Διαβάζοντας τα γραπτά της κρατάς το φως ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, το πάθος της για τη ζωή, τον τρόπο με τον οποίο αποσυναρμολογεί τον εαυτό της για να τον ξαναχτίσει.
Για την Κωνσταντίνα Λιβιεράτου η γραφή αποτελεί την αντίδραση στην ασχήμια που μας περιβάλλει, στον παραλογισμό και στην αήττητη βλακεία.
Στη διάρκεια της μέχρι τώρα πυκνής πορείας της στον χώρο των Γραμμάτων απέκτησε σημαντικές εμπειρίες, μελετώντας Λογοτεχνία, Ιστορία, Ποίηση, Πεζογραφία, και αυτές ήταν και τα εφόδιά της για να αντέξει στη δύσκολη καθημερινότητα αυτού του πλανήτη.
Πρόκειται για μια φωτεινή προσωπικότητα που σε κερδίζει με τη μόρφωση, το χιούμορ και τη δοτικότητά της προς τους ανθρώπους, κι αυτό το συνοψίζει στα εξής: «Να σκοτώσει ο Άνθρωπος το κτήνος μέσα του, αντί να σκοτώνει τους άλλους».
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κυρία Λιβιεράτου, πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» το πρώτο σας βιβλίο με τίτλο «Η απαγωγή του μνηστήρος». Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα που σας οδήγησε στη συγγραφή του;
Κυριακή μεσημέρι, συγγενείς και φίλοι γύρω από το τραπέζι. Ο πρώτος μου ξάδελφος αφηγείται την ιστορία της γιαγιάς. Συνειδητοποιώ τότε ότι ο πατέρας μου δεν μου τά ’χε πει όλα, παρόλο που μιλούσε όλη του τη ζωή για τη μανά του. Και σκέφτηκα ότι αυτή η ιστορία άξιζε να μαθευτεί.
Το βιβλίο σας είναι καλογραμμένο, με απλή γλώσσα που αγγίζει τον αναγνώστη από τις πρώτες αράδες, εκτείνεται σε 86 σελίδες και ο έρωτας αλλά και η τόλμη μιας γυναίκας κρατούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται αλήθεια να διαθέτει κάποιος, για να ξεπεράσει ταμπού, να μην συμβιβαστεί με τα «πρέπει» και να μην καταπιέσει τα «θέλω» του;
Από τις αντιδράσεις της Ντούλας, όταν της απαγόρευσαν να συνεχίσει το σχολείο και επιχείρησαν να τη στριμώξουν στον πατροπαράδοτο ρόλο της χρυσοχέρας νοικοκυράς και ακούραστης περιβολάρισσας, συμπεραίνω ότι αυτό το κορίτσι είχε δυνατή προσωπικότητα. Δεν υπολόγιζε «τα πρέπει». Ήξερε τι ήθελε και πάλευε γι’ αυτό.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο και -γιατί όχι;- την ιστορία «πίσω από την ιστορία» που σας οδήγησε στη συγγραφή του; Τι επιθυμείτε να κερδίσει ο αναγνώστης από την ανάγνωση αυτού του αφηγήματος;
Έχουμε μια γυναίκα γεννημένη το 1900 στο Μεσολόγγι. Η οικογένειά της αυστηροί Κρητικοί. Ο τόπος πολλά υποσχόμενος για τους άντρες μέτοικους, αλλά στενός και συντηρητικός για ένα κορίτσι, και μάλιστα μη προνομιούχας τάσης. Όλα δείχνουν ότι άλλοι θα αποφασίζουν για τη ζωή της. Αυτή όμως έχει άλλη γνώμη. Ξεπερνά το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, τη γυναικεία «μοίρα», και κάνει το αδιανόητο.
Μιλώντας για τη γιαγιά μου βρήκα ίχνη, ομοιότητες, απαντήσεις για τον εαυτό μου, τον πατέρα μου, τη ζωή μας. Ίσως να κατάφερα να μιλήσω και για άλλες γυναίκες του τότε και του τώρα, που τόλμησαν να κάνουν την ανατροπή. Ή που δεν τόλμησαν, όσο κι αν το ήθελαν.
Αν μπορέσει ο αναγνώστης να δει τη δύναμη που κρύβει μια γυναίκα, να πιστέψει στη δυναμική της, τότε μπορεί ο άντρας να δει μια πολύτιμη σύμμαχο, και η γυναίκα τις άπειρες δυνατότητες στη ζωή της.
Έχετε σπουδάσει δημοσιογραφία κι εργαστήκατε σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ για είκοσι χρόνια εργαστήκατε ως κειμενογράφος στον χώρο της διαφήμισης. Είναι εύκολο για έναν άνθρωπο που γράφει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή ή αυτό κρύβει και παγίδες;
Έγραφα από πολύ νέα, κυρία Δούλη. Μικρά πεζά. Μετά έγραφα για τη δουλειά μου. Μού ’δωσαν και βραβεία. Πάντα πίστευα όμως ότι ο κόσμος δεν χρειάζεται μέτριους συγγραφείς. Σκεφτόμουν ότι μετά τον Φόκνερ και τον Καμύ, τον Φιτζέραλντ και τον Χέμινγουεϊ… τι να γράψει κανείς!
Στην κάρδια της οικονομικής κρίσης, άνεργοι, με προβλήματα υγείας, ηθικό στο μηδέν… ένιωσα ότι πνίγομαι. Η μοναδική διέξοδος για μένα ήταν το γράψιμο. Χρειάστηκαν δύο κουβέντες μόνο από μια φίλη καρδιακή, δύο κουβέντες μόνο αλλά τόσο πολύτιμες! Και έγραψα την ΑΠΑΓΩΓΗ. Και την πήρε ο Κέδρος! Και μετά μια συλλογή με διηγήματα που περιμένει…
Το αν είναι εύκολο να γράψει κάνεις με αυτό το επαγγελματικό παρελθόν, ασφαλώς και είναι, και αυτή είναι η παγίδα. Να νομίσει ότι επειδή γράφει εύκολα, γράφει και καλά! Διότι αυτό είναι το ζητούμενο: Να γράψεις καλά, να κάνεις τη διάφορα, να αγγίξεις αυτά που πονούν τον Άνθρωπο. Με τον δικό σου τρόπο. Α, και χωρίς να βαρεθεί ο αναγνώστης, βέβαια.
Ζούμε στην εποχή της Τεχνολογίας. Όταν έχετε έμπνευση, πιάνετε χαρτί και μολύβι ή τρέχετε στον υπολογιστή σας, κυρία Λιβιεράτου;
Τετράδιο σπιράλ (για να σκίζω πιο εύκολα) και στυλό ρόλερμπολ (για να τρέχει). Δεν το αλλάζω με τίποτε.
Γεννηθήκατε στην Αθήνα, αλλά ζήσατε πολλά χρόνια και στο Παρίσι. Πόσο σας έχει επηρεάσει στην εξέλιξή σας «η Πόλη του Φωτός», η νοοτροπία της, η κουλτούρα των ανθρώπων, καθώς και οι ίδιοι οι άνθρωποι;
Στο Παρίσι έζησα τα μαθητικά μου χρόνια. Παρόλο που ήμουν πολύ περιορισμένη από τον πατέρα μου, που φοβόταν μήπως με απαγάγουν οι Άραβες(!;), παρόλο που πήγαινα στις Καλογριές, παρόλο που σινεμά πήγαινα 2 με 4 το μεσημέρι στο Quartier Latin (ενώ οι δικοί μου νόμιζαν στη γειτονιά μας), παρόλο που τον Μάη του’68 εγώ δεν τον είδα, μόνο τον άκουσα από συζητήσεις, ψιθύρους, φήμες κ.λπ., διότι ο πατέρας μου με είχε απειλήσει ότι θα πεθάνει αν κατέβω Κέντρο… Παρ’ όλα αυτά, εκεί, τότε, εγώ γνώρισα τη μεγάλη λογοτεχνία, την κλασική και τη μοντέρνα, διάβασα πολύ, γνώρισα τον Φελίνι, τη nouvelle Vague, είδα εμμονικά σινεμά, γνώρισα τους στίχους του Brassens, τα τραγούδια του Brel, της Barbara, του Moulougi.
Εκεί γνώρισα ανθρώπους ψυχρούς και σνομπ, αλλά έμαθα ότι μπορεί να υπάρχει ευγένεια και σεβασμός του άλλου χωρίς υποκρισία. Εκεί γνώρισα βασιλικούς (!) και δημοκράτες αυθεντικούς.
Εκεί έμαθα ότι η αισθητική δεν έχει καμία σχέση με το χρήμα. Εκεί εθίστηκα στα café και στην κουβέντα. Και στα άφιλτρα.
