Πολλοί γονείς προβληματίζονται για το πότε είναι η καταλληλότερη ηλικία, για να ξεκινήσουν τα παιδιά τους την εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας, η οποία τα τελευταία χρόνια είναι συνήθως η Αγγλική.
Η αλήθεια είναι πως μεγάλος αριθμός ερευνών έχει εκπονηθεί σχετικά με το αν υπάρχει ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, μετά από το οποίο δυσχεραίνεται η εκμάθηση της γλώσσας (Critical Period Hypothesis). Αυτό που διαφαίνεται από τα ευρήματά τους είναι πως όχι μόνο η ηλικία αλλά και διάφοροι άλλοι παράγοντες που συνδέονται με αυτήν επηρεάζουν τη μάθηση και διαφοροποιούν τον τρόπο που μαθαίνουν τα παιδιά, από αυτόν που μαθαίνουν οι έφηβοι και οι ενήλικες.
Η πιο διαδεδομένη αντίληψη του «όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα» αποδεικνύεται βάσιμη, καθώς τα παιδιά που ξεκινούν την εκμάθηση της γλώσσας σε μικρή ηλικία τείνουν να υπερτερούν στην προφορά και τη φωνολογία σε σχέση με τα αυτά που ξεκινούν σε μεγαλύτερη ηλικία, και μπορούν κάποια στιγμή ακόμη και να ακούγονται ως φυσικοί ομιλητές της γλώσσας.
Επιπλέον, από βιολογικής πλευράς, η έκθεση στη γλώσσα σε μικρή ηλικία φαίνεται ότι ενεργοποιεί εσωτερικά νεύρο-λειτουργικά συστήματα, τα οποία διευκολύνουν τη μάθηση και αργότερα καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν.
Οι παράγοντες που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα και την ψυχολογία είναι εξίσου καθοριστικοί. Τα μικρά παιδιά προσαρμόζονται ευκολότερα στο περιβάλλον όπου διδάσκεται η γλώσσα, δεν ντρέπονται να κάνουν λάθη και να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, έχουν λιγότερο άγχος και αντιμετωπίζουν τη μάθηση με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Έτσι, μπορούν να αποκτήσουν έμμεσα, μέσα από τραγούδια και ζωγραφική, λέξεις και δομές της ξένης γλώσσας, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι μαθαίνουν.
Τέλος, η «ποσότητα» (input) της γλώσσας, καθώς επίσης και ο χρόνος έκθεσης σε αυτή, είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία στην εκμάθησή της. Τα οφέλη της έγκαιρης έναρξης της εκμάθησης έγκεινται στο γεγονός ότι δίνει περισσότερο χρόνο στο μαθητή και επομένως περισσότερη έκθεση στην ξένη γλώσσα. Δίνεται έτσι η ευκαιρία στο μαθητή να έχει μια διαρκή επαφή με τη γλώσσα και να λαμβάνει μεγαλύτερη «ποσότητά» της, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα να εξασκηθεί σε αυτήν εκτός τάξης. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, ο καθηγητής πρέπει να μετατρέψει την τάξη σε ένα γλωσσικό εργαστήριο, όπου θα παρέχει στους μαθητές όσο το δυνατόν περισσότερη έκθεση στη γλώσσα και όπου η γλώσσα που διδάσκεται πρέπει να ακούγεται και να μιλιέται όσο το δυνατόν περισσότερο, αν όχι κατ’ αποκλειστικότητα.
Συμπερασματικά, εφόσον η ηλικία συνδέεται με διάφορες παραμέτρους που καθορίζουν την επιτυχή έκβαση στην εκμάθησης της γλώσσας, φαίνεται να προκύπτει ότι ακόμη κι αν τα μεγαλύτερα παιδιά μαθαίνουν πιο γρήγορα, είναι τα παιδιά τα οποία ξεκινούν την εκμάθηση σε μικρότερη ηλικία που μακροπρόθεσμα έχουν τα καλύτερα αποτελέσματα.
* Η Πέννυ Καλογήρου-Λαγούδη είναι καθηγήτρια Αγγλικών, ιδιοκτήτρια του φροντιστηρίου Welcome Πατρ. Δημητρίου 11, Καλαμπάκα. Το άρθρο βασίζεται στη μεταπτυχιακή της διατριβή «Ηλικία και Διδασκαλία της Ξένης Γλώσσας».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!