Ως ερριμμένοι, όπως θά ‘λεγε και ο Heidegger, βρισκόμαστε μέσα σε έναν κόσμο που δεν δημιουργήσαμε οι ίδιοι και συνθήκες που δεν ρυθμίζονται από εμάς, προσγειώνουν στην πραγματικότητα έναν εαυτό που περιορίζεται πολύ, αφού στ’ αλήθεια δεν είναι ελεύθερος.
Η μεταμόρφωση θυμίζει την μετάνοια, την μεταμέλεια κ.ο.κ.. Όμως η μεταμέλεια δεν είναι ίδια με την μετάνοια. Όχι απλά εκ πρώτης όψεως μέσα από την φθογγική διαφορετικότητα, αλλά το νόημα της κάθε λέξης. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο βάθος. Δεν έχουν το ίδιο βάθος. Η μετάνοια ως κίνηση ολοκληρωτικής αφαίμαξης ενός κακού και άσχημου προσωπείου μπορεί να αναδείξει το υπαρξιακό βάθος της έννοιας μέσα από έναν, όχι τόσο εννοιολογικό προσανατολισμό, αλλά μία διείσδυση στην αυθεντικότητα του υποκειμένου ως αφοσίωση στο ρηξικέλευθο στοιχείο της υποστατικής μεταστοιχείωσης.
Από την άλλη η μεταμόρφωση ως έννοια έχει διαφορετική κατεύθυνση και ολοκλήρωση. Η χρήση της ποικίλει. Άλλη είναι η μεταμόρφωση για τον άθεο, άλλη για τον Νίτσε ως ‘’μεταξίωση αξιών’’, άλλη για τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος. Βλέπετε, όλοι κινούνται προς κάτι ιδεώδες, το τέλειο, νοούμενο στα πλαίσια μίας πνευματικής κατάταξης, κατάκτησης. Η αλήθεια δεν βρίσκεται στις λέξεις, αλλά στα πράγματα, θα πει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Προς αυτό συνηγορεί ο Χριστός, αφού αντί να αναλωθεί σε έναν ανούσιο διάλογο με τους γραμματείς για την θεραπεία κατά την ιερή ημέρα του Σαββάτου, προτιμά να θεραπεύσει προστάζοντας τον παραλυτικό (Ματθ. 9, 1-8).
Η αυθεντικότητα μπορεί να οριστεί από τον τρόπο που εξυπηρετεί τις λέξεις ή από την αληθινότητα των εννοιών; Οι ελκυστικές προεκτάσεις των οποιονδήποτε προγραμματισμένων ή απρογραμμάτιστων συμβάντων (άραγε εξακολουθεί να προηγείται η ύπαρξης της ουσίας;), χωρίς τις χρονικές διαστρεβλώσεις και δεσμεύσεις μιας ουτοπικής μεταφυσικής αμηχανίας στα όρια της πνευματικής υπόθαλψης του εαυτού σε όρους πραγματικής ελευθερίας, μπορούν άραγε να ικανοποιήσουν το ανθρώπινο πρόσωπο, την φύση του, τον πόθο της ολοκλήρωσης; Και ποια είναι αυτή η ολοκλήρωση;
Η μεταμόρφωση δεν προϋποθέτει απαραίτητα την αυθεντικότητα. Η αυθεντικότητα όμως μπορεί να αποτελέσει μέρος της μεταμόρφωσης. Στην δεύτερη περίπτωση η Μεταμόρφωση του Χριστού, ένα γεγονός, ένα συμβάν που συντελείται σε χρόνο, χώρο, πρόσωπα. Όλα αληθινά, όλα αυθεντικά. Η αυθεντικότητα αυτή δεν είναι μία ακόμη αρετή. Το τελείωμα της κατάστασης των όντων δεν είναι η αρετή ως το απόλυτο εκφραστικό και βιωματικό ποθούμενο, αλλά η πηγή της αρετής. Το φως που λάμπει από το πρόσωπο του Χριστού κατά την Μεταμόρφωση δεν είναι μία ειδωλική εικόνα, ικανή να ξεδιψάσει την αγωνία τριών μαθητών που ακολούθησα στο Θαβώρ τον Χριστό. Αυτό το φως από κάπου προέρχεται, όπως και η αρετή από κάπου προέρχεται.
Εδώ θα μας βοηθήσει ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής, που σημειώνει πως αυτός που νομίζει ότι έχει καταληφθεί από το τέλος της αρετής, που θα έχει αποκτήσει, δεν θα αναζητήσει την πηγαία αιτία της αρετής, αλλά θα σταματήσει εκεί, στο γεγονός ότι την κατέκτησε ο ίδιος. Αυτός ο άνθρωπος ζημιώνεται κατά Μάξιμο. Αυτός, όμως, που αισθάνεται πως κάτι του λείπει, πως η αρετή του δεν είναι κατόρθωμα του και πως έχει την πηγή της, «οὐ παύεται προτροπάδην τρέχων πρός τόν δοῦναι δυνάμενον τῆς ἐνδείας τήν πλήρωσιν», πάλι κατά Μάξιμο. Αυτή η πλήρωση είναι το πρόσωπο του Χριστού, το οποίο βρίσκεται πάνω από την αρετή.
Η μεταμόρφωση λειτουργείται εντός ενός ονόματος πάνω από όλα τα άλλα. Δεν είναι η αγάπη, η μετάνοια, το κάθε φορά ζητούμενο, αλλά εκείνος που είναι η αγάπη και που δίνει μετάνοια. Οι λέξεις εξυπηρετούν τον αυτοπεριορισμό και αυτοεγκλωβισμό της μεταποιητικής μανίας που υποστασιοποιείται εντός της λέξης. Το ζητούμενο είναι η λέξη να περάσει στην εμπειρία. Αν έλεγαν τον Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη πως ο Χριστός θα μεταμορφωθεί στο όρος Θαβώρ, τί νόημα έχει αυτό για εκείνους; Ο Χριστός μεταμορφώνεται για τον εαυτό του.
Μήπως μεταμορφώθηκε για τους άλλους; Εκείνος σαρκώνεται, πάσχει, ανασταίνεται και απευθύνει κάλεσμα. Αυτό ‘’θέλεις’’ του Χριστού που συναντάμε στα θαύματα είναι πολύ βασανιστικό. Δεν είναι το ζήτημα αν θέλει κάποιος να σωθεί, να γιατρευτεί, να μεταμορφωθεί, το ζήτημα είναι πως η σωτηρία, η ίαση, η μεταμόρφωση έχει πολύ βάσανο μέσα της η κάθε μία. Οι άλλοι πώς λειτουργούν τα παραπάνω γεγονότα για τον εαυτό τους; Πώς επιδρά η ελευθερία τους απέναντι στα θεία γεγονότα; Μετέχουν σ’ αυτά; Τα παρατηρούν; Αγωνιούν να γευθούν την εμπειρία του φωτός;
Ο Χριστός μέσα από την Μεταμόρφωση του έδειξε την δόξα του, αλλά και το φως που δεν είναι άλλο ένα γνωσιολογικό απωθημένο που αναλώνεται στη σχεσιακή απορρύθμιση φωτός – σκότους. Το φως το άκτιστο δεν μπορούν να το εκπέμψουν οι μαθητές, κανείς άνθρωπος. Μπορούν να μετέχουν. Αυτό φιλοσόφησε με σοβαρή θεολογική σκέψη ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, απέναντι σε όσους σήμερα εντός της Εκκλησίας εμφανίζονται ως εραστές μαγικών συνταγών που προσφέρουν άκοπη και αμέθυστη σωτηρία.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (βαλκανιολόγος, θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας