Ο παραπάνω τίτλος τού κ. Μπουκάλα, τακτικού και έγκριτου αρθρογράφου τής «Καθημερινής», εννοεί πόση ιστορική αλήθεια μπορούμε να σηκώσουμε.
Ασφαλώς, η κάθε αλήθεια είναι βαριά, επομένως και η ιστορική αλήθεια.
Η αποδοχή της εξαρτάται από την παιδεία μας γενικά, και ειδικότερα από την απόρριψη των διαφόρων κοινωνικών και εθνικών στερεοτύπων.
Είναι χαρακτηριστική η Σολωμική υποθήκη: «Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές». Όποιος θέλει την ελευθερία, πρέπει να αληθεύει: «Γνώσεσθε
την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Χριστός). Ούτε η φιλία είναι προτιμότερη από την αλήθεια: «Φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δε η αλήθεια» (Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνος).
Αν εμείς αγνοήσουμε ή παραποιήσουμε την αλήθεια, θα τη φανερώσει ο χρόνος, που είναι «της αληθείας πατήρ». Αυτός «άγει εις φως την αλήθειαν».
Ωστόσο, για την ιστορική αλήθεια υπάρχουν κάποιοι παιδαγωγικοί όροι, σύμφωνα με τους οποίους λαμβάνεται υπόψη η συναισθηματική αντοχή και η αντιληπτική ικανότητα της τρυφερής ηλικίας.
Θα κλείσουμε τούτο το εισαγωγικό μας σημείωμα με ένα σημαντικό ετυμολογικό σχόλιο:
Η λέξη αλήθεια προέρχεται από το επίθετο αληθής, και αυτό από το –α στερητικό+ρήμα λήθω=λανθάνω (από το οποίο και η λέξη λήθη).
Δηλαδή, κατά την ελληνική σκέψη η αλήθεια είναι κάτι που δεν μπορεί να λησμονηθεί, προφανώς διότι είναι πολύ σημαντικό. Διαφορετική είναι η λατινική σκέψη, που κληροδοτήθηκε και στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Λατινικά: veritas = αλήθεια (από το επίθετο verus, που αρχικά σήμαινε: γνήσιος), Ιταλικά veritá, Γαλλικά vérité, Αγγλικά
verity, Γερμανικά Wahrheit (waht = αληθής). Περιττόν να επισημάνουμε ότι η ελληνική νοηματική σύλληψη υπερέχει της Λατινικής.
Ν.Κ.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
(Εφημ. «Η Καθημερινή», 20-2-2012)
1. «Για να πολεμηθεί η μεροληψία, ή έστω να αμβλυνθεί, τα μεγάλα ιστοριογραφικά εγχειρήματα διεκπεραιώνονται από ομάδες επιστημόνων, που συνεργάζονται, αλληλοκρίνονται και αλληλοσυμπληρώνονται».
2. «Το ερώτημα πόση ιστορία είμαστε διατεθειμένοι να αντέξουμε, ελέγχοντας και επανελέγχοντας τις βεβαιότητές μας, δεν είναι νέο, (ερώτημα μόνο) των ημερών μας.
(Είναι συνήθης) η τάση να στοιβάζουμε στα «ου φωνητά» οτιδήποτε στενόχωρο. να αφήνουμε εκτός πλαισίου ό,τι δεν συμφωνεί με το ιδεώδες που έχουμε πλάσει ή έχουμε υιοθετήσει έτοιμο».
3. «Ο καθένας είναι τα διαβάσματά του, η όρεξή του να διαβάζει, να ξανοίγεται σε κείμενα που ενδέχεται να απειλήσουν τη σιγουριά του να τον οδηγήσουν στη συχνά μελαγχολική αμφιβολία. Η ιστοριογραφία δεν έπαψε να προκόβει, εκμεταλλευόμενη νέα ευρήματα, νέες μεθόδους, νέες λογικές. ‘Γηράσκω αεί αναθεωρών’ (Μανώλης Αναγνωστάκης)».
4. «Οι Επαναστάτες τού 1821 ήταν άνθρωποι με τον πόθο για την ελευθερία, αλλά και με τις ανάγκες και τα πάθη τους. όχι πλάσματα δίχως αίμα».
5. «Ουδεμία των εκ παραδόσεως κακιών, αίτινες συνυπήρχον τοις παλαιοίς στρατιωτικοίς, ούτε τάσις προς την φιλοκέρδειαν και την αρπαγήν, ούτε βία και καταπιέσεις
εστιγμάτισάν ποτε τον βίον αυτού» (Ο λόγος για τον Μακρυγιάννη, από την εισαγωγή τών «Απομνημονευμάτων» του, που επανεκδόθηκαν προ διετίας σε τρεις τόμους από την «Εστία» με τη φροντίδα τών Αλέξη Πολίτη και Γεωργίας Παπαγεωργίου). Αυτά, η μία η θετική πλευρά, που πρέπει να μην παραγνωρίζεται.
6. Ιδού και η άλλη, η αρνητική, πλευρά: «Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα αναδείχθησαν αληθώς απαράμιλλα, μεταξύ δε αυτών τα ανδρειότατα ήσαν και τα μάλιστα δυσήνια (πολύ δυσχαλίνωτα), ως τα Αιτωλικά και Ακαρνανικά, ρέποντα προς το πλιάτσικο ένεκα της πτωχείας τών απαρτιζόντων αυτά. Οι Ρουμελιώται εμισθοφόρουν, διότι ήσαν πτωχοί, διότι η πατρίς αυτών ήτο πάσα κατεστραμμένη υπό του εχθρού» (πληροφορία και σχόλιο του Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος πρωτοεξέδωσε τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη το 1907).
Η αλήθεια ποτέ δεν βλάπτει. Πρέπει να λέγεται, όσο πικρή κι αν είναι.
Μόνο που αυτή η αποδοχή προϋποθέτει ανάλογη παιδεία, όπως ήδη είπαμε.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!