Η περασμένη Κυριακή (2/11ου) ήταν μια μέρα απ΄ αυτές που στα πάλαι ποτέ μαθητικά χρόνια, λίγο πριν την πρωινή προσευχή, αξιώναμε , φωνάζοντας ρυθμικά «εκδρομή».
Νωρίς, ξεκινήσαμε από Τρίκαλα με πορεία προς την Άρτα και είναι γνωστό πως αυτός ο δρόμος περνάει πάνω από μια ανοικτή πληγή που ακούει στο όνομα Φράγμα Μεσοχώρας, το οποίο κατέληξε ένα οικολογικό έμ(φραγμα) από όποια πλευρά και αν το δει κανείς. Μια ακόμα αιμορραγούσα πληγή στις τόσες της κοινωνίας μας.
Τη Θεσσαλία χωρίζει από την Ήπειρο ο αφρισμένος και μανιασμένος «Γκούρας» που βρίσκεται στην εμπασιά του χωριού Θεοδώριανα, την αφετηρία της δράσης μας Αυτό το χωριό του ταίριαζε περισσότερο ένα όνομα που να περιλαμβάνει το πλεονάζων φυσικό στοιχειό που είναι το νερό. Άφθονο νερό κυλάει απ΄ όλες τις πλευρές του, λες και θέλουν να στραγγίσουν πάνω του όλα τα Τζουμέρκα. Είναι τόση η ποσότητα του νερού που είναι ικανή και υδρεύει άλλα είκοσι χωριά όπως παινεύονται και οι ντόπιοι. Εξάλλου το λέει και το τραγούδι: «Ψηλά στην Κωστηλάτα, στα κρύα τα νερά , χορεύουν τα κορίτσια με τ’ ασπροζώναρα».
Πάνω από το χωριό στο δρόμο που πάει για Βουλγαρέλι και στο κλειστό «Περίπτερο» που μοιάζει με Καταφύγιο αφήνουμε τα αυτοκίνητα για να προσεγγίσουμε την νότια πλευρά της μεγάλης οροσειράς. Αλλάζουμε με μεγάλη συχνότητα τον βηματισμό στην πρώτη ανηφόρα, δρασκελώντας ξερολιθιές, για να κερδίσουμε τον χρόνο που χάσαμε εποχούμενοι μέχρι εδώ, τρεις ολόκληρες ώρες ήταν πολλέ .
Περνάμε την κακοτράχαλη και απότομη πλευρά του βουνού χρησιμοποιώντας και τα χέρια μας, αναρριχώμενοι στα βράχια, για να οδηγηθούμε σε μια μακριά ράχη από όπου δεξιά μας βλέπουμε τα Θεοδώριανα και αριστερά τους μεταλλικούς πύργους δυο τεράστιων κεραιών κινητής τηλεφωνίας που «κοιτάνε» προς την Άρτα. Εδώ στα 1.900 μέτρ . Δίπλα από το υψομετρικό της κορυφής, λίγα μέτρα από το τάμα ενός πιστού, έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό που είναι μπηγμένος ανάμεσα στα βράχια, είναι εγκατεστημένοι και οι αναμεταδότες της προσωπικής επικοινωνίας μας, για να μας θυμίζουν το «ουδέν καλόν αμιγές κακού» εφόσον για χάρη της πανταχόθεν τηλεπικοινωνίας μας, απαξιώνεται, όχι μόνο το φυσικό περιβάλλον αλλά και κάθε έννοια αισθητικής .
Από αυτό το σημείο, όπου σταλιάσαμε για λίγο, αντικρίζουμε τον στόχο μας. Είναι απέναντι και από εδώ μοιάζει με καμπούρα Καμήλα . Όμως, πρέπει πρώτα να κατεβούμε στα ποιμνιοστάσια που αυτό τον καιρό είναι έρημα, καθότι άνθρωποι και ζώα έφυγαν για τα χειμαδιά από τον Άγιο-Δημήτρη. Δεν υπήρξε δίλημμα στην ομάδα, παρότι είχαμε ήδη μεσημεριάσει και αρκετοί μασούλαγαν το προσφάι τους. Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Πάμε για ψηλότερα.
Σε λίγη ώρα, το μπόι του καθενός μας σκίαζε τους πέτρινους τοίχους των στάβλων και μετά από λίγη ώρα πορείας σε χωματόδρομο, αφήναμε το ίχνος της πατούσας στην χιονισμένη πλευρά του βουνού. Βρισκόμαστε σε ύψος 2.000 μέτρων. Χιόνι παγωμένο, σκληρό σαν πέτρα. Με προσοχή προσεγγίζουμε την ράχη/προκορφή ενώ «πέφτουμε» από την άλλη μεριά του βουνού όπου αφενός πατάμε και πάλι σε χορτάρι γιατί ο ήλιος είχε «φάει» το χιόνι και αφετέρου μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε, κάτω από τα πόδια μας, το Αθαμάνιο και το Βουλγαρέλι .
Δεν ήταν μακριά μας πλέον η κορυφή. Ήδη την πατούσαν οι πρώτοι. Βρισκόμαστε στα 2.088 μέτρα της «Τσούμας Κατή» και αντικρίζουμε απέναντι την ψηλότερη κορυφή των Τζουμέρκων, το «Καταφίδι» (2.393 μέτρα). Μπροστά μας, γυαλίζει ο φιδωτός Άραχθος και η τεχνητή λίμνη Πουρναρίου και στο βάθος ο Αμβρακικός. Πίσω το Βελούχι και στο βάθος ο ένας και μοναδικός Όλυμπος, κατάλευκος στο χιόνι .
Η επιστροφή μας έγινε από τα βοσκοτόπια της τραγουδημένης «Κωστηλάτας» για την απόκτηση της οποίας έχυσαν μέχρι και το αίμα τους οι ντόπιοι, ως συνέχεια του ένοπλου αγώνα του κλεφταρματολού Κατσαντώνη που η δημώδης μούσα τον θρηνεί: «Τζουμέρκα μου περήφανα, βουνά μου ξακουσμένα / Σαν τι κακό να πάθατε, τι τάχα να θρηνείτε; / Τον Κατσαντώνη πιάσανε, στα Γιάννενα τον πήγαν / Άϊντε κι εκεί τον εσκοτώσανε και κλαίμε τον χαμό του ».
Το φως της ημέρας δεν ήταν αρκετό για να τελειώσουμε μια οχτάωρη πεζοπορία. Το σούρουπο μας βρήκε στην πλατεία του χωριού και στην ταβέρνα του κου Λάμπρου, γύρω από την αναμμένη ξυλόσομπα, ακούγαμε για τα περασμένα μεγαλεία της περιοχής, ευχόμενοι, στο ποτήρι που σηκώναμε, τον καλό χειμώνα .
Τα νέα του Συλλόγου
Για την Κυριακή 9/11 έχουμε προγραμματίσει ανάβαση στη κορυφή Τσούκα Ρόσσα (υψ. 1985 μ.) της κεντρικής Πίνδου, πάνω από το φράγμα των πηγών του Αώου. Περισσότερες πληροφορίες για τις δραστηριότητες μας μπορείτε να πάρετε κάθε Παρασκευή στα γραφεία του Συλλόγου – Ομήρου 5 (κάτω από το ΚΑΠΗ) ή στο τηλέφωνο 24310 72077.