Ξεκινήσατε τη συγγραφή με σκοπό να αποτυπώσετε στο χαρτί όσα χαράχτηκαν βαθιά μέσα σας, να στηλιτέψετε καταστάσεις ή ήταν απλά μια εσωτερική ανάγκη για εσάς;
Γράφω από απελπισία (μη γελάτε). Γράφω, διότι τα λόγια πετούν, φεύγουν, χάνονται, δεν μπορώ να πείσω κανέναν με αυτά. Γράφω μήπως και μ’ ακούσει κάνεις, νιώσει την απόγνωσή μου για το κακό και το άδικο. Γράφω για να φωτίσω σκοτάδια, να ξύσω κακοφορμισμένες πληγές… Γράφω για να μην ουρλιάξω για την ασχήμια, τον παραλογισμό, τη βλακεία την αήττητη.
Γράφω ήσυχα όμως, μην με πάρουν είδηση και μου πάρουν το στυλό.
Τελειώνοντας και την τελευταία σελίδα του βιβλίου σας, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τη δική σας προσωπική αναζήτηση και αλήθεια. Σε ποιο σκοπό υπακούει αυτό το προσωπικό ταξίδι αναζήτησης, κυρία Λιβιεράτου;
Ο σκοπός μου; Πρώτον να μην τρελαθώ. Δεύτερον να επικοινωνήσω με αυτούς τους λίγους καλούς ανθρώπους που το κεφάλι δεν τό ’χουν για να φορούν το καπέλο.
Πιστεύετε ότι η εμπειρία που αποκτά κάποιος με τα χρόνια είναι το καλύτερο σχολείο για να αντιληφθεί τους ανθρώπους γύρω του αλλά και να αντιμετωπίσει καταστάσεις;
Υποτίθεται πως ναι. Κανονικά, ναι. Τι να σας πω όμως; Εμένα, λίγο με βοήθησε η ωριμότητα (;) και η εμπειρία για να κατανοήσω πώς σκέφτεται ένας ηλίθιος και να αντέξω την καθημερινότητα αυτού του πλανήτη. Πολύ λίγο. Πιο πολύ με βοηθά η Ιστορία, η Ποίηση και η Πεζογραφία, το Σινεμά, η Μουσική.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία σε σύγκριση με παλαιότερες εποχές; Πιστεύετε ότι πρέπει να διαβάζουμε βιβλία, και γιατί;
Πάντα υπήρχαν καλοί και κακοί συγγραφείς. Παντού στον κόσμο. Και σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται να έχει Παιδεία ο αναγνώστης, κυρία Δούλη, για να μπορεί να ξεχωρίσει τα καλά βιβλία. Από τους σύγχρονους αγαπώ πολύ τον Γ. Ιωάννου, τον Π. Σουρούνη, τη Λιλή Ζωγράφου, την Ιωάννα Καρυστιάνη, τη Σώτη Τριανταφύλλου, τον Λ. Χρηστίδη, τον Ισίδωρο Ζουργό, τον Σωτήρη Δημητρίου κι άλλους.
Στο αν πρέπει να διαβάζουμε βιβλία, είναι σαν να ρωτάτε έναν γλυκατζή αν μπορεί να ζήσει χωρίς γλυκά… Ο γλυκατζής όμως ξέρει από καλά γλυκά και δεν τρώει ό,τι νά’ ναι.
Ποια ευχή θα κάνατε και θα θέλατε να πραγματοποιηθεί «σε χρόνο μέλλοντα»;
Να σκοτώσει ο Άνθρωπος το κτήνος μέσα του, αντί να σκοτώνει τους άλλους. Να γεννηθεί ένα ανθρώπινο είδος με σεβασμό για τον πλανήτη που το φιλοξενεί, κι όλα τα πλάσματα. Να εξαλειφθεί δια παντός το είδος των Ηλίθιων που πιστεύουν ότι τα σάβανα έχουν τσέπες.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Κωνσταντίνα Σ. Λιβιεράτου γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε αρκετά χρόνια στο Παρίσι. Σπούδασε δημοσιογραφία και έμαθε πολλές ξένες γλώσσες.
Εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά, και στη συνέχεια, επί είκοσι συναπτά έτη, στον χώρο της διαφήμισης ως κειμενογράφος. Έχει γράψει διηγήματα, σενάρια και θεατρικά έργα.
«Η απαγωγή του μνηστήρος» είναι το πρώτο της βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος».
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” την 1η Ιουνίου.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!