Η πένα του απελευθερώνεται από τα στενά τοπικά όρια που την ορίζουν και στηλιτεύει το σημερινό κοινωνικό γίγνεσθαι. Πιστεύει πως η ζωή δεν σταματά λεπτό να μας διδάσκει και ότι χρειάζεσαι πείσμα για να υλοποιήσεις τα όνειρα σου… Πρόκειται για «ένα πηγαίο ταλέντο», για έναν συγγραφέα, που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα επτά βιβλία κι έχει εντρυφήσει στη λογοτεχνία σαν ένα είδος σκληρής προπόνησης, πριν τη μεγάλη στροφή του στον χώρο των εκδόσεων. Η ελληνική λογοτεχνία στο πρόσωπο του Γιάννη Φιλιππίδη καλωσορίζει έναν ακόμη ταλαντούχο άνθρωπο στο δυναμικό της.
Η ΣΥΝΕΝΕΤΥΞΗ
Κύριε Φιλιππίδη, μιλήστε μας ως συγγραφέας για το χθες, το σήμερα και το αύριο των ιστοριών σας.
Η ζωή δεν σταματά ούτε λεπτό να μας διδάσκει, να μας αποδεικνύει ότι η επόμενη στιγμή ευτυχίας θα πέσει πάνω μας στην δική της συμπαντική στιγμή. Κι είναι οι φορές που ίδια εκείνη –η ζωή– υπερβατικά γράφεται σαν ασταμάτητο μυθιστόρημα, για να καταδείξει τις ακριβότερες αξίες και τα δώρα που μας προικίζει.
Τα σημερινά βιβλία τί τα διαφοροποιεί, σε σχέση με το παρελθόν;
Περάσαμε –αλίμονο– σε μια κακή εποχή πεζογραφίας, που χωρίζεται σε δυο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη είναι τα βιβλία που αγαπήσαμε από πραγματικούς συγγραφείς και τίτλους, που αλλάζουν αγκαλιές και κρατιούνται για πάντα στις βιβλιοθήκες μας. τέτοια είναι ακριβώς τα βιβλία που εκδίδουμε στον «Άνεμο», www.anemosekdotiki.gr. Μοιραία ωστόσο, ξεπέσαμε και σε μια μορφή υποτιθέμενης πεζογραφίας –εντός πολλών εισαγωγικών– που ‘ναι μόνο για τα πανηγύρια, στυλ βίπερ της χειρίστης μορφής και «συγγραφείς» που αυτοδηλώνονται ως τέτοιοι. Θα επιμείνουμε στην καλή πλευρά τής ελληνικής πεζογραφίας, στην Ελλάδα που βάλλεται από τόσα πολλά, ΔΕΝ επιτρέπουμε στον εαυτό μας ελλείμματα αντοχής και ψυχραιμίας. Διότι το σκυλάδικο στη δισκογραφία, όσο και το κακό θέατρο, δεν βοήθησαν ούτε τη δισκογραφία, ούτε το ίδιο το θέατρο.
Ζούμε σε μια εποχή που το διαδίκτυο έχει επηρεάσει τις ζωές μας αλλά και τις συμπεριφορές μας. Η δική σας σχέση με το διαδίκτυο αρκείται στα social media ή είναι και μεγαλύτερη γέφυρα επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό;
Η σχέση μου με το διαδίκτυο προκάλεσε πλήθος δημοσιογραφικών επαφών χάριν εκτίμησης αληθινής κι όχι χρήσης τής όποιας ατζέντας, έτσι επεκτεινόμαστε σε δημοσιεύσεις από ιστορικές εφημερίδες σαν την «Πελοπόννησο» ή την «Ελευθερία» της Λάρισας ή άλλες, μέχρι τις πιο επίσημες αθηναϊκές ή ραδιοφωνικές εμφανίσεις τόσο της περιφέρειας όσο και τα αντίστοιχα δημόσια ραδιόφωνα τύπου ΕΡΑ. Ωστόσο, η προσωπική επικοινωνία με τον αναγνώστη, αποτελεί πράξη και σχέση μαγική και οριστική. Κι αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο, δεν θά ‘χαμε τόσους αληθινούς πια φίλους, εντός αλλά κι εκτός Ελλάδας.
Μαζί με τον κύριο Νίκολα Τελλίδη αποφασίσατε να ιδρύσετε την «Άνεμος Εκδοτική». Από αυτό το μετερίζι, θεωρείτε ότι η αγορά έχει τη δυναμική που της αναλογεί;
Τη λύση –μιας τέτοιου τύπου απόλυτα ειλικρινούς συνεργασίας μ’ έναν από τους σημαντικότερους γραφίστες βιβλίων και δίσκων, παλιόφιλο δικό μου– λέω αστειευόμενος συχνά, ότι την έχουμε μπροστά στα μούτρα μας κι αδυνατούμε να τη δούμε. Έτσι συνέβη και με μας: μεταξύ εκδοτικών χαντακίων θα μας έψαχναν τώρα που μιλάμε άπαντες οι φίλοι μας, χάριν της εμπορικού τύπου εκμετάλλευσης τρίτων, εμπορικού-εργολαβικού χαρακτήρα οίκους. Κι όμως διασώσαμε εαυτόν, τρέχοντας για δυο χρόνια σαν τρελοί, αλλά βοηθώντας στην αλλαγή τής εποχής, που άλλοι κι άλλοι δεν έχουν καν ακόμα αντιληφθεί.
Σε γενικές γραμμές η αγορά οδηγεί τον συγγραφέα ή ο συγγραφέας διαμορφώνει τις τάσεις τής αγοράς;
Αν συμβουλευόμασταν την αγορά για να γράψουμε τα επόμενα βιβλία μας θ’ αποτελούσαμε «πόρνες επ’ αμοιβή», όπως έχει ξαναπεί δημόσια, επιφανής φίλος μου. Εμείς οι ίδιοι επανεθίζουμε το κοινό στο πραγματικό βιβλίο πεζογραφίας, που γράφεται και τυπώνεται στην Ελλάδα, επαναπροσδιορίζοντας όρους και αξίες. Η αγορά κατηγοριοποιεί τη δουλειά μας, κατά τα δικά μας μέτρα. Εμείς από μεριάς μας, απολαμβάνουμε δίκαιη προβολή κι εκτίμηση, που δεν χαίρει ούτε απολαμβάνει της αντίστοιχης διαφημιστικής δαπάνης.
Ταυτίζεστε με τους ήρωες κατά το διάστημα της συγγραφής και κατά πόσο βοηθάει το ότι είστε και ηθοποιός; Η λογοτεχνία λειτουργεί ως μέσο έκφρασης του υποσυνείδητου;
Η πεζογραφία αποτελεί το απόλυτο πραγματοποιήσιμο όνειρο κάθε ηθοποιού. Διότι δεν έχει κόστη, πέρα από τα ψυχικά ρίσκα. Έγραφα από παιδί, αλλά η συλλογιστική μισθού κι ενσήμου με οδήγησε σ’ ένα πληκτρολόγιο υπολογιστή, που θύμισε το παιδικό μου «παιχνίδι», τη γραφομηχανή που απέκτησα στα οχτώ μου χρόνια. Η διδασκαλία υποκριτικής και βέβαια βοήθησε απολύτως: μ’ έμαθε να μηδενίζω και να ντύνομαι δέρμα-ρούχο και συναισθήματα του κάθε ήρωα ξεχωριστά.
Τελικά κουβαλάμε εντός τα βιβλία που θα γράψουμε ή εκείνα μας επιλέγουν;
Αυτό θέλω να πιστεύω ότι προκύπτει από μόνο του στην πορεία, βάσει τρεχουσών εποχών, εμπνεύσεων και δικών μας προσλαμβάνουσων.
Εντύπωση προκαλεί στον αναγνώστη η άνεση που έχετε να δημιουργείτε ατμόσφαιρες. Στο βιβλίο «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» κυριαρχούν η μυρωδιά, τα χρώματα, ο χρόνος, ο φόβος, η δύναμη μιας γυναίκας και, φυσικά, ο έρωτας. Μιλήστε μας περισσότερο για την επιλογή αυτού του υλικού.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην κεντρική Μακεδονία. Άνοιξα από περιέργεια το κουτί με τις προ ή μετά-πολεμικές φωτογραφίες κι άρχισα να ρωτάω. Έτσι, ανακάλυψα σ’ ανύποπτο χρόνο, ότι τα πρόσωπα, εκτός από πραγματική κοντινή μου συνύπαρξη, είχαν μέλλον που οριζόταν από το εξελισσόμενο παρελθόν. Ήταν το πρώτο μαγικό σκονάκι για το μέλλον της πεζογραφίας του Γιάννη.
