Την υπεροχή των λαπαροσκοπικών και ρομποτικών τεχνικών στις επεμβάσεις στα νεφρά έχουν καταδείξει δεκάδες μελέτες που τις συνέκριναν με την ανοιχτή χειρουργική προσέγγιση. Τα αποτελέσματά τους επιβεβαιώνουν ότι οι ασθενείς που τις επιλέγουν έχουν πολλαπλά οφέλη, ανεξάρτητα από το είδος της παθολογίας.
«Η εισαγωγή της λαπαροσκόπησης στη χειρουργική μετρά ήδη έναν αιώνα. Η πρώτη λαπαροσκόπηση πραγματοποιήθηκε από τον Σουηδό χειρούργο Hans-Christian Jacobaeus. Αρχικά πραγματοποιούνταν μόνο για διαγνωστικούς σκοπούς, όμως αρκετές καινοτομίες τον περασμένο αιώνα προετοίμασαν τον δρόμο για την πραγματοποίηση πιο πολύπλοκων επεμβάσεων μέσω αυτής της τεχνικής. Μετά την πρώτη λαπαροσκοπική νεφρεκτομή, το 1990, αναπτύχθηκαν πιο προηγμένες και πολύπλοκες επεμβάσεις. Σήμερα χειρουργούνται με τη λαπαροσκοπική μέθοδο ασθενείς με καλοήθεις και κακοήθεις νόσους, πραγματοποιούνται δε και νεφρεκτομές δότη για μεταμόσχευση νεφρού», μας εξηγεί ο ειδικευθείς στη Λαπαροσκοπική και Ρομποτική Χειρουργική, Χειρουργός Ουρολόγος Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης, MD, MSc, DIC (Imperial College), PhD, FEBU, Αs. Member European Association of Urology Guidelines Office.
«Μια ανασκόπηση που πραγματοποιήθηκε από το Ουρολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Freeman στο Ηνωμένο Βασίλειο, επιχείρησε να συγκεντρώσει στοιχεία σχετικά με τα αποτελέσματα των χειρουργικών επεμβάσεων στους νεφρούς (ιδίως της ριζικής νεφρεκτομής, της μερικής νεφρεκτομής και της πυελοπλαστικής) που πραγματοποιούνται μέσω ανοιχτών, λαπαροσκοπικών και ρομποτικών προσεγγίσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν προφανή οφέλη της μίας προσέγγισης έναντι της άλλης.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι και οι τρεις προσεγγίσεις οδηγούν σε συγκρίσιμα λειτουργικά και ογκολογικά αποτελέσματα. Οι λαπαροσκοπικές και ρομποτικές προσεγγίσεις, όμως, προσφέρουν μικρότερη απώλεια αίματος, μικρότερο πόνο και απαίτηση λιγότερης αναλγησίας, μικρότερη παραμονή στο νοσοκομείο και χρόνο αποκατάστασης, ενώ παρόμοια είναι τα ποσοστά επιπλοκών σε σύγκριση με την ανοιχτή προσέγγιση. Οι ρομποτικές χειρουργικές επεμβάσεις έχουν παρόμοιο κλινικό όφελος συγκριτικά με τη λαπαροσκοπική προσέγγιση», επισημαίνει ο Δρ. Καραβιτάκης.
Ειδικότερα, η ριζική νεφρεκτομή η οποία θεωρείται η ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή για το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα των νεφρών σε τοπική, τοπικά προχωρημένη και μεταστατική νόσο είναι η τρίτη συχνότερη ουρολογική κακοήθεια, με τα ποσοστά του να αυξάνονται τελευταία τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Η συγκεκριμένη ανασκόπηση επιβεβαίωσε τους λόγους που είναι προτιμότερη η λαπαροσκοπική χειρουργική: Τα δεδομένα από αρκετές μελέτες που συνέκριναν την ανοιχτή και τη λαπαροσκοπική ριζική νεφρεκτομή έδειξαν σημαντικά μικρότερο πόνο και απαίτηση αναλγησίας, συντομότερη παραμονή στο νοσοκομείο, μικρότερο χρόνο ανάρρωσης και λιγότερη απώλεια αίματος διεγχειρητικά μετά από λαπαροσκοπική ριζική νεφρεκτομή, ενώ το ποσοστό μετάγγισης, ο χειρουργικός χρόνος και οι χειρουργικές επιπλοκές ήταν παρόμοιες και στις δύο προσεγγίσεις, όπως και η μετεγχειρητική ποιότητα ζωής των ασθενών. Τα διαθέσιμα δεδομένα για τις μακροχρόνιες ογκολογικές εκβάσεις ασθενών που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική ή ανοιχτή ριζική νεφρεκτομή έδειξαν ότι δεν υπάρχουν διαφορές στη συνολική επιβίωση ούτε στην ειδική επιβίωση (εξαιτίας του καρκίνου) στα 5 έτη μέσης παρακολούθησης.
Η μερική νεφρεκτομή αποτελεί πλέον το «χρυσό πρότυπο» για τη θεραπεία μικρών νεφρικών όγκων. Έχει προκύψει μεγάλο ενδιαφέρον για την εκτέλεση αυτής της επέμβασης με έναν ελάχιστα επεμβατικό τρόπο. Πολλαπλές μελέτες έχουν συγκρίνει την ανοικτή με τη λαπαροσκοπική μερική νεφρεκτομή. Η δεύτερη βρέθηκε ότι έχει μεγαλύτερο χρόνο θερμής ισχαιμίας και χειρουργικό χρόνο, αλλά χαμηλότερη απώλεια αίματος σε σύγκριση με την ανοιχτή. Μια αναδρομική ιαπωνική μελέτη διαπίστωσε ότι σε παχύσαρκους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική μερική νεφρεκτομή, ο υψηλός Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ 25 kg / m2) δεν παρέτεινε τον χειρουργικό χρόνο και ούτε προκάλεσε μεγαλύτερη απώλεια αίματος συγκριτικά με την ομάδα των ασθενών που είχαν φυσιολογικό ΔΜΣ, σε αντίθεση με τους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ανοιχτή μερική νεφρεκτομή – γεγονός που υποδηλώνει το όφελος της λαπαροσκοπικής προσέγγισης σε ασθενείς με υψηλό Δείκτη Μάζας Σώματος. Οι μετεγχειρητικές επιπλοκές ήταν παρόμοιες και στις δύο ομάδες.
Παρόμοια είναι και τα οφέλη της ελάχιστα επεμβατικής τεχνικής στους ασθενείς που υποβάλλονται σε πυελοπλαστική, προκειμένου να διορθωθεί το στένωμα της συμβολής του ουρητήρα με το νεφρό (στένωση πυελοουρητηρικής συμβολής). Αυτή η χειρουργική θεραπεία που απευθύνεται στους συμπτωματικούς ασθενείς κάθε ηλικίας, έχει αποδειχθεί ότι προσφέρει χαμηλά ποσοστά περιεγχειρητικής νοσηρότητας και υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Σε σύγκριση με την ανοιχτή πυελοπλαστική, η λαπαροσκοπική πυελοπλαστική μπορεί μεν να έχει μεγαλύτερο χειρουργικό χρόνο, αλλά απαιτεί σημαντικά μικρότερη αναλγησία και νοσηλεία. Επίσης, δεν έχει διαπιστωθεί να υπάρχει διαφορά στις επιπλοκές και τα ποσοστά επιτυχίας μετά την επέμβαση.
«Τόσο η λαπαροσκοπική όσο και η ρομποτική προσέγγιση έχουν αποδείξει την αξία τους, η οποία δεν είναι απλώς συγκρίσιμη αλλά ανώτερη της ανοιχτής επέμβασης για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων των νεφρών. Όμως, πρόκειται για δύο τεχνικά απαιτητικές τεχνικές που για την πραγματοποίησή τους είναι απαραίτητη η απόλυτη εξειδίκευση και εμπειρία του χειρουργού, ώστε ο ασθενής να αποκομίσει τα μέγιστα οφέλη», καταλήγει ο Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης.