Έφυγε χθες από τη ζωή, σε ηλικία 86 ετών, ο σπουδαίος ερμηνευτής, στιχουργός και συνθέτης Σπύρος Ζαγοραίος. Η κηδεία του θα γίνει το απόγευμα της Τετάρτης από το Γ’ Νεκροταφείο.
Ο Σπύρος Ζαχοραίος γεννήθηκε στον Άγιο Αρτέμιο (Γούβα) του Παγκρατίου στις 23 Ιουνίου 1928. Σε ηλικία 13 ετών έχασε σε ατύχημα το ένα του χέρι, όταν έσκασε μια χειροβομβίδα στα χέρια του.
Παρόλα αυτά, εκείνος δεν το έβαλε κάτω και μπήκε δυναμικά στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, όπου ξεχώρισε με τη φωνή του. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1952 από την Αθήνα και μετά τη Θεσσαλονίκη.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισε να τον συνοδεύει στο τραγούδι η σύζυγος του Ζωή, δημιουργώντας ένα από τα πιο λαοφιλή ντουέτα του λαϊκού τραγουδιού. Πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και σε χώρες του εξωτερικού που ζουν Έλληνες.
Έως και τα τελευταία σχεδόν χρόνια της ζωής του συνέχιζε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στο Αιγάλεω Αττικής όπου διέμενε και είχε δημιουργήσει το λαϊκό κέντρο «Εντελαμαγκέν».
«Ξεκίνησα από πολύ χαμηλά. Ήμουνα από φτωχή οικογένεια. Είχα έναν πατέρα που είχε μια καλή δουλειά στο αγγλικό ναυτικό, αλλά ήτανε όμως αλανιάρης. Του άρεσε πολύ το θηλυκό το γένος. Και έτσι την βγάζαμε στα ξένα και στην ταβέρνα… Το 1940, στον πόλεμο, μας ξεσήκωσε να μας πάρει να μας πάει στην Αγία Παρασκευή. Γιατί ήτανε και θεριακλής κυνηγός, μανιώδης», είχε πει σε συνέντευξή του στα «Νέα».
Ο ίδιος υποστήριζε πως άνθρωπος χωρίς ιδιοτροπίες δεν υπάρχει. «Ό,τι και να είναι, όσοι κανόνες και να υπάρχουνε, χωρίς ιδιοτροπίες δεν γίνεται. Με τη μόνη διαφορά να είναι καλές αυτές οι ιδιοτροπίες, να μην είναι κακές. Να μην υπάρχει μέσα τους το μίσος και η κακία, η ζήλια, ο φθόνος. Να είσαι κι εσύ ευθύς και εντάξει», είχε πει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως η ευθύτητα ήταν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητά του.
Το ατύχημα με την χειροβομβίδα που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το ένα του χέρι, ο ίδιος είχε πει πως δεν θα το ξεχνούσε ποτέ. Περιγράφοντας εκείνη τη μέρα είχε δηλώσει: «Δεκατριών χρόνων ήμουνα δεν ήμουνα εγώ τότε. Κι ήτανε μια κυρία εκεί στην εκκλησία, που ‘χε κοινοποιήσει πως παρέδιδε μαθήματα Δημοτικού. Εγώ είχα μεγάλη μανία με τα γράμματα, μεγάλη μανία. Κι έτρεξα από τους πρώτους στην εκκλησία. Γράφτηκα, λοιπόν, πρώτος και καλύτερος και παρακολουθούσα τα μαθήματα της Έκτης, της Πέμπτης, τι ήτανε. Όλοι μαζί ήμασταν. Σ’ άλλον έλεγε για την Τετάρτη, σ’ άλλον για την Πρώτη, μονοτάξιο ήτανε, και καλοσύνη της. Όπου, ένα πρωί παίρνω την τσάντα μου να πάω για χόρτα. Κι όπου πήγαινα, βρίσκω ένα πράγμα στρογγυλό, μ’ ένα καρφάκι, έτσι, απάνω. Κι η σκέψη μου έτρεξε στο μελανοδοχείο. Γιατί μελανοδοχείο δεν είχα. Το ‘βαλα στην τσάντα, το πήρα στο σπίτι. Και του δίνω μια με το σκεπάρνι σ’ εκείνο το κεφαλάκι. Κι έσκασε. Και μου ‘φαγε τα χέρια».
