Οι μειωμένες τιμές της βιταμίνης D στους κατοίκους της Καλαμπάκας, εκτός των άλλων παραγόντων όπως η ακτινοβολία του ηλίου, συσχετίζεται και με τις λανθασμένες διατροφικές συνήθειες.
Αυτό ήταν το συμπέρασμα της επιστημονικής έρευνας που παρουσίασε ο Καλαμπακιώτης ιατρός Δρ. Αθανάσιος Νάτσης σε συνεργασία με τον γιό του Μιχαήλ, Διαιτολόγο – Διατροφολόγο, Υπ. Διδάκτωρ Ιατρικής ΑΠΘ, στο 30ό Πανελλήνιο Συνέδριο Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής που έγινε 12-15 Απριλίου στο ξενοδοχείο GRAND HOTEL PALACE στη Θεσσαλονίκη και έλαβε πανελλήνιο βραβείο.
ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ
Ο ρόλος της βιταμίνης D στην υγεία και στην ασθένεια τα τελευταία χρόνια, συνεχώς επεκτείνεται. Οι περισσότερες μελέτες όσον αφορά την επάρκειά της στο γενικό πληθυσμό δείχνουν ότι περίπου το 50% των ενηλίκων παγκοσμίως είναι είτε σε ανεπάρκεια είτε σε έλλειψη. Το γεγονός αυτό έχει σημαντική επίπτωση όχι μόνον στην παθοφυσιολογία των μυοσκελετικών ασθενειών άλλα και σε άλλα νοσήματα, αυτόανοσα, καρκίνος, λοιμώξεις και καρδιαγγειακά νοσήματα. Ο άνθρωπος προσλαμβάνει τη βιταμίνη D μέσω ακτινοβολίας του ηλίου περίπου το 80% και μόνον 20% μέσω της καθημερινής διατροφής. Οι διατροφικές συνήθειες και το σύνολο του τρόπου ζωής επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά, στις τιμές της βιταμίνης D στο αίμα του ανθρώπου. Σκοπός της μελέτης ήταν η εκτίμηση και η αξιολόγηση των επιπέδων της βιταμίνης D στο αίμα καθώς και η διερεύνηση πιθανής συσχέτισης των διατροφικών συνηθειών των κάτοικων της Καλαμπάκας με τα επίπεδα βιταμίνης D.
Η μέση τιμή της βιταμίνης D στο αίμα ήταν 16,10±3,21 ng/mL, σε 395 άτομα (35,71%) βρέθηκε έλλειψη βιταμίνης D (<11 ng/mL) με μέση τιμή 8,89±2,35 ng/mL, σε 642 άτομα (58,04%) βρέθηκε ανεπάρκεια (11-29 ng/mL) με μέση τιμή 18,77±3,42 και σε 69 άτομα (6,25%) βρέθηκε επάρκεια βιταμίνης D με μέση τιμή 32,44±1,13 ng/mL.
Στην ηλικιακή ομάδα <14 ετών τα επίπεδα της βιταμίνης D ήταν 21,91±2,34 ng/mL, στην ομάδα 15-24 ετών ήταν 15,81±3,25 ng/mL, στην ομάδα 25-34 ήταν 11,05±2,01 ng/mL, στην ομάδα 35-44 ήταν 17,77±1,82 ng/mL, στην ομάδα 45-54 ήταν 16,63±1,76 ng/mL, στην ομάδα 55-64 ήταν 12,63±1,92 ng/mL και στην ομάδα >65 ήταν 15,93±2,03 ng/mL. Οι μικρότερες τιμές βρεθήκαν στις ηλικίες 25-34 με διαφορά στατιστικά σημαντική (Ρ<0,0001) και 55-64 με διαφορά στατιστικά σημαντική (Ρ<0,001), ενώ οι μεγαλύτερες τιμές στις ηλικίες <14 ετών με διαφορά στατιστικά σημαντική (Ρ<0,0001) (Πίνακας 2 και Εικόνα 2). Η διαφορά των τιμών της βιταμίνης D μεταξύ των ηλικιακών ομάδων 35-44, 45-54 και >65 ετών είναι μικρή και στατιστικά μη σημαντική (Ρ = NS).
Οι τιμές της βιταμίνης D παρουσιάζουν μια μικρή απόκλιση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στο δείγμα συμπεριλήφθησαν 491 άνδρες (44,40%) με τα επίπεδα της βιταμίνης D να είναι 16,26±2,32 ng/mL, ενώ οι γυναίκες ήταν 615 (55,60%) και τα επίπεδα βρεθήκαν με μέση τιμή 15,94±1,85 ng/mL. Η σύγκριση των τιμών είναι στατιστικά μη σημαντική (Ρ = NS) με μια μικρή υπεροχή στους άνδρες .
Το δείγμα των εξεταζόμενων κατοίκων του Δήμου Καλαμπάκας συμφώνα με τον τόπο κατοικίας τους προέρχεται από τρία γεωγραφικά διαμερίσματα. 463 άτομα του δείγματος κατοικούν στην πόλη της Καλαμπάκας και αποτελούν το 41,86% του συνόλου του δείγματος, κάτοικοι της ορεινής Καλαμπάκας ήταν 339 άτομα (30,65%) και οι κάτοικοι της πεδινής Καλαμπάκας ήταν 304 (27,49%). Οι τιμές των επίπεδων της βιταμίνης D στα τρία διαμερίσματα είναι πολύ κοντά με μια μικρή διαφοροποίηση στους κατοίκους της πόλης της Καλαμπάκας που τα επίπεδα είναι λίγο υψηλοτέρα. Στους κατοίκους της πόλης της Καλαμπάκας τα επίπεδα της βιτ D ήταν 16,48±1,96 ng/mL στην ορεινή περιοχή 15,87±2,41 ng/mL και στην πεδινή περιοχή 15,96±2,15 ng/mL . Η διαφορά των τιμών είναι στατιστικά μη σημαντική (Ρ = NS), με μια μικρή υπεροχή των επιπέδων της βιταμίνης D στους κατοίκους της πόλης της Καλαμπάκας.
Η καταγραφή της συχνότητας κατανάλωσης των τροφίμων έγινε μέσω προσωπικών συνεντεύξεων και η εκτίμηση των διατροφικών συνηθειών στηρίχτηκε σε ερωτηματολόγιο επιβεβαιωμένης αξιοπιστίας εβδομαδιαίας καταγραφής των κυριοτέρων τροφίμων βάση του οποίου υπολογίστηκε ο δείκτης MedDietScore, διατροφικός δείκτης εκτίμησης υιοθέτησης του Μεσογειακού Προτύπου Διατροφής. Οι τιμές του Διατροφικού Δείκτη (ΔΔ) <24 δείχνουν ότι υπάρχει απόκλιση από τη Μεσογειακή Διατροφή, οι τιμές 24 – 27 δείχνουν ότι υιοθετείται σε μέτριο βαθμό και τιμές >27 ακολουθείται πιστά η ΜΔ12,13,14.
Από τους 1037 κατοίκους (93,75%) με έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D το 74,85% βρέθηκε να αποκλίνει από τη ΜΔ (MDscore <24), το 19,20% να την υιοθετεί σε μέτριο βαθμό (MDscore 24-27) και μόλις το 5,95% να την ακολουθεί πιστά (MDscore >27).
Ενώ στα 69 άτομα (6,25%) που βρέθηκε επάρκεια βιταμίνης D, το 56,93% βρέθηκε να αποκλίνει από το μεσογειακό πρότυπο, το 33,35% να το υιοθετεί σε μέτριο βαθμό και μόλις το 9,72% να το ακολουθεί πιστά.
Η διαφορά στις διατροφικές συνήθειες μεταξύ των ατόμων που είχαν επάρκεια βιταμίνης D και των ατόμων που εμφάνισαν έλλειψη ή ανεπάρκεια ήταν στατιστικά σημαντική με Ρ<0,0001.
Στους κατοίκους με έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D διαπιστώθηκε αυξημένη πρόσληψη κόκκινο κρέατος(Ρ<0,0001), οινοπνεύματος και αυγών (Ρ<0,001), μειωμένη κατανάλωση πουλερικών, ψαριών, οσπρίων, γαλακτοκομικών, λαχανικών, πατατών και φρούτων (Ρ<0,001) και στα επίπεδα των συστάσεων δημητριακά, ξηροί καρποί γλυκά και ελαιόλαδο (Ρ=NS).
Στους κατοίκους με επάρκεια βιταμίνης D διαπιστώθηκε αυξημένη πρόσληψη ψαριών, οσπρίων, γαλακτοκομικών, λαχανικών, πατατών και φρούτων (Ρ<0,001), μειωμένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος (Ρ<0,0001), οινοπνεύματος και αυγών (Ρ<0,001) και στα επίπεδα των συστάσεων δημητριακά, ξηροί καρποί γλυκά και ελαιόλαδο (P<0,001).
Το 1922 με πειραματική απόδειξη επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη μιας βιταμίνης η οποία προάγει την αποθήκευση ασβεστίου στα οστά θεραπεύοντας τη ραχίτιδα (1).
Είναι η τέταρτη στη σειρά ανακάλυψη βιταμίνης και γι αυτό ονομάστηκε βιταμίνη D. Από τότε μέχρι σήμερα η έρευνα πάνω στο κρίσιμο ρολό της βιταμίνης D στην υγεία και στην ασθένεια συνεχώς επεκτείνεται. Τα τελευταία χρόνια ο ρόλος της βιταμίνης D στη διατήρηση της υγείας αποκτά μεγαλύτερη σημασία καθώς τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν σημαντική επίδραση όχι μόνο στην παθοφυσιολογία των μυοσκελετικών ασθενειών αλλά και σε ποικίλα άλλα νοσήματα όπως ΣΔ, αυτόανοσα, καρκίνος, λοιμώξεις και καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι περισσότερες μελέτες όσον αφορά την επάρκειά της στο γενικό πληθυσμό δείχνουν ότι περίπου το 50% των ενηλίκων παγκοσμίως βρίσκεται σε ανεπάρκεια ή έλλειψη. Το γεγονός ότι ο οργανισμός συνθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό της βιταμίνης D μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας ενώ από τα τρόφιμα προέρχεται περίπου το 20% μπορεί να ακούγεται καθησυχαστικό για τη χώρα μας ωστόσο η πραγματικότητα διαφέρει.
Η βιταμίνη D είναι μια στεροειδή προ-ορμόνη σε δυο μορφές, την D3 (χοληκαλσιφερόλη) και την D2 (εργοκαλσιφερόλη). Τα φυτά παράγουν τη μορφή D2 ενώ ο άνθρωπος και τα ζώα παράγουν τη μορφή D3 . Η σύνθεση της βιταμίνης D3 ξεκινά στο εντερικό επιθήλιο με οξείδωση της χοληστερόλης σε 7-αφυδροχοληστερόλη, μεταφέρεται στις μεμβράνες των ινοβλαστών και των κερατινοκυττάρων της επιδερμίδας, φωτολύεται από την UVB ακτινοβολία του ηλίου σε προβιταμίνη D3, η οποία ισομερίζεται με τη θερμοκρασία σε βιταμίνη D3. Η ενδογενής αυτή σύνθεση όπως είναι επίσημα αποδεκτό σε πολλές έρευνες αντιστοιχεί περίπου στο 80% των αναγκών του οργανισμού σε βιταμίνης D. Ο άνθρωπος προσλαμβάνει επίσης τη βιταμίνη D σε ποσοστό περίπου 20% μέσω της τροφής είτε ως D2 είτε ως D3 μορφή, οι οποίες μεταβολίζονται και λειτουργούν κατά τον ίδιο τρόπο .
Η 25-υδροξυβιταμίνη D είναι ο κύριος μεταβολίτης της βιταμίνης D που υπάρχει στην κυκλοφορία του αίματος και ο χρόνος ημίσειας ζωής της είναι 2-4 εβδομάδες. Η μέτρηση της συγκέντρωσης της ολικής 25(OH)D (25(OH)D2 + 25(OH)D3) στον ορό είναι αντιπροσωπευτικός δείκτης της επάρκειας η μη της βιταμίνης D. Επίπεδα της βιταμίνης 25(OH)D στον ορό <10 ng/mL είναι ενδεικτικά της έλλειψης της βιταμίνης D. Ως προς την επάρκεια υπάρχει διαφωνία, η NAM (National Academy of Medicine-US) θεωρεί επάρκεια επίπεδα της βιταμίνης 25(OH)D >20 ng/mL, ενώ οι κατευθυντήριες οδηγίες της US-Ενδοκρινολογικής Εταιρείας καθώς και του IOF (International Osteoporosis Foundation) προτείνουν ως επάρκεια της βιταμίνης 25(OH)D >30 ng/mL. Επίπεδα της βιταμίνης 25(OH)D >150 ng/mL θεωρούνται τοξικά .