Ας υποθέσουμε πως η Λογοτεχνία, προσωποποιημένη στο έργο σας, αναλάμβανε κάποιον ρόλο ή εκφραζόταν με κάποιο αντικείμενο. Τί ρόλο θα της δίνατε ή με ποιο αντικείμενο θα την χρησιμοποιούσατε;
Θα της έδινα όρκους αιώνιας πίστης κι απόλυτης προσωπικής ερωμένης-συντρόφου, που με γλίτωσε από την απόλυτη πνευματική ανυπαρξία.
Τί πιστεύετε ότι θα μνημονεύουμε μετά από είκοσι χρόνια για την εποχή που ζούμε;
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, αφού δεν βολεύει να διδασκόμαστε από το παρελθόν. Μέχρι να σταθούμε επαρκείς ως Έλληνες πλάι της, θα επαναλαμβάνουμε τα όμοια λάθη, ως τη στιγμή-εποχή, που θα μάθουμε νά ‘μαστε περισσότερο ειλικρινείς.
Συμμερίζεστε την αισιοδοξία κάποιων ότι η κρίση μπορεί να ωθήσει τον κόσμο στα πιο ουσιώδη;
Φοβάμαι-διαπιστώνω ότι το σύνολο σχεδόν των ομοεθνών συνεχίζει να δανείζεται ή να ξοδεύει ποσά για φαγητό-ποτάδικα και λούσα που αφορούν ένδυση κ.λπ. Κάποτε ωστόσο, ένας επαρκής –για μας τουλάχιστον– αριθμός Ελλήνων, θ’ αναγνωρίσει την ίδια την αξία τής ζωής του: τις ακριβές ψυχικές αξίες που αποτελούν την αμεσότερη ψυχοθεραπεία κι αυτό φέρνει μονάχα περισσότερος πολιτισμός κι όχι τα λοιπά. Αυτά ας εξακολουθήσουν να τ’ αποπληρώνουν και να τ’ απολαμβάνουν ως τη στιγμή, που, ο ένας μετά τον άλλον, θ’ αναιρέσουν την ωφέλεια των σωματικών τους αναγκών και μόνον αυτή, ως μέγιστο προσωπικό τους κέρδος…
Γιατί ο Έλληνας αντιμετωπίζει την ανάγνωση ενός βιβλίου ως «καταναγκασμό»;
Διότι εθίστηκε σκοπίμως χρόνια τώρα ν’ αντιλαμβάνεται τον πολιτισμό ως χρήμα, ελληνική τηλεόραση και μπαλαφάρα-θέατρο. Έτσι, ξέχασε –φοβάμαι πολλοί από μας οριστικά– τη μοναξιά και το περιθώριο σκέψης, που αφορά την ανάγνωση ενός βιβλίου.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν υπάρχει κάποιο όνειρό σας που δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί και αφορά τη συγγραφική σας πορεία. Κάποιο νέο είδος μυθιστορήματος ίσως; Κάτι άλλο;
Ονειρεύομαι αφενός ως συγγραφέας να γράψω ένα βιβλίο μυστηρίου – έτσι κι αλλιώς καθένα απ’ τα υπάρχοντα αποτελεί ένα διαφορετικό σχέδιο, αφού τ’ αντιμετωπίζω σαν σκηνοθέτης κι όχι σαν πεζογράφος που αναπαράγει σε μορφή φασόν, παλιότερες επιτυχίες του. Αφετέρου ως Γιάννης-συγγραφέας, επιθυμώ να μην ζω ανασφάλιστος με χορηγούς από την εν Ελλάδι ξενοδόχους φίλους μας ως τον κομμωτή ή τον οδοντίατρό μου. Επιμένω από το ελληνικό δημόσιο ν’ αναγνωρίσει τη δράση μας…
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Γιάννης Φιλιππίδης είναι συγγραφέας και υπεύθυνος εκδόσεων της «Άνεμος Εκδοτική». Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή τού Βασίλη Ρίτσου. Εργάστηκε ως ηθοποιός, ως ερευνητής αγοράς και ως γραφίστας. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά κι επώνυμες ιστοσελίδες. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2006, με το μυθιστόρημα «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου», που κυκλοφόρησε από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ. Το «Ζωή με λες» είναι το τελευταίο βιβλίο του.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 29 Σεπτεμβρίου 2012.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!