Η σφοδρή επιθυμία της αλλαγής και του κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού έχει πείσει τον ιδιοκτήτη να απεμπολήσει τα «αναχρονιστικά» φαγιά του τόπου του και να τα αντικαταστήσει με άλλα, πιο «πιασιάρικα» που πιστεύει ότι «ζητάει» ο ξένος, αλλά και ο Έλληνας τουρίστας.
«Αυτό ζητάνε οι πελάτες μου» είναι, με μικρές παραλλαγές, η πάγια απάντηση του Έλληνα εστιάτορα σε οποιαδήποτε παρατήρηση του γίνει για τις επιλογές του καταλόγου του ή για την απελπιστικά άθλια εικόνα που παρουσιάζουν τα φαγητά του. Για όλα φταίνε οι «αλλοπρόσαλλοι ξένοι». Αυτοί του ζητάνε πίτσες, αυτοί του ζητάνε μακαρονάδες πνιγμένες στην κρέμα γάλακτος. Οι ξένοι θέλουν και προκάτ Greek moussakas και Choriatiki με μαρούλι. Όσο για τα παιδιά τους, προτιμούν τις προτηγανισμένες πατάτες, τα κατεψυγμένα hot-dogs και τα burgers που ο «ξύπνιος» επιχειρηματίας αγοράζει πιο φτηνά, σε συσκευασίες των 24 και βάλε τεμαχίων γιατί έτσι τον βολεύει.
Αλήθεια, τώρα;
Κανείς τους δεν αναρωτήθηκε τι λόγο θα είχε ο Ιταλός να κάνει τόσο δρόμο για να καταλήξει να τρώει κατεψυγμένη πίτσα στο Φαληράκι της Ρόδου; Τι τους κάνει να πιστεύουν ότι ο Ισπανός λαχταρά μια παέγια με κατεψυγμένα θαλασσινά, «καβουροπόδαρα» -surimi και parboiled ρύζι, στον Κάβο της Κέρκυρας; Άντε να αποδεχτώ ότι ο επισκέπτης από το εξωτερικό θέλει, για την ευκολία του, να παραγγείλει για τα παιδιά του κάποιο πιο οικείο φαγητό, οι περισσότεροι, όμως, ενήλικες Ευρωπαίοι λαχταράνε να δοκιμάσουν αυθεντικά, ελληνικά φαγητά – προφανώς, όχι στην κακοποιημένη τους εκδοχή.
Από την άλλη σας κατανοώ κι εσάς, κ. ταβερνιάρη μου∙ τα κατεψυγμένα στα φέρνει το φορτηγό στην πόρτα σου, τα πετάς στη φριτέζα και σε δυο λεπτά είναι έτοιμα. Δεν χρειάζεσαι καθημερινά ψώνια, δεν έχεις φύρα, δεν απασχολείς πολυπληθές προσωπικό κουζίνας για την προετοιμασία. Άσε που οι μεγάλες μερίδες της συσκευασίας χορταίνουν το μάτι και επισύρουν τα επαινετικά σχόλια των κριτών της γνωστής πλατφόρμας, «ανεβάζοντάς» σε στις πρώτες θέσεις των επιλογών τους. Μόνο που επιβεβαιώνουν, δυστυχώς, και τη μονίμως διαστρεβλωμένη εικόνα της ελληνικής κουζίνας την οποία διαμορφώνουν στις από σπόντα ταβέρνες σας όσοι επισκέπτονται τη χώρα μας. Μια εικόνα ήδη βεβαρημένη εξ αιτίας όσων σερβίρονται στις χώρες τους, στις ελληνικές ταβέρνες της ανάγκης, που άνοιγαν, κατά κόρον, σε προηγούμενες δεκαετίες άνθρωποι μη σχετικοί με την εστίαση.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς εκλεπτυσμένα γαστρονομικά γούστα για να αναζητήσει το διαφορετικό φαγητό της χώρας που επισκέφθηκε. Πολύ πριν επινοηθεί καν ο όρος «γαστρονομικός τουρισμός», οι τουρίστες ξετρελαίνονταν με τις απλές, αλλά αυθεντικές γεύσεις του ελληνικού τραπεζιού. Θα θυμίσω όλα αυτά που λάτρεψαν στα νησιά μας, πριν μερικές δεκαετίες: τη χωριάτικη μ ’εκείνη τη σφριγηλή ντομάτα, που μόλις είχε μαζέψει από το περβόλι της η μαγείρισσα. Μια ντομάτα που μοσχοβολούσε… ντομάτα. Εκείνο το, πολλές φορές άνυδρο και τόσο αρωματικό αγγούρι ή το αχνοπράσινο, χοντρόφλουδο και τραγανό αντζούρι ή κατσούνι (το ξυλάγγουρο) των Κυκλάδων. Αλλά και τις καλαματιανές ελιές, το σπινιάλο στην Κάλυμνο, την αθερινόπιτα στη Σαντορίνη ή τη γαλεόπιτα στη Ρόδο, τη λαδένια στην Κίμωλο κι απέναντι τα μηλέικα πιταράκια με το τραγανο-τηγανισμένο φύλλο, το ντόπιο ξερό, πικάντικο τυρί και το κρεμμύδι στη γέμιση τους, και τη φουρτάλια στην Άνδρο και στην Τήνο, τους αθουλένιους (ντολμάδες από κολοκυθανθούς) στην Κρήτη.
Αυτά τα ιδιαίτερα κι αυθεντικά φαγητά του κάθε τόπου αποτελούν από μόνα τους κίνητρο μετακίνησης για έναν ταξιδιώτη. Και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στον γαστρονομικό περιηγητή, που γυρνάει και ψάχνει τα προϊόντα της περιοχής που επισκέπτεται. Αναλογιστείτε μόνο πως το πρώτο πράγμα που μας ρωτάνε οι φίλοι μας όταν επιστρέφουμε από τις διακοπές μας αφορά το αν φάγαμε πουθενά καλά, και πού. Εξάλλου, όσο περισσότερο ταξιδεύουν οι άνθρωποι και «ενηλικιώνονται» ως ταξιδευτές τόσο περισσότερο αναζητούν νέες γευστικές εμπειρίες. Σκεφτείτε, μόνο, πόσο διστάζουν ακόμα να δοκιμάσουν κάτι δυτικό οι ταξιδιώτες που προέρχονται από τις μέχρι πρότινος εσωστρεφείς χώρες της Ασίας και πόσο διψάνε για νέες γεύσεις οι πιο πεπειραμένοι, όπως οι Γερμανοί ή οι Αμερικάνοι.
Τι σημαίνει γαστρονομική εμπειρία
Μπορεί οι γιγάντιες φωτογραφίες πιάτων, που χρησιμοποιούν για κράχτες οι εστιάτορες να μας προϊδεάζουν για το κακό που μας περιμένει, αλλά από την άλλη η αλήθεια είναι πως όσους λογαριασμούς Instagram και όσα hashtags φαγητού κι αν ακολουθήσουμε κανένα και τίποτα δεν θα μας δώσει πληροφορίες για τη γεύση των φαγητών που αποθανάτισαν. Κανείς δεν μπορεί να πει αν το όμορφα στημένο πιάτο που βλέπει είναι αλμυρό ή ανάλατο, νόστιμο ή άνοστο. Το μόνο που μπορεί να δει είναι αν είναι instagram-μικά θελκτικό, αν περνάει το τεστ της όψης, άντε μερικές φορές, με μαντεψιά, και της υφής, μέχρι εκεί όμως.
Όπως έγραφε χαρακτηριστικά, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Italo Calvino στο εξαιρετικό βιβλίο του Κάτω από τον Ιαγουάρο Ήλιο «ένα αληθινό ταξίδι, ως διαδικασία πρόσληψης παραστάσεων διαφορετικών από τις συνηθισμένες, συνεπάγεται και μια ολοκληρωτική αλλαγή της διατροφής, το να τρέφεσαι από τη χώρα που επισκέπτεσαι, από τη χλωρίδα, την πανίδα αλλά και την κουλτούρα της (να γνωρίσεις, δηλαδή, όχι μόνο τις διαφορετικές πρακτικές της μαγειρικής και της άρτυσης, αλλά και τη χρήση των διαφορετικών οργάνων και σκευών, με τα οποία, για παράδειγμα, δουλεύεις τη ζύμη ή ανακατεύεις τη χύτρα), περνώντας την από τα χείλη στον οισοφάγο. Αυτό είναι το μόνο είδος ταξιδιού που αξίζει τον κόπο την σήμερον ημέρα, αφού όλα τα αξιοθέατα μπορείς να τα δεις και στην τηλεόραση, χωρίς να χρειαστεί να κουνηθείς από την πολυθρόνα σου».
Κατ’ αντιστοιχία
Επειδή τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία, ας αντιληφθούν οι ενδιαφερόμενοι τι γοητεύει τους ξένους, αναλύοντας το τι συνέβη στην πρόσφατη φωτογράφιση του οίκου Christian Dior στην Ακρόπολη και στους άλλους αρχαιολογικούς χώρους, αλλά και στην επίδειξη της κολεξιόν Cruise 2022, στο Καλλιμάρμαρο. Οι δύο αυτές εκδηλώσεις θα μπορούσαν να «διαβαστούν» ως ένα σαφές μήνυμα του τι γοητεύει τους ξένους στη χώρα μας, πέρα από τον ήλιο και τη θάλασσα. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο πως ο διάσημος γαλλικός οίκος μόδας εκτίμησε κι επεδίωξε να γνωρίσει και να προβάλει τόσους Έλληνες δημιουργούς και τεχνίτες και πως συνεργάστηκε με ελληνικά εργαστήρια. Η Ελλάδα ήταν το θέμα του, Ελλάδα «αγόρασε» κι Ελλάδα σκοπεύει να «πουλήσει». Εσείς;
ΘΑΛΕΙΑ ΤΣΙΧΛΑΚΗ
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!