Μετανάλυση 5 μελετών (7,8,9) έδειξε ότι Έλληνες, Ισπανοί και Ιταλοί είχαν πολύ χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D συγκριτικά με Νορβηγούς, Δανούς, Ελβετούς και Γάλλους που πήραν μέρος στην ίδια έρευνα. Οι Νορβηγοί και οι Δανοί είχαν περίπου 18 ng/mL, οι Γάλλοι και οι Ελβετοί 12 ng/mL και οι μεσογειακοί λαοί κάτω από 8 ng/mL. Το 2001 έγινε μια ακόμα ολλανδική έρευνα σε 7.500 γυναίκες από 50 έως 75 ετών (μετά την εμμηνόπαυση και με οστεοπόρωση), η οποία έδειξε ότι στη νότια Ευρώπη το 8% των γυναικών σε αυτή την ηλικία είχαν σοβαρή ανεπάρκεια βιταμίνης D (κάτω από 10 ng/mL), ενώ στη νοτιοανατολική Ασία, περιοχή με ανάλογη ηλιοφάνεια, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν περίπου στο 2%. Το 2005 έγινε μια αμερικανική έρευνα σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και με οστεοπόρωση, που έπαιρναν μάλιστα και συμπληρώματα βιταμίνης D, και παρ’ όλα αυτά το 81% από αυτές στη Μέση Ανατολή όπου υπάρχει μεγάλη ηλιοφάνεια είχαν ανεπάρκεια βιταμίνης D, ενώ στην κεντρική Ευρώπη και στην Αμερική το ποσοστό των γυναικών με ανάλογη ανεπάρκεια ήταν 50%. Πολλοί ερευνητές συνδέουν τη μειωμένη σύνθεση της βιταμίνη D στον οργανισμό του άνθρωπου μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας με διάφορα πιθανά αίτια.
Ερευνητές υποστηρίζουν οι ότι Μεσογειακοί λαοί έχουν πιο σκούρο δέρμα από τους λαούς της βόρειας Ευρώπης, οπότε η σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα από τον ήλιο δυσχεραίνεται λόγω της αυξημένης μελανίνης. Γενικά, αν και έχουμε ηλιοφάνεια τους περισσότερους μήνες το χρόνο, το περισσότερο διάστημα τα σημεία του σώματος όπου συντίθεται η βιταμίνη D είναι καλυμμένα με ρούχα. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια υπάρχουν συστάσεις να αποφεύγεται η έκθεση στον ήλιο εξαιτίας του κινδύνου καρκίνου του δέρματος. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατη ελληνική μελέτη σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, το 28,6% των γυναικών αυτών εκτίθενται στον ήλιο λιγότερο από 20 λεπτά την ημέρα και αυτές οι γυναίκες έχουν στατιστικά μεγαλύτερο κίνδυνο για οστεοπορωτικό κάταγμα. Επιπρόσθετα η εκτεταμένη χρήση αντηλιακών υψηλού δείκτη προστασίας αναστέλλει τη σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα. Ένας άλλος παράγοντας είναι η αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση στα μεγάλα αστικά κέντρα η οποία εμποδίζει την ηλιακή ακτινοβολία να φτάσει τελικά στο δέρμα μας. Οι άνθρωποι μετά τα 70 τους χρόνια παρουσιάζουν μείωση της ικανότητας παραγωγής της βιταμίνης D στο δέρμα κατά 30%. Πιθανώς να υπάρχει γενετική προδιάθεση σε ορισμένους ανθρώπους που επηρεάζει την ικανότητα σύνθεσης βιταμίνης D. Επίσης οι διατροφικές συνήθειες σχετίζονται με τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό του ανθρώπου.
Καθημερινά χρειαζόμαστε 400 μονάδες βιταμίνης D. Έχει αποδειχτεί ότι περίπου το 80% της βιταμίνης D που χρειαζόμαστε καλύπτεται με ενδογενή σύνθεση μέσω του ηλίου. Έχει μάλιστα υπολογιστεί ότι 20 λεπτά καθημερινής έκθεσης στον ήλιο (των άνω άκρων και του προσώπου) είναι αρκετά για να πάρουμε την ποσότητα που χρειαζόμαστε. Το υπόλοιπο 20% της βιταμίνης D που χρειαζόμαστε το παίρνουμε από τις τροφές (γαλακτοκομικά, αυγά και λιπαρά ψάρια). Επομένως, η σημαντικότερη πηγή βιταμίνης D είναι ο ήλιος και η διατροφή λειτουργεί επικουρικά. Θα μπορούσαμε όμως μέσω της διατροφής να καλύψουμε τις ανάγκες μας σε βιταμίνη D; Οι ποσότητές βιταμίνης D που βρίσκονται στα διάφορα τρόφιμα είναι μάλλον περιορισμένες. Έτσι, αν δεν μας έβλεπε καθόλου ο ήλιος για να πάρουμε τη δόση βιταμίνης D που χρειαζόμαστε καθημερινά, θα έπρεπε να φάμε 20 αυγά ή 7,5 λίτρα γάλα ή 2 πιάτα σαρδέλες. Αφού λοιπόν η βιταμίνη D συντίθεται με τη βοήθεια του ήλιου, τότε θα περίμενε κανείς οι κάτοικοι μιας ηλιόλουστης χώρας όπως η Ελλάδα να καλύπτουν εύκολα τις ανάγκες σε βιταμίνη D. Παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα δεν είναι έτσι και σύμφωνα με τα δεδομένα οι μεσογειακοί λαοί φαίνεται παραδόξως να παρουσιάζουν ανεπάρκεια βιταμίνης D.
