Μες στης πατρίδας τη μαύρη καταχνιά
Στου Νοέμβρη εκείνου την παγωνιά
Ξεσηκώθηκαν τα γενναιόψυχα παιδιά
Μαχόμενα για να ’ρθει η Λευτεριά.
«Εδώ Πολυτεχνείο» ηχούσε δυνατά
Του εκφωνητή η στεντόρεια φωνή
Μονομιάς τα στήθια παίρνανε φωτιά
Και τα μάτια με λάμψη φωτεινή.
Μ’ ορμή «Κάτω η ξενοκίνητη Χούντα»
Κι οι καρδιές μας αέναα δονούνταν
Θέλουμε «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία»
Κι οι ελπίδες θέριευαν στην κοινωνία.
17 Νοέμβρη Σαββάτου ξημερώματα
Τρία τανκς σαν πελώρια φαντάσματα
Κυκλώνουν το Πολυτεχνείο αυτόματα
Και στων φοιτητών τα χείλη άσματα.
Ένα απ’ αυτά γκρεμίζει την πύλη
Και το προαύλιο μ’ αίματα πλημμυρίζει
Σβηστό της Δημοκρατίας το καντήλι
Κι ο άνεμος ονόματα ηρωικά ψιθυρίζει.
Ο λαός σπαράζει απ’ τον άφατο πόνο
Κι η ελληνική σημαία κατακοκκινίζει
Για τους νεκρούς δόξας στεφάνια μόνο
Κι ο ουρανός σαν αδελφός δακρύζει.