Σε αχαρτογράφητα νερά βρίσκεται πλέον η Ισπανία, ύστερα από την απόφαση της κυβέρνησης Ραχόι να πάρει στα χέρια της τη διοίκηση της αυτόνομης περιοχής. Απόφαση πρωτοφανής στα χρονικά της μεταφρανκικής δημοκρατίας, αλλά απολύτως αναμενόμενη ύστερα από το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου υπέρ της ανεξαρτησίας. Η πυράκτωση της ατμόσφαιρας στη Βαρκελώνη το περασμένο Σάββατο, όταν 500.000 πολίτες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Deutsche Welle, κατέβηκαν στους δρόμους οργισμένοι με την απόφαση της Μαδρίτης, προκαλεί εύλογες ανησυχίες για το τι θα συμβεί όταν οι κεντρικές Αρχές περάσουν στο στάδιο της έμπρακτης υλοποίησης.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μαριάνο Ραχόι έκανε τα πάντα για να ασφαλίσει τα νώτα του πριν από τον αποφασιστικό, τελικό γύρο της σύγκρουσης με την αποσχιστική ηγεσία της Βαρκελώνης. Στο εσωτερικό μέτωπο, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα που κυβερνά τη χώρα εξασφάλισε όχι μόνο την έγκριση της Γερουσίας, αλλά και τη στήριξη τόσο των Σοσιαλιστών όσο και των φιλελεύθερων Ciudadanos.
Διεθνής απομόνωση
Στο διεθνές επίπεδο, η καταλανική ηγεσία έμεινε εντελώς απομονωμένη. Ολοι οι ηγέτες χωρών της Ε.Ε. στάθηκαν –ανόρεκτα ή όχι, δεν έχει και τόσο σημασία– στο πλευρό του Ραχόι, καθώς ουδείς θα ήθελε να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, με κίνδυνο να ενεργοποιηθούν εθνοτικά ρήγματα και σε άλλες περιοχές. Αφού έπαιξε για τρεις εβδομάδες το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι απέναντι στον Καταλανό πρόεδρο Κάρλες Πουτζντεμόν, ο Ραχόι εμφάνισε τα μέτρα που εξήγγειλε το περασμένο Σάββατο όχι ως «πυρηνική βόμβα», αλλά ως περιορισμένο «χειρουργικό πλήγμα». Ναι, διώχνει τον Πουτζντεμόν και τους άλλους εκλεγμένους ηγέτες της καταλανικής κυβέρνησης, αλλά δεν τους διώκει δικαστικά. Περιορίζει τις αρμοδιότητες του καταλανικού Κοινοβουλίου, αλλά δεν το καταργεί. Διατηρεί στη θέση τους όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένων των 17.000 μελών της καταλανικής αστυνομίας (Mossos) και του προσωπικού της δημόσιας τηλεόρασης TV3, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιδείξουν νομιμοφροσύνη. Τέλος, υπόσχεται επάνοδο στην ομαλότητα με περιφερειακές εκλογές που θα αναδείξουν νέα τοπική Βουλή και κυβέρνηση, σε βάθος εξαμήνου.
Στόχος η διάσπαση
Μπορεί να εικάσει κανείς ότι αυτή η επίφαση διαλλακτικότητας είχε ως βασικό στόχο να διασπάσει το αποσχιστικό μπλοκ και όχι να καταλήξει σε πολιτικό διάλογο. Γεγονός είναι ότι, υποκύπτοντας στις πιέσεις των επιχειρηματικών ελίτ και των βαρώνων του κόμματός του, PDECat, ο Πουτζντεμόν ανακοίνωσε στην κυβέρνησή του, το πρωί της Πέμπτης, την απόφασή του να προκηρύξει πρόωρες τοπικές εκλογές στις 20 Δεκεμβρίου, βάζοντας στο συρτάρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Ωστόσο, η στροφή του Πουτζντεμόν προκάλεσε σοκ στο στρατόπεδό του. Το αριστερό κόμμα ERC, που μοιράζεται με το PDECat τα υπουργικά χαρτοφυλάκια, προειδοποίησε ότι θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση αν ο Καταλανός πρόεδρος επιμείνει στη θέση για εκλογές. Το αντικαπιταλιστικό κόμμα CUP, που εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στον κυβερνητικό συνασπισμό, σάλπισε ήδη «διμέτωπο αγώνα», κατηγορώντας τον Πουτζντεμόν για «αποστασία», ενώ διαδηλωτές έξω από το προεδρικό μέγαρο της Βαρκελώνης τον αποκαλούσαν για πρώτη φορά «προδότη». Αρκετοί βουλευτές, δήμαρχοι και στελέχη του PDECat απειλούσαν με αποχώρηση, πιέζοντας τον Πουτζντεμόν να αναθεωρήσει εκ νέου τη θέση του και να κηρύξει την ανεξαρτησία.
Νέα πιρουέτα
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο Πουτζντεμόν έκανε, το απόγευμα της Πέμπτης, άλλη μια πιρουέτα, αποσύροντας τη λύση των εκλογών γιατί, όπως ισχυρίστηκε, η Μαδρίτη δεν του έδωσε επαρκείς εγγυήσεις ότι δεν θα εφαρμόσει το άρθρο 155.
Τούτων δοθέντων, η «σύγκρουση των τρένων», που άλλοι φοβούνταν και άλλοι επιδίωκαν, φαίνεται αναπότρεπτη. Οι αδιάλλακτοι οπαδοί της ανεξαρτησίας θα προσπαθήσουν να μεταφέρουν τη σύγκρουση στους δρόμους των καταλανικών πόλεων, με μια εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής. Ενδεχομένως υπολογίζουν ότι, αν η ισπανική αστυνομία (ή και ο στρατός) καταφύγουν σε βίαιη καταστολή, το τίμημα για τη Μαδρίτη θα είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της 1ης Οκτωβρίου και η διεθνής πίεση για πολιτική αντιμετώπιση του προβλήματος ισχυρότερη. Ολα δείχνουν, όμως, ότι θα υποχρεωθούν να δώσουν μια πολύ δύσκολη μάχη, σε ανηφορικό πεδίο.
Το ιταλικό ρήγμα
«Δώσαμε ένα μάθημα δημοκρατίας σε όλη την Ευρώπη». Μ’ αυτά τα λόγια ο ηγέτης της ιταλικής Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι, κόμπαζε, την περασμένη Κυριακή, για το αποτέλεσμα του –μη δεσμευτικού– δημοψηφίσματος στη Λομβαρδία και στο Βένετο. Πεντέμισι εκατομμύρια ψηφοφόροι –γύρω στο 40% του εκλογικού σώματος– προσήλθαν στις κάλπες και άνω του 90% εξ αυτών ψήφισε «ναι» στις προτάσεις για μεγαλύτερη αυτονομία από τη Ρώμη σε θέματα φορολογίας, μετανάστευσης και ασφάλειας.
Βεβαίως, η Λέγκα του Βορρά είναι ακροδεξιά, ενώ στην Καταλωνία οι αριστεροί οπαδοί της ανεξαρτησίας έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, βαραίνει αποφασιστικά η διάθεση των συγκριτικά πιο πλούσιων περιοχών να απαλλαγούν από τα βάρη της φορολογίας για τις πιο φτωχές και να συνδεθούν απευθείας με το ευρωπαϊκό κέντρο.
«Παραμένουμε μέσα στο ιταλικό κράτος με περισσότερη αυτονομία, ενώ η Καταλωνία θέλει να γίνει το 29ο κράτος της Ε.Ε. Εμείς όχι», δήλωσε ο Μαρόνι, για να προσθέσει ευθύς αμέσως: «Οχι προς το παρόν». Και ο νοών νοείτω…
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!