Δεν είχε σκεφτεί λεπτό ότι μπορεί να ήταν χειροβομβίδα. «Ποιος ξέρει πώς είχανε βρεθεί αυτά τα πράγματα εκεί… Ήτανε για την τύχη τη δικιά μου. Εγώ την βρήκα μπροστά μου, δεν την βρήκε άλλος. Τα δικά μου τα χέρια έπρεπε να κοπούνε», είχε πει στην ίδια συνέντευξη, προσθέτοντας πως αυτή η ημέρα δεν θα φύγει ποτέ από μέσα του: «Ποτέ. Κι ούτε και θα φύγει ποτέ. Ουδέποτε. Ακόμα κι όταν ήρθε, ύστερα από χρόνια, ο καιρός να συνταξιοδοτηθώ, απ’ όλα που μου ‘χανε βάλει μπροστά τα είδη, εγώ κατ’ ευθείαν πήγα στη δικιά μου τη χειροβομβίδα. Γιατί λέγανε και πως το ‘χα μόνος μου κάνει. Και φέραμε και μάρτυρα από το εξωτερικό, να το πιστοποιήσει. Πού να ξέρω εγώ, λόγω του νεαρού της ηλικίας, τι είχα πάρει στα χέρια μου; Μόνος μου το ‘κανα, αλλά χωρίς να ξέρω. Χωρίς ιδέα. Η μοίρα έκανε λάθος, που μου πήρε το χέρι. Γιατί αν είχα το χέρι μου, θα ήμουνα ένας πολύ δυνατός μουσικός. Την αγαπάω πάρα πολύ τη μουσική. Όλο μου το σόι ήτανε μουσικοί, κιθαρωδοί. Όχι επαγγελματίες σαν κι εμένα, βέβαια, ερασιτέχνες. Ο πατέρας μου ήτανε απ’ τους πρώτους. Κι ωραίος τραγουδιστής. Και λέγαμε τις καντάδες. Με καντάδες, άλλωστε, ξεκίνησα κι εγώ. Από την Πλάκα».
«Ένιωσα στο πετσί μου το ρατσισμό από συναδέλφους μου λόγω του κομμένου χεριού μου. Πολλοί έλεγαν “τον κουλό θα πάρουμε;”. Εγώ απτόητος έκανα τη δουλειά μου σαν να μην τους άκουγα. Η καρδιά μου όμως πονούσε!», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στη «News». Οπως είχε πει σε πρόσφατες συνεντεύξεις του, η πίστα του έλειπε πολύ. Λόγω προβλημάτων υγείας τα τελευταία χρόνια απείχε από το τραγούδι. Ο Σπύρος Ζαγοραίος έπασχε από Πάρκινσον.
«Είμαι άρρωστος, έχω αυτή την αρρώστια και με ταλαιπωρεί πάρα πολύ. Τι να κάνω όμως; Έτσι είναι η ζωή», είχε πει σε συνέντευξή του. Δυσκολευόταν να περπατήσει και περνούσε τον περισσότερο καιρό σπίτι του με τη γυναίκα του, Ζωή, τη μόνη γυναίκα που αγάπησε -όπως είχε πει.
Το ζευγάρι ζούσε με μια σύνταξη και τα έφερνε δύσκολα βόλτα, όμως είχαν μάθει να αντέχουν στα δύσκολα, όπως τότε που έχασαν τον γιο τους, που τον απέκτησαν το 1949 μέσα στον Εμφύλιο.
«Πάει και το παιδάκι μου. Έφυγε κι αυτός από καρκίνο. Σε ηλικία 49 ετών. Τώρα απέκτησα το δισέγγονο και μου δίνει ζωή αυτό», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, προσθέτοντας πως «μετά από αυτό κατέπεσα. Πόνος, θλίψη και τίποτε άλλο. Αλλά τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή».
Πώς, όμως, θα ήθελε να φύγει από τη ζωή; Ο Σπύρος Ζαχοραίος το είχε αποκαλύψει και αυτό. «Όχι. Εγώ το θάνατο δεν τον θέλω έτσι στην πίστα. Θέλω να μου δώσει μια “νταν”, και να φύγω χωρίς να το καταλάβω καθόλου», ήταν τα λόγια του.
protothema.gr
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!