Οι λέξεις ήθη και έθιμα νοηματικά, αλληλοσυμπληρώνονται. Τα ήθη αποτελούν ένα άμορφο υλικό συμπεριφοράς των μελών των κοινωνικών ομάδων. Είναι τα αισθήματα, οι αντιλήψεις, οι νοοτροπίες κ.τ.λ. που επικρατούν σε μία δεδομένη εποχή. Τα έθιμα είναι τα ήθη, όταν παίρνουν μία ορισμένη, σταθερά επαναλαμβανόμενη τελεστική μορφή: η επανάληψη αυτή σχηματίζει και την παράδοσή τους π.χ. ο χωριάτικος γάμος, στον οποίο εκφράζονται ήθη όπως η αγνότητα της νύφης, η προίκα, η κουμπαριά, η γέννηση, το νεογέννητο, το σαράντισμα, η βάπτιση, ο νονός, το όνομα κ.λπ.
Στα νεότερα χρόνια η σχέση ηθών-εθίμων διαταράχτηκε. Ήθη, βέβαια πάντα έχει ένας λαός. Αλλά δεν μορφοποιούνται σε έθιμα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η ρήξη της παραδοσιακής κλειστής ζωής στην αγροτοποιμενική κοινότητα, η εκμηχάνιση, καθώς και η μεταβολή της σχέσης του ανθρώπου με το χρόνο. Άλλοτε είχε πολύ περισσότερο ελεύθερο χρόνο, καθώς επίσης και χρόνο συλλογικό.
Δεν δημιουργούνται λοιπόν νέα έθιμα. Αλλά και τα παλαιά φθίνουν, αφού άλλαξαν τα παλαιά ήθη που τα είχαν δημιουργήσει. Η διάβρωση ωστόσο των εθίμων δεν είναι αποκλειστικά σύγχρονο φαινόμενο. Ο Γεώργιος Δροσίνης μιλώντας στα τέλη του περασμένου αιώνα, για έθιμα, παρατηρούσε: «αλλά τα έθιμα ταύτα βαθμηδόν εκλείπουσιν».
Ο μήνας Δεκέμβριος ημερολογιακά έχει συνδεθεί με την ανα-γέννηση της φύσης και του θεού-ανθρώπου. Με την είσοδο στο χειμερινό ηλιοστάσιο, του περάσματος των τροπών του ήλιου, ζούμε τη μικρότερη σε διάρκεια ηλιοφάνειας ημέρα του χρόνου και τη μεγαλύτερη νύχτα (21/12/2020). Στον μετέπειτα χρόνο η ημέρα σιγά-σιγά μεγαλώνει, η Μάνα γη γεννοβολάει-καρποφορεί και Χριστιανισμός ζει το μεγαλείο της Γέννησης του Χριστού. Το αστρολογικό αυτό φαινόμενο συνδέθηκε με τη δημιουργία ποικίλων εθίμων σε όλη την Ελλάδα. «Χαρά στα γέννα τα στεγνά, τα φώτα τα βρεγμένα», λέει η μετεωρολογική παροιμία.
Νοσταλγικά, θα ταξιδέψουμε μέσα από το βιβλίο του αείμνηστου ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΡΓ. ΘΑΝΑΣΟΥΛΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1992 στα έθιμα της Καλαμπάκας, κατά την χρονική περίοδο του Δωδεκαήμερου των Χριστουγέννων.
«Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη…» παρέες – παρέες δύο ή τριών και περισσότερων παιδιών σε κάθε πόρτα, στις γειτονιές, στα στενοσόκακα και στους πλατιούς δρόμους, σε σπιτοκάλυβα, κι αρχοντικά της μικρής μας πολιτείας φέρνουν το μήνυμα του μεγάλου εορτασμού.
Παραμονή των Χριστουγέννων οι μεγάλοι κάνουν τις προετοιμασίες για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, που αφορά κυρίως τη φαμελιά. Και θα πρέπει να είναι πλούσιο, ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών. Η νοικοκυρά ζυμώνει τις «κουλούρες», τα λεγόμενα «χριστόψωμα» και για το χριστουγεννιάτικο τσιμπούσι ετοιμάζεται το «σελινάτο», το «πρασάτο» και το «λαχανάτο».
Κατά τις απογευματινές ώρες της παραμονής των Χριστουγέννων ψήνουν τη «γουρνάδα», παρέες – παρέες, στην αυλή κάποιου σπιτιού, παρέα με τσιπουράκι, μεζέδες σαρακοστιανούς και τραγούδια. Η γουρνοπούλα θα φαγωθεί την άλλη μέρα κρύα, αλλά επειδή πολλοί την προτιμούν ζεστή την ψήνουν ανήμερα τα Χριστούγεννα.
