Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ, Φιλόλογος
Πολλά πολλοί είπαν και έγραψαν, εξακολουθούν να λένε και να γράφουν -και καλά κάνουν- σχετικά με τη γλώσσα μας, την ελληνική γλώσσα. Εκφράζουν τον θαυμασμό τους για την τελειότητά της στην απόδοση και έκφραση λεπτότατων εννοιών της επιστήμης και της φιλοσοφίας· την εκθειάζουν για την ικανότητα που έχει να διεισδύει στο χώρο των άλλων συγγενών στην προέλευση γλωσσών, να διαφεντεύει σ’ αυτές προσφέροντας λέξεις σε βασικές έννοιες, όπως φιλοσοφία, φιλολογία, πολιτική, δημοκρατία, ιστορία, δράμα, αθλητισμός, πρόβλημα κ.λπ. Στην αγγλική γλώσσα, που είναι η περισσότερο διαδεδομένη σ’ ολόκληρο τον κόσμο -γι’ αυτό άλλωστε είναι και διεθνής- το ένα πέμπτο περίπου των λέξεων είναι ελληνικές ή ελληνογενείς!
Δεν θα πλατειάσω περισσότερο. Προτίθεμαι, επειδή κι εγώ ανήκω στη μεγάλη χορεία των θαυμαστών και εραστών του ελληνικού λόγου, και με την ιδιότητά μου ως μελετητή και δασκάλου της ελληνικής γλώσσας, να αναφερθώ στο χώρο της. Συγκεκριμένα θα επιδιώξω να καταδείξω το ενιαίο της γλώσσας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα: θα παρουσιάσω την ετυμολογία, τη σημασία, όποτε χρειάζεται, και την «ιστορία», ως προς την μεταβολή της σημασίας ορισμένων λέξεων της Νέας Ελληνικής Γλώσσας κατά τη μακρόχρονη πορεία της από την αρχαία περίοδο μέχρι τις μέρες μας.
Διευκρινίζω, τέλος, ότι οι λέξεις που θα σχολιαστούν με τον τρόπο που παραπάνω ανέφερα, δεν θα παρατεθούν με αλφαβητική σειρά. Η επιλογή τους άλλωστε γίνεται από τον πλούσιο θησαυρό της γλώσσας μας και θέλω κάθε μια λέξη να διατηρήσει την αυθεντική της «προσωπικότητα», μη ακολουθώντας σώνει και καλά η μία λέξη την άλλη σαν στρατιωτάκια σε μια αυστηρά ζυγισμένη γραμμή!
Και τώρα ας έλθουμε στο προκείμενο:
1) Ὡραίος, -α, -ο: επίθετο· λέξη αρχαία, παραγόμενη από τη λέξη ὥρα (ἡ) που είχε πολλές σημασίες: α) μέρος του έτους, οι εποχές του έτους, (κυρίως) η εποχή της άνοιξης, της νεότητας του έτους, β) το ένα εικοσιτετράωρο (1/24) του ημερονυκτίου. Και το επίθετο αρχικά, στην αρχαιότητα, είχε ανάλογη σημασία, όπως i) αυτός που παράγεται ή γίνεται, κυρίως επί καρπών, την κατάλληλη εποχή (ὥρα), την άνοιξη ή το καλοκαίρι, ii) αυτός που συμβαίνει εγκαίρως, στην ώρα του, iii) ο ώριμος για ένα πράγμα (επί προσώπων). Στις μέρες μας είναι γνωστή η σημασία του επιθέτου. Αυτός που έχει καλή εμφάνιση, αλλά (μεταφορικά) και ο καλός, ο ευχάριστος, ο χρήσιμος, είτε για πρόσωπα είτε για πράγματα, π.χ. «ωραίος άνθρωπος», «ωραία μέρα».
2) Κουράζω-κουράζομαι: ρήμα· παράγεται από τη λέξη κουρά (η), η οποία παράγεται από το αρχαίο ρ. κείρω (=κουρεύω). Η Κουρά ήταν την εποχή του Μεσαίωνα επίπονη τελετή, που διαρκούσε αρκετό χρονικό διάστημα, για την οριστική χρίση των μοναχών· κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα και στα δικά μας μοναστήρια. Έτσι το ρ. κουράζω αρχικά είχε την σημασία του: ταλαιπωρώ δια της Κουράς σιγά-σιγά επεκτάθηκε και γενικεύθηκε η σημασία του και κατέστη συνώνυμο του: καταπονώ εν γένει, ταλαιπωρώ.
3) Παίρνω: ρήμα· σχετίζεται με το μεσν. ρ. ἐπαίρνω, το οποίο προήλθε από το αρχαίο ρ. ἐπαίρω, σύνθετο από την πρόθεση ἐπί και το ρ. αἴρω (= σηκώνω, υψώνω) αρα παίρνω < μεσν. ἐπαίρνω < ἐπαίρω. Η αρχική σημασία του ρ. παίρνω είναι: «μεταφέρω κάτι σηκώνοντάς το από τη θέση του»· σιγά-σιγά απόκτησε πολλές και ποικίλες μεταφορικές σημασίες.
4) Μαλώνω: ρήμα· προέρχεται από το μεσν. ρ. ὁμαλώνω (ρ. δύσχρηστο) κι αυτό από το αρχ. ὁμαλὸς, -ή, -όν. Η λέξη επομένως αρχικά είχε τη σημασία του «εξομαλύνω, διορθώνω, ισιάζω», απ’ όπου μεταγενέστερα μετέπεσε στη σημασία του «επιπλήττω κάποιον αυστηρά, προσπαθώντας να τον διορθώσω ως προς τα σφάλματά του». Στον νεοελληνικό λόγο το ρ. σημαίνει: «κατηγορώ έντονα κάποιον, καβγαδίζω με κάποιον, διακόπτω τις φιλικές μου σχέσεις»· πάντως, νομίζω ότι και στη σημερινή σημασία υπολανθάνει και η αρχική σημασία του: «επιπλήττω κάποιον για να του διορθώσω τα σφάλματά του».
5) Τιμωρός (ο, η): ουσιαστικό· λέξη αρχαία. Είναι σύνθετη από το τιμή + ὤρα, ἡ (= φροντίδα). Η αρχική σημασία ήταν: « αυτός που φροντίζει για την τιμή κάποιου»· άλλωστε το ρ. «τιμωρῶ + δοτ.» σήμαινε «βοηθώ κάποιον»· αργότερα το ρ. «τιμωρῶ + αιτ.» είχε και έχει και σήμερα τη σημασία « τιμωρώ κάποιον για να τον συνετίσω, στη νομική γλώσσα», σε αντίθεση με το επίσης αρχαίο ρήμα κολάζω + αιτ. (=τιμωρώ κάποιον για εκδίκηση, εκδικούμαι). Κατ’ άλλην εκδοχή η λέξη τιμωρός είναι σύνθετη από το «τιμή + -ωρός < ὄρομαι/ὁρῶ (=βλέπω, φυλάσσω, προστατεύω),
Συντμήσεις: αιτιατ. = αιτιατική, αρχ. = αρχαία (ο), δοτ. = δοτική, μεσν. = μεσαιωνικό, ρ. = ρήμα.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!