Έφυγε μια κορυφαία μορφή του παγκόσμιου μπάσκετ. Μια λαμπερή καριέρα, με παράπλευρες σκοτεινές πτυχές. Πτυχές που αν τις παραβλέψουμε, καταφεύγοντας απλά σε πενθηφόρα ποσταρίσματα μιας μεταθανάτιας αθλητικής και χαρακτηριολογικής αγιογράφησης, δεν τιμούμε τη μνήμη του “Black Mamba”.
Δεν τιμούμε την αδιάσειστη και αδιαπέραστη υπεροψία του Κόμπι που, όπως γράφει ο Roland Lazenby στο βιβλίο του “Kobe Bryant – Στον κόσμο του”, «Αυτη η υπεροψία βοήθησε τον Μπράιαντ να υπερνικήσει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε….να αφήσει πιάσω του τις κατηγορίες για βιασμό που αντιμετώπισε το 2003, να αντέξει τις συγκρούσεις και την αποξένωση με τους γονείς του και να ξεπεράσει τους σοβαρούς τραυματισμούς που τον έπληξαν τα τελευταία χρόνια της καριέρας του.
“Mamba out”, είχε πει το 2016 στους δημοσιογράφους όταν αποσύρθηκε, σημειώνοντας 60 πόντους στο τελευταίο του παιχνίδι, απέναντι στους Utah Jazz. Την ίδια χρονιά ο Κόμπι δημοσίευσε στην αμερικανική ιστοσελίδα «The Players’ Tribute” το «Ένα γράμμα στον νεότερο εαυτό μου», στο οποίο εξηγούσε την απομάκρυνσή του από τους γονείς του.
Showboat (κατά λέξη «πλωτό θέατρο», δηλαδή «φιγουρατζής») ήταν το παρατσούκλι που του έδωσε ο Σακίλ Ο´Νιλ, που τώρα τον πενθεί ειλικρινώς και ψηφιακώς ως «αδελφό» του.
Όπως, όμως, γράφει ο Λάζενμπυ, στο ίδιο βιβλίο, «Ο Μπράιαντ μισούσε με πάθος αυτό το παρατσούκλι. Πίστευε πως ήταν υποτιμητικό και πως τον παρουσίαζε ως αθλητή δίχως ακεραιότητα, περιγραφή που παλαιότερα συνόδευε ψιθυριστά το βιογραφικό του πατέρα του… Το alter ego του «φιγουρατζή» ήταν το “Μαύρο Μάμπα”, το παρατσούκλι που ο Μπράιαντ σκαρφίστηκε για τον εαυτό του ως αντίδοτο στη λαϊκή κατακραυγή όταν του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση. Ο Μπράιαντ χρησιμοποίησε το φονικό φίδι από τις ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο ως ιδανική ενσάρκωση της δικής του, εξίσου αδυσώπητης, επιθετικότητας».
Όμως, από τα χρόνια του Ομήρου και της Ραψωδίας Μ της Ιλιάδας, η τραγικότητα της εδαφόβιας, θνητής μας μοίρας, θέλει να γκρεμίζεται το κάθε φίδι που «πετά», δαγκώνοντας το ίδιο, με το δηλητήριο της «άτρωτης», φολιδωτής αυτοπεποίθησής του, το ευάλωτο στήθος του αετού της υπεροψίας που το ανυψώνει, κρατώντας το παγιδευμένο στα νύχια της υπεροπτικής ψευδο-εαυτο-επάρκειάς του. Στα αυτοκαταστροφικά νύχια της γαμψής περιφρόνησης για τους άλλους, τις σχέσεις και τον εαυτό.
Ο Κόμπι ήταν ένα φίδι που πετούσε. Πετούσε στα αντίπαλα καλάθια. Πετούσε στο συλλογικό φαντασιακό ασυνείδητο της νεότητάς μας. Το 1996 που πρωτοέπαιξε στο NBA, ήταν η χρονιά που τελείωνα το Λύκειο. Το 2003 που κρεμάστηκε στα ταμπλόιντ λόγω των κατηγοριών της ρεσεψιονίστ του «Κορντιλιέρα» για βιασμό, αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο. Για 20 χρόνια, η νεότητά μας μεγάλωσε με τους αγώνες του.
Τα καρφώματα, οι διεισδύσεις και τα “buzzer bitter” του, μετάγγιζαν αυτοπεποίθηση και ξεκούραση στις νύχτες (λόγω της διαφοράς ώρας με την άλλη όχθη του ατλαντικού) της εξεταστικής, των εξετάσεων ειδικότητας και όλων των άλλων ξενυχτιών που επέβαλλαν οι κάθε είδους υποχρεώσεις μας.
