H Εθνική μας έχασε, παρά τη σπουδαία της προσπάθεια, ατυχώς, αλλά ουχί αδόξως, από την αποδεκατισμένη «Πλούσια Ακτή», από την Costa Rica των 9 παικτών και του Νάβας, και τώρα, μην περιμένοντας πια με την ίδια αγωνία τον προημιτελικό του Σαββάτου, γεννάται η ποδοσφαιρική παραλλαγή του καβαφικού ερωτήματος «και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους….οι άνθρωποι αυτοί ήταν μια κάποια λύση..».
Πράγματι, οι γαλανόλευκες επιτυχίες στο Mundial του 2014, ήταν «μια κάποια λύση», όχι –φυσικά- στο επίπεδο των προβλημάτων της κρίσης που μαστίζει την κοινωνική και οικονομική μας ζωή, αλλά τουλάχιστον στο επίπεδο της ψυχολογίας της καθημερινότητάς μας. Και τώρα; Ποια από τις ομάδες που συνεχίζουν να αγωνίζονται να υποστηρίζω;
Από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα τουb’88, που –μαθητής του Δημοτικού- είχα την ευκαιρία να το παρακολουθήσω από κοντά, στη διοργανώτρια χώρα Γερμανία, ήμουν δεδηλωμένος οπαδός της «Νασιονάλμανσαφτ».
Κάτι οι επιθέσεις των Ματέους, Κλίνσμαν, Χέσλερ και Μπρέμε, που θύμιζαν την ‘Είσοδο των Βαλκυριών’ του Βάγκνερ, κάτι τα μοδάτα σχέδια στις φανέλες, με τις τρίχρωμες ρίγες της σημαίας τους να καλύπτουν το στήθος και τους βραχίονες των παικτών, σαν πανοπλία, κάτι οι δηλώσεις του Άγγλου στράικερ Γκάρι Λίνεκερ («το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα όπου 22 παίκτες κυνηγούν μια μπάλα και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί», με έκαναν να εισπράττω συχνά τα επιτιμητικά σχόλια των συμμαθητών μου (και αργότερα και των συμφοιτητών μου, μια που παρέμεινα αμετανόητα φιλογερμανικά διακείμενος φίλαθλος), καθώς από τις τρίπλες του Μαραντόνα, του Ρομάριο και αργότερα του Ρονάλντο, εγώ προτιμούσα τα τάκλιν του Αουγκεντάλερ και του Ζάμερ και αργότερα (όταν η εθνική Γερμανίας διήρχετο τη μεγάλη της αγωνιστική παρακμή) είχα φτάσει να προτιμώ τις μονοκόμματες προσπάθειες που κατέβαλλε ο Μπίρχοφ, για να γίνει κάτι παραπάνω από μια κακή δικαιολογία για σέντερ φορ.
Από τότε πολύ νερό κύλησε στα αυλάκια του χρόνου και στους χλοοτάπητες των απανταχού ποδοσφαιρικών γηπέδων. Η Εθνική Ελλάδος κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο με τον Γερμανό της στον πάγκο και με την ποδοσφαιρική σκοπιμότητα να υπερισχύει Γάλλων, Τσέχων και Ιβήρων, αργότερα, με τον Πορτογάλο της τεχνικό αποβληθέντα στη διαδικασία των penalties, αποκλείσθηκε στη φάση των 16 του mundial της Γερμανίας, πιο πριν, τα φιλογερμανικά αισθήματα είχαν γίνει συνώνυμο της εθνικής προδοσίας, ελέω Μέρκελ και μνημονίου και εγώ είχα ταξιδέψει ώς τη Βραζιλία το 2004 και ώς την Αργεντινή το 2009…
Είδα από κοντά το άγαλμα του Ιησού του Ρίο, ανεβασμένο στον λόφο του ‘Κορκοβάντο’, στο καταπράσινο νοτιοημισφαιρικό κατοπτρικό αντιείδωλο του λόφου του Γολγοθά, να απλώνει την αγκαλιά του αξεδιάλεχτα πάνω από τις κοσμοπολίτικες παραλίες και τις φτωχογειτονιές. Είδα τη Φλαμένκο να νικά τη Φλουμινέντσε μέσα στο Μαρακανά 4-3, με τους φιλάθλους των αντίπαλων ομάδων να παρακολουθούν τον αγώνα δίπλα-δίπλα. Είδα τα καλλίπυγα κορμιά των βραζιλιάνων καλλονών να τρέμουν στον οργασμικό ρυθμό της σάμπα. Νεαρά κορίτσια που πρόλαβαν να αποκτήσουν δύο και τρία παιδάκια ‘αγνώστου πατρός’, με τα επίθετα να περνάνε απευθείας από τη μάνα στα παιδιά, μαζί με το μιτοχονδριακό RNA, το αρχέγονο μητρικό γενετικό υλικό των ιθαγενών που έμεινε ανόθευτο από τις επιμειξίες των ευρωπαίων κονκισταδόρες και των μαύρων δούλων της Αφρικής που τους έφεραν για να δουλέψουν στις φυτείες του καφέ. Σ’ αυτό το φυλετικό ανακάτεμα οφείλεται η ποικιλία του εκπληκτικού βραζιλιάνικου ποδοσφαιρικού (…και όχι μόνον…) φαινοτύπου.
Τα είδα όλα αυτά από κοντά, όχι διαβάζοντας τα ’11 λεπτά’ του Κοέλιο που ακόμη μένει ανέγγιχτο στη βιβλιοθήκη μου. Είδα ανθρώπους ανυπόκριτους που κυκλοφορούν με τα μαγιό μέσα στους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Είδα τον ήλιο να αναδύεται από τα νερά του Ατλαντικού στην Κόπα Καμπάνα, τον καυτό ήλιο των τροπικών που δεν συγχωρεί την παραμικρή έκθεση λευκού δέρματος, ακόμη και κάτω από την πολύχρωμη ομπρέλα, και που μαζί με την αλμύρα του ωκεανού έψησε την πληγή που μου άφησε στα χείλη μια μικροσυμπλοκή στην παραλία της Ιπανέμα.
Είδα το σούρουπο να πέφτει απαλά στο Ρίο ντε Τζανέιρο, εξαλείφοντας τις διαφορές και στρογγυλεύοντας τις αντιθέσεις ανάμεσα στις πολυτελείς επαύλεις και στις παραγκουπόλεις. Έζησα την πιο γλυκιά δύση, με τους βραζιλιάνους να χορεύουν καποέιρα, έναν χορό που ενσωματώνει κινήσεις πολεμικών τεχνών, κρυμμένες μέσα στην εξωτική κινησιολογία, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος για να εξασκηθούν στην αυτοάμυνα οι σκλάβοι των φυτειών που τους είχε απαγορευθεί κάθε πολεμική άσκηση. Οι άνθρωποι αυτοί ‘έχουν τον Θεό μέσα τους’, έγραψε ο Καζαντζάκης. Καθώς οι βραζιλιάνες λικνίζονταν στις κερκίδες των σταδίων του Mundial της Γερμανίας του 2006, ο σπίκερ σημείωνε: «….έχουν τον ρυθμό μέσα τους…». Αλήθεια τι είναι ο Θεός αν όχι ο ρυθμός του κόσμου;
Στον λαιμό μού έρχεται η γλυκιά επίγευση της καϊπιρίνια, στα μάτια μου τα ξυπόλυτα βραζιλιανάκια που παίζουν ποδόσφαιρο στην παραλία της Κόπα Καμπάνα. Πιο δίπλα τέσσερις Βραζιλιάνοι παίζουν ποδοβόλεϊ. Τους ζητώ να συμμετάσχω κι εγώ στο παιχνίδι τους. Αμέσως ένας τους μου παραχωρεί τη θέση του, λες και είμαστε γνώριμοι από παλιά, λες και δεν είμαι ο ‘ξένος’ που αύριο πρέπει να προλάβει το αεροπλάνο για την Αθήνα. Τα είδα όλα αυτά από κοντά. Τα είδα και πίστεψα πως η ζωή ενός, δύο ή και περισσότερων ανθρώπων μπορεί να αλλάξει μαγικά και αναπάντεχα, αν απαρνηθεί την υποκρισία τής σκοπιμότητας και της προσδοκίας του αποτελέσματος και αν αφεθεί στην ανυπόκριτη φαντασία και στη μαγεία που κρύβει η κάθε απλή στιγμή. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ντριπλάρουμε τον ενάντιο καιρό στις αμμώδεις παραλίες των ονείρων μας, σκοράροντας στα γκολπόστ της ευτυχίας, σε πείσμα των σκληροτράχηλων στόπερ της κρίσης και της καθημερινής μας μιζέριας.
Από τη διπλανή παρέα των παιδιών ακούγονται φωνές, καθώς έχει σημειωθεί γκολ. «Έου, έου Ζαϊρζίνιο», ακούω να μου λέει ο μικρός σκόρερ, καθώς ποζάρει με τον αέρα ποδοσφαιρικής βεντέτας στον φωτογραφικό μου φακό και φυσικά δεν χρειάζεται να τον ρωτήσω ποιον βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή θαυμάζει. Λίγο πιο δίπλα, μια νεαρή κοπέλα πανηγυρίζει και αυτή ανάμεσα στις φίλες της. Το δέρμα της στο χρώμα της άμμου, τα μαλλιά της λυμένα. Θα μπορούσε να είναι η μεγάλη του αδερφή.
Είδα τον Μάρκο Τούλιο Μάτος, από την Ουμπεράμπα, να σκοράρει στην παραλία του Ρίο. Μάρκος Τούλιος ήτανε το όνομα του Ρωμαίου ρήτορος Κικέρωνα. Μάτος ήταν το επίθετο της μητέρας του μικρού σκόρερ της μεγάλης αμμώδους παραλίας… Είδα τον μικρό να χώνεται, μετά το γκολ, στη σταρόχρωμη αγκαλιά της μητέρας του και από τότε δεν χρειαζόταν να με ρωτήσει κανείς ποια εθνική ομάδα υποστηρίζω στα Μουντιάλ…..
……μέχρι τη στιγμή που ταξίδεψα στο Μπουένος Άιρες κι όπως γραφότανε κάθε φορά στο τέλος κάθε επεισοδίου του «Τερματοφύλακα Γιατρού», στο Μπλεκ των παιδικών μας χρόνων, η ιστορία, όπως και το Mundial του 2014, έστω και χωρίς την Ελλάδα, όπως και η ζωή μας, έστω και χωρίς πολλές από τις ορίζουσες που μας χαρακτήριζαν στην προ κρίσης εποχή…..συνεχίζεται….
Ο Χρίστος Χ. Λιάπης είναι Ψυχίατρός – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
chliapis@yahoo.gr
Twitter:@chliapis