Το βράδυ της παραμονής στο τζάκι τοποθετούν έναν κορμό δέντρου χοντρό, το «χριστόξυλο» ή «σκαρπάτζαλο» ή «δωδεκαμερίτη», που θα καίει όλο το επόμενο δωδεκαήμερο. Με τα κάρβουνά του θα θυμιατίζουν κάθε βράδυ όλο το σπίτι, και τη στάχτη του, θα σκορπίσουν το βράδυ της παραμονής των Θεοφανείων γύρω από το σπίτι, για να μη μείνει κανένα «παγανό». Πρόκειται για τα πλάσματα της νεοελληνικής μυθολογίας, τους καλικάντζαρους «τα καρκαντζάλια» που τη νύχτα των Χριστουγέννων κατακλύζουν τη γη και πειράζουν τους ανθρώπους σ΄όλο το δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου).
Αργεί ακόμα να ξημερώσει και ξάφνου το σήμαντρο κάποιου μετεωρίτικου μοναστηριού σημαίνει, και σε λίγο και της εκκλησιάς μας χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό. Και δεν αργούν οι δρόμοι όλοι να γεμίσουν από μικρούς, μεγάλους, άνδρες, γυναίκες, νιους και νιες που ανηφορίζουν τα καλντερίμια ντυμένοι όλοι στα «καλά» τους. Ολόχαροι πάνε στη Μεγάλη εκκλησιά μας που αστράφτει ολόφωτη. Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων γιορτάζουν όσοι έχουν το όνομα Χρίστος, Μανώλης, και οι Χριστίνες αλλά οι επισκέψεις στα σπίτια των εορταζόντων γίνονται τη δεύτερη μέρα. Την τρίτη δε μέρα όσοι έχουν το όνομα Στέφανος και όσες Στεφανία.
Το κρέας που περίσσευε, αφού ο χοίρος πολλές φορές περνούσε τα εκατό κιλά, και το μανάρι τα τριάντα, ή θα το αλάτιζαν και θα το τοποθετούσαν σε κάδους ειδικούς ή στο κατάλληλο διαμορφωμένο δέρμα του μαναριού, ώστε να συντηρηθεί για καιρό. Άλλοι το έβραζαν λίγο κάνοντας έτσι το «μπουσιαρδί» και το τοποθετούσαν σε πήλινα δοχεία ή τενεκέδες και το σκέπαζαν με χοιρινό λίπος. Και με «λίπα» μαγειρεύονταν όλα τα φαγητά, αφού η χρήση του ελαιόλαδου ήταν ακριβή. Τα έντερα των ζώων τα χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή των λουκάνικων. Τα υπολείμματα από το λιώσιμο του παστού, γίνονταν οι «τσιγαρίδες» που πολλές φορές ήταν το «προσφάγι» της οικογένειας. Με το δέρμα του χοίρου, αφού το στέγνωναν και το έκοβαν σε «φασκιές» έφτιαχναν τα περίφημα «γουρνοτσάρουχα» που ήταν τα μοναδικά υποδήματα των χωρικών μας, τις περισσότερες φορές. Ακόμα και η ουροδόχος κύστη, ή «φούσκα» του χοίρου γινόταν παιχνίδι των παιδιών.
Αλλά και το «μαναρίσιο» δέρμα μετά από κατάλληλη κατεργασία γινόταν ασκιά, τουλούμια και άλλα. Μια βδομάδα μετά τη γέννηση του Χριστού φτάνει ένα άλλο γιορτάσι, μια μέρα σημαδιακή. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς και τα παιδιά γυρίζουν στους δρόμους και τα σπίτια και τραγουδούν «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά….»
Ψώνια γίνονται πολλά για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, από το οποίο δεν μπορεί να λείψει η σούπα κότας και η πίτα, γι’ αυτό και «κότα – πίτα τον Γενάρη».
Όταν νυχτώσει, οι συστηματικοί χαρτοπαίζοντες αλλά και ερασιτέχνες το «στρώνουν» στο χαρτοπαίγνιο κάπου σε λέσχες ή στο σπίτι κάποιου κοινού φίλου. Το έθιμο της χαρτοπαιξίας αποτελεί έκκληση προς την Τύχη, να φανεί στον νέο χρόνο ευνοϊκή, σε όλα και για τον καθένα. Ο καινούργιος χρόνος έρχεται μαζί με το τραγούδι «Πάει ο παλιός ο χρόνος…» Καλή Χρονιά!!! Χαρούμενη – Χρυσή Πρωτοχρονιά.
Σαν περάσουν λίγες ώρες του νέου έτους και πολύ πριν ξημερώσει, γεμίζουν οι δρόμοι με παρέες παιδιών, που.. χαλούν τον κόσμο κτυπώντας λογής – λογής κουδούνια μεγάλα, μικρά κυπριά και τραγουδώντας ξεφωνίζοντας: «Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει». Χτυπούν με τις «τσουμάκες» τους τις θύρες για να πάρουν φιλοδώρημα – χρήματα συνήθως.
Και τα «παγανά» έφευγαν σκιαγμένα από το βουερό αχό τον κουδουνιών και από το φόβο μην «τις φάνε» από τις τσουμάκες τους. Σε πολλά σπίτια οι νοικοκυρές ανοίγουν τα φύλλα της βασιλόπιτας περνώντας το αλεύρι από την «καλή – μεταξωτή σίτα», και ετοιμάζουν τον «ζαϊρέ», ρύζι και κομμάτια «μαναρίσιο» κρέας, τον οποίο τοποθετούν ανάμεσα στα φύλλα, όπου θα τοποθετήσουν και το «φλουρί». Πρόκειται για το χρυσό παλιό νόμισμα που κάθε οικογένεια φύλαγε. Αυτός που θα το βρει είναι ο «καλότυχος» ο «τυχερός της χρονιάς». Το γλυκό που προσφέρεται είναι «κουραμπιές ή μπακλαβάς ή καταΐφι».
Τελευταίος σταθμός στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων η γιορτή του Σταυρού και των Θεοφανίων. Κατά την πίστη και την αντίληψη του λαού τα Θεοφάνεια ή Φώτα είναι «μεγάλη γιορτή, θεότρομη», αγιάζονται τα νερά και φεύγουν οι καλικάντζαροι. Τα «καρκατζάλια» φεύγουν σκούζοντας «Κάλκα δω, κάλκα κει, κάλκα κάτω στην αυλή, φύγετε να φύγουμε, γιατί ήρθε ο ζουρλόπαπας με την αγιοστούρα του και με τη μαγκούρα του κι αγίασε τα ρέματα και μας…εμαγάρισε». Πρωϊ – πρωϊ αυτή τη μέρα κι αφού ο ιερέας στην εκκλησία τελειώσει την «πρωταγίαση» γεμίζει μ’ αγίασμα το «παγκράτσι», το κακαβάκι, που δίνει να κρατήσει συνήθως παιδί, παίρνει τον Σταυρό κι ένα ματσάκι βασιλικό και ξεκινάει να περάσει με τη σειρά όλα τα σπίτια. Σαν κέρασμα η νοικοκυρά του ’βαζε στο χέρι κανένα πενηντάλεφτο ή δραχμή η πλουσιότερη. Του ’διναν καλαμπόκι, φασόλια, καρύδια, τυρί και ό,τι άλλο μπορούσε η κάθε μία.
Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και μάζευαν φιλοδωρήματα και κυρίως κουλούρια ειδικά φτιαγμένα από τις νοικοκυρές για τη συγκεκριμένη μέρα. Αυτά τα κουλούρια περασμένα σε σχοινί τα κρεμούσαν στον λαιμό τους και τραγουδούσαν «Σήμερα τα Φώτα, βαπτίζεται Θεού, παιδί μες στην κολυμπήθρα την αργυρή…» ή «Σήμερα τα Φώτα και ο φωτισμός ,ταχιά ο Γιάννης ο Πρόδρομος..».
Στην αγροτοκτηνοτροφική Βλαχάβα, τα κουλούρια ήταν κουλούρες μικρές και ονομάζονταν «κόλιαντρα».
Τη μέρα των Θεοφανείων γίνεται στις εκκλησιές μας, ο Μέγας Αγιασμός. Μετά την τελετή της κατάδυσης του Σταυρού, ο καθένας θα πάρει «αγίασμα» στο σπίτι του, και θα ραντίσουν κάθε χώρο, αλλά και τους κήπους, τα χωράφια και τα ζώα τους.
Οι φετινές γιορτές οι οποίες είναι διαφορετικές λόγω της πανδημίας, ας είναι αφορμή, να ξανασκεφτούμε ό,τι εθιμικό «χάσαμε» ιερό, ατομικό, κοινωνικό, παλιό και καινούργιο, και ας ευχηθούμε ο καινούργιος χρόνος, να μας χαρίσει πολλές γιορτινές ημέρες με υγεία και αγάπη.
Καλά Χριστούγεννα
Χρόνια Πολλά
Γεωργία Γ. Ψύρρα
Πολιτισμολόγος