Στο περίφημο ποίημά του «ΑΝ» ο Ράντυαρντ Κίπλινγκ γράφει κάπου τη φράση του σημερινού μας τίτλου: «Αν μπορείς να ονειρεύεσαι, χωρίς να γίνεσαι των ονείρων σου σκλάβος».
Και μπορείς μεν να μην γίνεσαι σκλάβος των ονείρων σου, όπως σε προτρέπει ο ποιητής, τίποτα όμως δεν σε εμποδίζει ν’ ανατρέχεις στο παρελθόν και να ταξιδεύεις με τη σκέψη σου σ’ αυτό.
Είναι οι στιγμές που, ενώ βρίσκεσαι μέσα σε πλήθος κόσμου, νιώθεις μια ανεξήγητη και απέραντη μοναξιά. Στιγμές που θέλεις να μείνεις μόνος, κατάμονος, με συντροφιά τον εαυτό σου και τις αναμνήσεις σου! Να αφήσεις τη σκέψη σου να ταξιδέψει στο παρελθόν και να σου ξαναζωντανέψει εικόνες και θύμησες παλιές, που τις έζησες και τις αγγίζεις, μνήμες όμως ακόμη νωπές κι ας έχουν περάσει χρόνια και χρόνια απ’ όταν καταγράφηκαν σαν «παρόν» του τότε!
Εικόνες, όπως εκείνες της φρίκης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που βιώσαμε, ξαναγυρίζουν στη σκέψη σαν παλιά ασπρόμαυρη ταινία τρόμου. Τα χρόνια της Κατοχής, όταν η βρεγμένη στο νερό φέτα ψωμί με λίγη ζάχαρη ήταν το καλύτερο μας «κρουασάν» και το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια με το κρεμασμένο στη ντουλάπα, επίσης μοναδικό μας, κουστούμι (που μεγάλωναν μαζί μας για κάθε ηλικία…) ήταν η πλούσια γκαρνταρόμπα μας!
-Στην αγωνία των εξετάσεων και την απελπισία που μας πλημμύριζε, αν δεν γράφαμε σε κάποιο μάθημα καλά, λες και ήταν το τέλος του κόσμου! Το πρώτο οδυνηρό ξύρισμα. Το ντύσιμο στο τιμημένο «χακί». Η αγωνία για την επαγγελματική αποκατάσταση μετά την απόλυση από τον στρατό. Τα πρώτα σοβαρά αισθηματικά σκιρτήματα και η αμφιβολία αν μας θέλει ή δεν μας θέλει η κοπελιά που έκλεψε την καρδιά μας, κι αργότερα (μιας και μας ήθελε τελικά) ο γάμος μας, η γέννηση των τριών παιδιών μας, οι πρώτες τους χαριτωμένες λεξούλες. Το ξενύχτι στο προσκέφαλό τους, όταν τά ‘ψηνε ο πυρετός από κάποια παιδική αρρώστια και, πριν τα χορτάσεις σαν μωρά και νήπια, να τα καμαρώνεις στις παρελάσεις του σχολείου!
Κι ενώ τα θυμάσαι «πρωτάκια» να κλαίνε στην τάξη, διότι «ήθελαν τη μαμά τους», να (!) οι αγωνίες για τα αποτελέσματα των εξετάσεών τους στα Πανεπιστήμια!
Χαρές και γλέντια σαν πήραν το πτυχίο, ο προβληματισμός για τη σταδιοδρομία τους, το ρίξιμό τους στη βιοπάλη, ο γάμος τους και, πριν συνειδητοποιήσεις ότι γκριζάρισαν τα μαλλιά σου, ν’ ακούς απ’ τα χειλάκια, των δυο φορές παιδιών σου, την πιο όμορφη, την πιο γλυκιά λέξη: «Παππού!»
Μια λέξη που σε γεμίζει ευτυχία αλλά και δέος!
Μα… πότε πέρασαν Θεέ μου τόσα χρόνια; (!)
-Αγαπημένα πρόσωπα, που έφυγαν από κοντά μας για πάντα, λες και θα μιλήσουν με τη γνώριμη φωνή τους, μέσα απ’ το κάδρο με τη φωτογραφία τους που κρέμεται στο σαλόνι. Θυμάσαι και τις μικροκακίες του κόσμου, την ανεξήγητη ζήλια κάποιων, αλλά και την αχαριστία εκείνων που τους στάθηκες σε δύσκολές τους ώρες, κι όμως αυτοί άφησαν φιλίες δεκαετιών να ξεθωριάσουν και τελικά χάθηκαν, χωρίς καν να αναρωτηθούν ποτέ αν κι εσύ κάτι χρειάζεσαι, ούτε καν αν ακόμα υπάρχεις…
-Χαμογελάς κάθε φορά, βλέποντας φιλικά ζευγάρια που ζήσαμε μαζί όλ’ αυτά τα χρόνια, να σου χαμογελάνε κι εκείνα μέσα από τις φωτογραφίες ενός «άλμπουμ», γεμάτα νιάτα κι ομορφιά και να χαίρεσαι που τα βλέπεις, ασπρομάλλικα πια, να συνεχίζουν ταιριασμένα και να θυμούνται τις χαρές που ομόρφυναν τη ζωή τους και τις λύπες που χάραξαν τα πρόσωπά τους…
Και ξαφνικά, ο θόρυβος κι ο ανελέητος ξέφρενος ρυθμός της πόλης, στην οποία όλοι τρέχουμε σαν κάποιος να μας κυνηγάει, δίνουν τέλος στην ονειροπόληση.
Η ζωή προχωράει τον δρόμο της κι εμείς από κοντά για να την προλάβουμε. Μόνο που, αλίμονο, εκείνη τρέχει γοργά όπως και τα χρόνια μας, που πίσω ποτέ δεν γυρνούν, όπως τραγουδούσε ο τροβαδούρος της παλιάς Αθήνας…!
Σημείωση:
Το σημερινό κείμενο, σε επανάληψη, αφιερώνεται (με τη συμπλήρωση 10 χρόνων παρουσίας μου στα φιλόξενα «ΜΕΤΕΩΡΑ») στους φίλους αναγνώστες που μου κάνουν την τιμή να διαβάζουν τούτη τη στήλη.
Με αγάπη δικός σας