Γράφει ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜ. ΒΑΒΙΤΣΑΣ *
Σε προηγούμενο άρθρο επιχειρήσαμε μία φιλοσοφική θεώρηση της έννοιας της Παιδείας, αναδεικνύοντας τη διττή της φύση: το γνωσιολογικό και ηθικο-αξιακό της μέρος. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε μία προσέγγιση της γνωσιολογικής παραμέτρου της Παιδείας.
Η γνώση εισχωρεί στο πλαίσιο της Παιδείας και σε ζητήματα όπως αυτά της φύσης του ανθρώπου και της φύσης της πραγματικότητας, που είναι πρωτίστως ζητήματα φιλοσοφικού χαρακτήρα. Η θεωρία της Παιδείας και η πρακτική της εκπαίδευσης προϋποθέτουν ιδέες σχετικά με τη φύση της γνώσης και τη φύση εκείνου που είναι αξιόλογο. Η γνώση είναι η σταθερή αρχή στο έργο των εκπαιδευτικών, και ο δάσκαλος είναι κυρίως απορροφημένος από την πνευματική ανάπτυξη των μαθητών του.
Ο δάσκαλος ωστόσο πρέπει να γνωρίζει και να έχει διακρίνει οριστικά τις διάφορες μορφές γνώσης, για να είναι σε θέση να εισχωρήσει εύκολα στην εγκυρότητα της γνώσης που μεταδίδει. Έτσι, υπερβαίνοντας την αποκαλυμμένη γνώση –που λογίζεται ως η γνώση που φανέρωσε ο Θεός στον άνθρωπο–, σταματώντας σε ορισμένες περιπτώσεις στην ενορατική γνώση –που λογίζεται ως η γνώση που το άτομο βρίσκει μέσα του σε στιγμές διορατικότητας, ως ξαφνική έκλαμψη στη συνείδησή του μιας ιδέας ή ενός συμπεράσματος–, καταλήγει στον πρώτο έγκυρο σταθμό γνώσης: στη λογική γνώση, η οποία κατακτάται μέσα από την άσκηση της λογικής, χωρίς να συνδυάζεται με την παρατήρηση των ενεργητικών καταστάσεων των θεμάτων.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η λογική γνώση έχει την ίδια βαρύτητα με την εμπειρική γνώση, η οποία κυριολεκτεί στην περίπτωση των φυσικών επιστημών και εκτιμάται ως η πιο σπουδαία γνώση της εποχής μας, λόγω του ότι θεμελιώνεται στην απόδειξη των αισθήσεων και πιστοποιείται και επικυρώνεται δια της δοκιμής.
Στο σημείο αυτό όμως υπεισέρχεται ένα ουσιαστικό εσωτερικό στοιχείο, το οποίο διαπλέκεται με την εγκυρότητα της γνώσης, και δεν είναι άλλο από το ίδιο το περιεχόμενο της γνώσης και τις αρχές της δόμησής του. Εδώ λοιπόν πρέπει να επισημάνουμε την ύψιστη σημασία της επιστημολογικής αρχής που υιοθετείται, η οποία είναι η βάση της έρευνας και της συνακόλουθης παραγόμενης γνώσης.
Επί παραδείγματι, η ιδεαλιστική επιστημολογία επιμένει ότι η γνώση που αναζητείται μέσω των αισθήσεων είναι πάντοτε αβέβαιη και ανολοκλήρωτη, καθώς ο υλικός κόσμος είναι ένα κακέκτυπο της πιο τέλειας σφαίρας του όντος (Σωκράτης – Πλάτωνας). Η ύψιστη πραγματικότητα είναι λογική και συστηματική, επομένως η γνώση της πραγματικότητας είναι αληθινή στην έκταση που είναι και αυτή συστηματική (Hegel).
Απεναντίας, μια ρεαλιστική επιστημολογία απορρίπτει τόσο την ιδεαλιστική προσέγγιση όσο και τη θέση του Kant, ο οποίος υποστήριζε ότι ο νους ενθέτει τις κατηγορίες του στα πράγματα, όπως την αιτιότητα, την ουσιαστικότητα κ.λπ. μέσω των δεδομένων αισθήσεων, υποστηρίζοντας ότι ο κόσμος που δεχόμαστε δεν είναι ένας κόσμος που δημιουργούμε νοητικά αλλά ο κόσμος όπως υπάρχει.
Τέλος, η πραγματιστική επιστημολογία υποστηρίζει ότι ο νους μας είναι ενεργητικός και ερευνητικός και όχι παθητικός και δεκτικός, καθώς και ότι η αλήθεια δεν δοκιμάζεται αποκλειστικά στην αντιστοίχιση των ανθρώπινων ιδεών με την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά η γνώση παράγεται μέσα από την «συναλλαγή» του ανθρώπου με το περιβάλλον, και η αλήθεια είναι η ιδιότητα της γνώσης.
Καθίσταται επομένως σαφές ότι οι προσωπικές αντιλήψεις και η γενικότερη κοσμοθεωρία τού εκπαιδευτικού, ο τρόπος που εκλαμβάνει την πραγματικότητα και τον κόσμο, συνειδητά ή ασυνείδητα, ηθελημένα ή αθέλητα, ασκεί ισχυρή επιρροή στο «πώς» θα «μεταφέρει» τη γνώση στον μαθητή του. Το σημαντικότερο όμως εδώ, που συνάγεται από τα παραπάνω, είναι η ανάγκη να έχει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός μία δομημένη επιστημολογική σκέψη και κοσμοθεωρητική αντίληψη σε ζητήματα που άπτονται της φύσης της πραγματικότητας και της γνώσης, καθώς, προκειμένου να διδάξει και να μεταφέρει τη γνώση στους μαθητές του, οφείλει να ξέρει ο ίδιος –πρωτίστως– τι είναι η γνώση.
* Ο Θεόδωρος Δ. Βαβίτσας, Δάσκαλος, MSc Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!