θριαμβικές μουσικές, που φτιάχνει ο άνθρωπος με το σώμα του, με την ανάσα του, με τη ζωή του. Είναι πλήρης νίκης ο Μαραθώνιος, απλωμένη στο χρόνο, χορταστική, απαλλαγμένη από τα ψεγάδια της λεπτομέρειας, της “τεχνικής”, της σύμπτωσης. Είναι ένας παιάνας θριάμβου, μιαν ωδή στη ζωή, που κλείνει μέσα της χρόνια, αιώνες, γενιές. Βλέπεις μπροστά σου τον άνθρωπο να ζει πραγματικά, κυριολεκτικά, να βιώνει σε λίγη ώρα όσα δεν χωράνε σε δεκαετίες. Και ο κόσμος ζει μαζί του. (…) (…) Για μένα, ο Μαραθώνιος είναι ένα από τα λίγα ιερά πράγματα που έχουν απομείνει στον κόσμο. Τα υψωμένα χέρια του μαραθωνοδρόμου μέσα στο στάδιο διευθύνουν, θαρρείς, ορχήστρα ψυχών. Απλώνονται να πιάσουν τον ήλιο, στέλνουν προσευχή μυστική. Δεν ξέρω πού, ξέρω μόνο ότι φτάνει εκεί που απευθύνεται…».
Η Ιαπωνία, με τους πιο ανδρείους ανθρώπους στον κόσμο (κατά τη ρήση του Κίγκαν, τον μεγαλύτερο ίσως ιστορικό μαχών), ακόμη, όσο κι αν η τεχνολογική εξέλιξη πασχίζει να μας τους παρουσιάσει αλλιώς, τιμά και αποδέχεται τον Μαραθώνιο.
Σπουδαία διοργάνωση επίσης είναι και το Σπάρταθλο, αγώνας μεγίστων αποστάσεων. Οι ξένοι (γενικά) αθλητές τιμούν τους αγώνες αυτούς σε βαθμό θρησκευτικής λατρείας. Οι Ιάπωνες δρομείς, ειδικά, κλαίνε κυριολεκτικά στο τέλος του Σπάρταθλου, γονατισμένοι μπροστά στον βωμό του Λεωνίδα. Με μεγάλη χαρά, λοιπόν, υποδέχεται κανείς αυτή την έξαρση αγάπης του κόσμου για τους δρόμους, που εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως και κυρίως με τις συχνές και πυκνές διοργανώσεις.
Έτσι, ευελπιστούμε πως ίσως δημιουργηθεί η κρίσιμη εκείνη μάζα, που λένε και οι πολιτικοί αναλυτές, ώστε να υπάρξει σχολή μαραθωνοδρόμων ατόφια ελληνική. Η προσέγγιση, βέβαια, εκ μέρους της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο Μαραθώνιο, ακόμη παραμένει χλιαρή. Κάπως ζουζουνιάρικη. Εξαντλείται στην απλή συμμετοχή, που κι αυτή άθλος είναι βέβαια, αλλά γίνεται κάπως υπέρμετρη προβολή της υγείας ή της καλής φόρμας (καλά κι άγια πράματα, αλλά δεν είναι το άπαν), εις βάρος των νοημάτων του Μαραθωνίου και κυρίως της αισθητικής ως υπέρβασης της νοητής καθημερινότητας. Της αισθητικής ως μέσον κατανόησης του κόσμου των Αρχαίων Ελλήνων.
Είναι παράταιρο και οξύμωρο και πικρό να μην υπάρχει από την εποχή του Λούη και του Κυριακίδη Έλληνας μαραθωνοδρόμος που να διεκδικεί με αξιώσεις την πρώτη θέση. Είναι ζωτικής σημασίας να υπάρξει. Χωρίς να ενδιαφέρει κανέναν, ας μας επιτραπεί η προσωπική κατάθεση: Όλα μα όλα τα ολυμπιακά μετάλλια είναι πολύτιμα και σημαντικά. Εκείνα όμως της Πάλης και του Μαραθωνίου έχουν μιαν οικουμενικότητα… ελληνική, άρα πανανθρώπινη. Ότι φαίνεται να έχουμε απεμπολήσει το δικαίωμα να διακριθούμε στον Μαραθώνιο και τα τελευταία χρόνια και στην Πάλη δεν μπορεί παρά να είναι σύμπτωμα των καιρών. Απλώς.
* Ο Βασίλης Τσιάμης είναι ιστορικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και επιμελητής εκδόσεων, ενώ υπήρξε αθλητής της χειροπάλης και έχει γράψει το βιβλίο «Η ιστορία της Ελληνικής χειροπάλης» που κυκλοφορεί.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!