Κύριες διατροφικές πηγές της βιταμίνης D είναι τα ψάρια, εξαιρετικά ο σολομός, η σαρδέλα, ο τόνος και το σκουμπρί, τα αυγά, τα γαλακτοκομικά, το βοδινό συκώτι κτλ. Τροφές που αποτελούν βασικά συστατικά της μεσογειακής διατροφής. Συνεπώς, τα άτομα που ακολουθούν το μεσογειακό πρότυπο και έχουν επάρκεια ηλιοφάνειας, θα έπρεπε να υπερκαλύπτουν τις ανάγκες σε βιταμίνη D, 25(OH)D >30 ng/mL. Τα επίπεδα της βιταμίνης D στους κατοίκους του Δήμου Καλαμπάκας είναι πολύ χαμηλότερα, με μέση τιμή 25(OH)D =16,10±3,21 ng/mL, για το λόγο αυτό διερευνήσαμε τη συσχέτιση της βιταμίνης D με τον βαθμό υιοθέτησης της μεσογειακής διατροφής.
Στο δείγμα αυτής της μελέτης παρατηρήθηκε ότι από τα άτομα που βρεθήκαν με έλλειψη ή ανεπάρκεια βιταμίνης D, το 74,15% αποκλίνει από τη Μεσογειακό Πρότυπο Διατροφής (διατροφικό σκορ <24), το 19,92% να το υιοθετεί σε μέτριο βαθμό (διατροφικό σκορ 24-27) και μόλις το 5,93% να το ακολουθεί πιστά (διατροφικό σκορ >27). Οι μέσες τιμές του ΔΔ ξεκινούν από 28,07±3,61 στις ηλικίες <14 και μειώνονται με την πάροδο της ηλικίας φτάνοντας το 18,07±3,13 στις ηλικίες άνω των 65 ετών.
Η υιοθέτηση της Μεσογειακής Διατροφής μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης ανεπάρκειας ή έλλειψης της βιταμίνης D και η αύξηση της πρόσληψης λιπαρών ψαριών (ω-3 λιπαρά οξέα), η οποία είναι σημαντικά μειωμένη στην περιοχή είναι απαραίτητη. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, η καθημερινή έκθεση στον ήλιο και αύξηση της διαιτητικής πρόσληψης αποτελούν βασικούς παράγοντες παρέμβασης στην αντιμετώπιση της έλλειψης και της ανεπαρκείας βιταμίνης D.
Συμπεράσματα
Η μέση τιμή της βιταμίνης D βρέθηκε στο 16,10±3,21 ng/mL. Το 35,71% του δείγματος βρέθηκε με έλλειψη βιταμίνης D, το 58,04% βρέθηκε με ανεπάρκεια και μόνο το 6,25% βρέθηκε με επάρκεια βιταμίνης D. Δεν βρέθηκε διαφορά στο φύλο και στον τόπο διαμονής παρά μόνο στην ηλικία, με υψηλότερες τιμές στην ηλικία <14 ετών (Ρ<0,0001).
Η εμφάνιση χαμηλών τιμών βιταμίνης D στο πληθυσμιακό δείγμα της μελέτης πιθανώς να οφείλεται σε μειωμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, στις λανθασμένες διατροφικές συνήθειες που αποκλίνουν σημαντικά από τη μεσογειακή διατροφή (Ρ<0,001), οι οποίες μελλοντικά θα επεκταθούν αυξάνοντας τις γνωστές επιπτώσεις στην υγεία.
Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, η καθημερινή έκθεση στον ήλιο και αύξηση της διαιτητικής πρόσληψης αποτελούν βασικούς παράγοντες παρέμβασης στην αντιμετώπιση της έλλειψης και της ανεπαρκείας βιταμίνης D.
Προς την κατεύθυνση αυτή θα βοηθούσε σημαντικά η διαμόρφωση εθνικών διατροφικών κατευθυντήριων οδηγιών και η θεσμοθέτηση προγραμμάτων διατροφικής αγωγής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αλλά και στο γενικό πληθυσμό.
Στην παρέμβαση αυτή ο ρόλος της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ιδιαίτερα της γενικής ιατρικής είναι εξαιρετικά σημαντικός τόσο στον τομέα της πρόληψης όσο και στην θεραπεία της έλλειψης βιταμίνης D.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!