Εύκολα διαπιστώνει κάποιος πως φίλοι του Χριστού υπήρξαν οι πόρνες, οι ληστές, οι φοροεισπράκτορες, εν τέλει όλοι εκείνοι οι «τσαλακωμένοι» που δεν είχαν όμως κάτι βασικό. Την υποκρισία.
Ο τελώνης ήταν γνωστό ότι εισέπραττε φόρους, ότι αδικούσε τον λαό και αυτό η κοινωνία το γνώριζε. Η πόρνη αναπαυόταν σε διαφορετικούς άντρες και πιθανόν οι προτιμήσεις της να μην αναγνώριζαν όρια. Κι αυτό το γνώριζε η κοινωνία. Ο ληστής είχε κλέψει, αδικήσει, ο εγκληματίας είχε σκοτώσει, αλλά κι αυτό το γνώριζε η κοινωνία. Η οσία Μαρία Αιγυπτία που σήμερα εορτάζεται η μνήμη της είχε ακόρεστη δίψα να ικανοποιεί στο έπακρο τις σωματικές της ανάγκες, να αναζητά άνδρες σε όλα τα μέρη ακόμη και στα Ιεροσόλυμα, ταξίδι το οποίο και πραγματοποίησε γι’ αυτό το σκοπό. Αλλά κι αυτό το ήξερε η κοινωνία.
Θέλω να πω τοιουτοτρόπως πως οι τσαλακωμένοι αυτοί δεν ήθελαν να κρυφτούν από τον κόσμο. Τους γνώριζε ο κόσμος. Εκείνο που δεν γνώριζε ο κόσμος, εκείνο που αγνοούσε ήταν η υποκρισία των ευλαβών και «ατσαλάκωτων» ανθρώπων, αυτών των «καθαρών» προσώπων που έδειχναν ως εικόνα αυτό που δεν είναι. Κι επιτέλους ας μην κρυβόμαστε μεταξύ μας. Όλοι γνωρίζετε ποιος είναι ο κατεξοχήν χώρος της υποκρισίας.
Η οσία Μαρία Αιγυπτία λοιπόν σε όλη της τη ζωή ζούσε την ακολασία, το ανικανοποίητο, το ακόρεστο έως ότου μετανιώσει. Κι αυτό συντελέστηκε θαυματουργικώς στο ταξίδι της στα Ιεροσόλυμα όπου ταξίδεψε για να γνωρίσει άντρες. Μία γυναίκα λοιπόν που όλες οι ώρες της ημέρας αναπαρήγαγαν στη σκέψη της μα και στη θέληση της με έντονο τρόπο της βίωση της ηδονής, χωρίς αυτή η πώρωση της να έχει τέλος. Αυτή η ηδονή λειτούργησε ως οδύνη στη ζωή της όταν ο Θεός της μίλησε και η οδύνη πάλι αντιστράφηκε σε ηδονή∙ όχι των σωμάτων αλλά του Χριστού. Έτσι η ίδια έγινε άλλος ένας εραστής του Θεού, μετανόησε, έζησε το υπόλοιπο της ζωής της στην έρημο, ασκήτεψε, προσευχόταν, κοινωνούσε Σώμα και Αίμα Χριστού, ο Θεός την ελέησε και την κατέταξε στο χορό των οσίων γυναικών.
Αισθάνομαι την ανάγκη να επισημάνω μία σκέψη. Στην Εκκλησία υπάρχει η τάση να συγκινούμαστε από τη μετάνοια ανθρώπων όπως η πόρνη, ο τελώνης, ο ληστής, να τους προτάσσουμε ως παραδείγματα μετάνοιας, εντούτοις έχω ισχυρή την αίσθηση πως όταν δίπλα μας ή απέναντι μας βρεθεί ένας μοιχός, μία πόρνη, ένας άθεος, η συμπεριφορά αυτή γκρεμίζεται. Κάνουμε λόγο για τη μετάνοια της οσίας Μαρίας Αιγυπτίας, αν όμως δίπλα μας σταθεί μία γυναίκα που εκδίδεται της δημιουργούμε την ενοχή μέσα από τη στάση του σώματος μας με ένα βλέμμα, μία κίνηση κ.ο.κ. Σαν να απαιτούμε από εκείνη να μετανοήσει για να τη δεχτούμε, αγνοώντας ηθελημένα τις περισσότερες φορές πως ο Θεός έχει άπειρο, αμέτρητο έλεος προς όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι δική μας υπόθεση να διεισδύσουμε στη ζωή της γυναίκας αυτής, ούτε έχουμε το δικαίωμα να την κάνουμε να αισθανθεί άσχημα. Τα δικά μας δοκάρια είναι και περισσότερα και βαθύτερα στη δική μας ύπαρξη, η οποία καταντά και είναι φτωχότερη από εκείνη της γυναίκας που εκδίδεται.