Το «Ένα γράμμα στον νεότερο εαυτό μου» που έγραψε ο Κόμπι, θα μπορούσε να είναι το γράμμα του καθενός από εμάς, τους «συνομίλικούς» του, τους γεννημένους στα τέλη της δεκαετίας του 70, στους πολλαπλούς νεότερους εαυτούς μας. Το γράμμα στον νεότερο εαυτό μας που έβλεπε το “Black Mamba” να δαγκώνει την αποτυφλωμένη Ντάριλ Χάνα ύστερα από τη μονομαχία της με την Ούμα Θέρμαν στο Kill Bill vol. 2. Το γράμμα προς όλες τις κοντινές μας σχέσεις, από τις οποίες δικαίως ή αδίκως απομακρυνθήκαμε, επιλέγοντας μοναχικούς δρόμους. Ελπίζοντας πως η οιοβόλος απομάκρυνση από τον ίδιο μας τον εαυτό, δεν θα μας περιμένει στο τέλος του δρόμου, της διαδρομής ή της «πτήσης».
Για όλους εμάς, τους σημερινούς 40άρηδες, ο συνομήλικός μας Κόμπι ήταν ο πρώτος σουπερστάρ με τον οποίον δεν μπορούσαμε πλέον να ταυτιστούμε. Όλοι μικροί, όταν κρατούσαμε την πορτοκαλί «θεά», ονειρευόμαστε να γίνουμε σαν τον Τζόρνταν, όταν θα μεγαλώναμε. Όταν ο διάδοχος του “Air Jordan” μεσουρανούσε, δεν μπορούσες -όμως-πλέον να ονειρευτείς πως θα γίνεις σαν κι αυτόν….γιατί είχες ήδη μεγαλώσει και η ταύτιση σου μαζί του ήταν πια μόνο ληξιαρχική.
Μπορεί το «Μαύρο Μάμπα» της υπερβολικής επίδειξης, της ανερμάτιστης ερωτικής ζωής, της βιαιότητας και της αποξένωσης από τους αγαπημένους να δάγκωσε επανειλημμένως την καρδιά του τεθνεώτος και τραγικού (πλέον) ήρωα του μπασκετικού πλανήτη, όμως, εκείνος κατάφερε να μας αναγάγει σε ένα νέο μπασκετικό επίπεδο εξέλιξης. Κάθε τελείωμα των φάσεών του, έμοιαζε με ένα ακόμη εξελικτικό άλμα όπως αυτό που έβαλε δαρβινικά φτερά στις ράχες των πρώτων ερπετών, κατά την Τραδική περίοδο.
Ο Κόμπι ήταν ένα αναδιπλωμένο στον εαυτό του αρχαιοπτέρυγο που περιφρονούσε ηχηρώς και επιδειξιομανώς καθετί που μας κρατά δεμένους με τον έρπωντα εαυτό μας. Ακόμη και αν αυτό είναι η σχέση με την πατρική οικογένεια. Γιατί η ζωή είναι το συνεχές των αποχωρισμών και αυτό είναι η μεγαλύτερη και η πλέον αδιάλειπτη από όλες τις τραγωδίες της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης και επιτυχίας Αντιγράφοντας διακειμενικώς, πάλι από το ίδιο βιβλίο, μπορούμε να παραθέσουμε εν κατακλείδι πως: «Όπως έγραψε ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, δείξτε μου έναν ήρωα και θα σας δείξω μια τραγωδία».
Πολλοί αδικοχαμένοι ήρωες του αθλητισμού, του θεάματος, της πολιτικής και εν γένει της δημόσιας σφαίρας πέθαναν νέοι, αδόκητα, σε ατυχήματα. Ο Πέτροβιτς, ο JFK Jr, ο Τζέιμς Ντην….Χωρίς αιτία…..Λες και υπάρχει θάνατος με αιτία…Ο Ντράζεν σε ένα Golf, στο πλευρό του μοντέλου που είχε κλέψει όλες τις ασίστ του μυαλού του. Ο Τζον-Τζον σε ένα αεροπλάνο με τη λαμπερή Κάρολαϊν Μπεσέτ στο πλευρό του. Ο «Επαναστάτης χωρίς αιτία», πίσω από το τιμόνι της Porsche του και ο περισσότερο πλήρης ημερών, αλλά και πληρέστατος αλκοόλ στο κιρρωτικό, μεταμοσχευθέν του ήπαρ (και σταρλέτ στο ερωτικό του παλμαρέ), Τζορτζ Μπεστ στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου.
Το «Μπλακ Μάμπα» έπεσε πετώντας, έχοντας στο πλευρό του την αγαπημένη του κόρη την οποία πήγαινε με το ελικόπτερο στην προπόνηση του μπάσκετ, για να ακολουθήσει τα βήματά του, σε μια ομάδα που την προπονούσε ο ίδιος. Έφυγε όπως θα ήθελε, όχι ως ο οιοβόλος κατακτητής των θαυμαστριών του στα δωμάτια των ξενοδοχείων της «Κομητείας των Αετών», αλλά ως ευτυχισμένος πατέρας και οικογενειάρχης….
Χρίστος Λιάπης MD, MSc, PhD
Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών