Του ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΑΠΕΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Στο κέντρο της πόλης μου υπάρχει ένα όμορφο πολυγωνικό κτίριο, με κατακόρυφους λευκούς και κίτρινους τοίχους και γυάλινες κωνοειδείς επιφάνειες. Το περιβάλλει μια συστάδα από χαμηλούς θάμνους και δυο ψηλά κυπαρίσσια στέκουν στην αριστερή του πλευρά, ακοίμητοι φρουροί του. Βρίσκεται στην συμβολή των οδών Μαρίνου Αντύπα και Σοφοκλή Βενιζέλου, πάνω σε μια μεγάλη επιχωματωμένη επιφάνεια, που πριν 50 χρόνια πήρε την θέση μια μικρής λίμνης που σχημάτιζε το ρέμα που είχε τις πηγές του στο βουνό. Στεγάζει το Μουσείο Μνήμης της φλογισμένης δεκαετίας ΄40-΄50.
Όσοι έχουν περάσει την βαριά σιδερένια πόρτα του, μιλούν για μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που επικρατεί στο εσωτερικό του. Διαρκής υπόμνηση μιας εποχής που παρήλθε, αλλά δεν ξεχάστηκε, φιλοξενεί στους ευρύχωρους χώρους του, τεκμήρια και μαρτυρίες για ανθρώπους και ιδέες, γεγονότα και καταστάσεις, αντικείμενα και έντυπα, λειτουργώντας ως αποθετήριο συλλογικής μνήμης της μικρή μας πόλη. Το πρωινό φώς, μόλις ξεπροβάλλει από την κορυφογραμμή του βουνού που την φρουρεί από ανατολάς, εισχωρεί από την γυάλινη πυραμοειδή οροφή του κτιρίου και ζεσταίνει κάθε γωνιά του, ζωντανεύοντας μνήμες και μηνύματα. Μια ηλιόλουστη μέρα, στο τέλος του Οκτώβρη, εμφανίστηκε στην πόρτα του αποθετηρίου μνήμης, ένας λεβεντόκορμος γέροντας, κρατώντας δυο μεγάλες πάνινες τσάντες στα χέρια του, σαν αυτές που παίρνουν μαζί τους οι άνθρωποι, όταν ετοιμάζουν τα πράγματα τους για μεγάλο ταξίδι. Μπήκε μέσα περπατώντας αργά και τα βήματα του τον οδήγησαν στην αριστερή πλευρά του ισογείου. Στάθηκε μπροστά σε μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία, που ήταν μέσα σε γυάλινο κάδρο. Κάτι είπε χαμηλόφωνα, αλλά κανείς δεν άκουσε τι. Έμεινε λίγα λεπτά ακίνητος, βουβός, όπως οι πιστοί μπροστά στα εικονίσματα. Η κόρη του είχε σταθεί παράμερα διακριτικά. Όπως εξήγησε αργότερα, ήταν επιθυμία του πατέρα της να συνεισφέρει το δικό του πετραδάκι στο μεγάλο ψηφιδωτό της μνήμης της κρίσιμης δεκαετίας. Όταν ο υπεύθυνος τον ενημέρωσε ότι η δωρεά του γίνεται δεκτή, έλαμψαν τα μάτια του γέροντα και ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο σκαμμένο από τις δοκιμασίες του χρόνου πρόσωπο του. Άνοιξε με προσοχή τις δυο πάνινες τσάντες και μας παρέδωσε την στολή που φορούσε νεαρός αντάρτης στα βουνά, μαζί με φωτογραφίες και προσωπικά έγγραφα.
Είχε κάνει το χρέος του.
Η βαλίτσα της μνήμης που τόσα χρόνια κουβαλούσε μόνος, τώρα ήταν σε σίγουρα χέρια. Με βήματα αργά κατευθύνθηκε στην έξοδο. Πριν διαβεί το κατώφλι, έστρεψε το κεφάλι του πίσω και χαμογέλασε, σε κάποιους που μόνο αυτός έβλεπε με τα μάτια της νιότης του.
Το ημερολόγιο έδειχνε 28η Οκτωβρίου.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!