Και ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο λαμβάνοντας αφορμή από ένα σπουδαίο λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ο οποίος αναφέρει ότι αυτός που πορνεύει αμαρτάνει στο δικό του σώμα. Σημειώνει λοιπόν ο Γρηγόριος Νύσσης πως «τό πραχθέν εἰς μόνον τόν τήν πρᾶξιν δεχόμενον ἵστησιν». Τότε εμείς γιατί ασχολούμαστε με τη ζωή του άλλου; Για να νομίσουμε ότι γεμίζουμε τη δική μας μέσα από το άδειασμα του άλλου; Ή μήπως για να υπάρξουμε εμείς, δεν πρέπει να υπάρχει ο άλλος; Εκείνος που επιλέγει να μοιράζει το σώμα του σε πολλούς συντρόφους αμαρτάνει στο δικό του σώμα. Εμείς που τον κατακρίνουμε; Υποκρινόμαστε και πλέον με τον πιο άθλιο, αυθάδη και απροκάληπτο τρόπο.
Δεν έχουμε καταφέρει να προσελκύσουμε το έλεος του Θεού, να σώσουμε τον εαυτό μας, «αγωνιώντας» την ίδια στιγμή να σώσουμε τους άλλους. Κατακρίνουμε τις επιλογές των άλλων, που εν τέλει δεν μας θίγουν, δεν τους σεβόμαστε ως πρόσωπα Θεού και μάλιστα τη στιγμή που ο Θεός σέβεται στην ελευθερία τους και στην οποία δεν επεμβαίνει. Έτσι γινόμαστε σωτήρες, τιμητές των άλλων, περιφερόμενες αυθεντίες, οι κατεξοχήν αλάθητοι, ανόητοι, τυφλοί. Πωρωμένοι στην αυτοϊκανοποίηση της ψευδαίσθησης που γεννά η αίσθηση της αντεστραμμένης εικόνας του είναι στο μη είναι.
Η οσία Μαρία Αιγυπτία πώς να ένιωθε άραγε όταν στη ζωή της και πριν μετανοήσει, κυλιόταν στην ηδονή των σωμάτων με κάθε έναν που θα ικανοποιούσε τις επιθυμίες της; Ήταν ευτυχισμένη; Κι αν ήταν γιατί άλλαξε τη φιλοσοφία του τρόπου θεώρησης αλλά και ιδιαίτερα τη ζωή της ως στάση, ως πράξη; Άρα αναγνώρισε όχι μόνο την αμαρτωλή ζωή που διήγε αλλά και την έλλειψη ουσίας, νοήματος στην μέχρι τότε ζωή της. Προφανώς αναγνώρισε τη δυστυχία της, τη θλίψη της. Ενδεχομένως και τότε να ένιωσε μόνη της. Το σώμα της βίωνε την ηδονή του έρωτα με τον οποιονδήποτε αλλά και η ψυχή της βίωνε την ίδια ηδονή. Στη χριστιανική ανθρωπολογία δεν χωράνε γνωστικιστικές θεωρήσεις, μήτε μανιχαϊστικοί διαχωρισμοί. Ο άνθρωπος θεωρείται μία ενιαία ψυχοσωματική ολότητα καθώς «εἰς μίαν τήν τοῦ καλοῦ μορφήν συντεθέν» κατά άγιο Επιφάνειο Κύπρου. Εφόσον το σώμα βίωμα την ηδονή, την ηδονή αυτή βίωνε και η ψυχή. Και μετανοώντας η ίδια για τα πάθη και τις αστοχίες της, το σώμα της και η ψυχή της άρχισαν να βιώνουν την ηδονή του εραστού Θεού.
Αυτοί είναι οι τσαλακωμένοι φίλοι του Χριστού. Άνθρωποι που είναι αυτό που δείχνουν. Επουδενί υποκριτές και τιμητές των πραγμάτων. Άνθρωποι κουρελιασμένοι, ταλαιπωρημένοι, μόνοι, πονεμένοι, δυστυχισμένοι. Κι εκεί έρχεται ο Θεός και τους κάνει φίλους. Τρώει μαζί τους, βαδίζει μαζί τους, συζητά μαζί τους. Χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς διακρίσεις. Απροϋπόθετα κάθεται μαζί τους όσο τσαλακωμένοι κι αν είναι, γιατί δεν έχουν κάτι που αγνοούν όσοι τους κατακρίνουν. Την υποκρισία.
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος