Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΔΥΛΗΣ,
Κοινωνικός Γεωγράφος, Ερευνητής ΕΚΚΕ
Τον Οκτώβρη του 2012 επισκέφθηκε την Κρανιά του Ασπροποτάμου μια διήμερη νεροποντή, από αυτές που έχουν τη δύναμη να αλλάζουν τις κοίτες των ποταμών για τις δεκαετίες που ακολουθούν. Το χωριό γλίτωσε τα χειρότερα, αλλά τα ατίθασα νερά του φουσκωμένου Κρανιώτικου ρέματος δεν αστειεύτηκαν: σάρωσαν βράχους και μικρές πλαγιές, παρέσυραν σε πολλά σημεία τεράστιους κορμούς και διέλυσαν την τσιμεντένια γέφυρα που ένωνε τους δυο μαχαλάδες του χωριού, συντρίβοντας μάλιστα, σε όλο του το μήκος τον δρόμο για το φυσικό μπαλκόνι στο Γκοργκάτσι. Δεν πτόησαν όμως το πέτρινο Γεφύρι του Γκίκα.
Χτισμένο τη δεκατετία του 1880*, στον δρόμο που ανεβαίνει προς τα Κονάκια κι από εκεί περνά στο Παλαιοχώρι ή στον Κλεινοβό, με άλλα λόγια κομμάτι της βλαχόστρατας που συνέδεε για αιώνες την Κρανιά με τον θεσσαλικό κάμπο, το γεφύρι όχι μόνο άντεξε, αλλά μοιάζει να συγκράτησε και τις ίδιες τις όχθες που λίγα μέτρα μόλις παραπάνω ισοπεδώθηκαν κυριολεκτικά από την ένταση του φαινομένου. Όταν ο καιρός γαλήνεψε και πάλι, το νερό συνέχισε να κυλά στις βάθρες με τις πέστροφες κάτω απ’ το γεφύρι – κι αυτό συνέχισε να στέκει ακλόνητο μες στο δάσος, συντροφεύοντας τα έλατα στο μεγάλωμά τους, μέσα στις εποχές και τα χρόνια.
Δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά για την αρμονία του γεφυριού με το τοπίο, για τη μουσική του νερού που κυλά, για το ημέρωμα που φέρνουν στο μάτι και στην ψυχή οι γεφυρωμένες όχθες. Όποιος πέρασε μια φορά από πέτρινο τοξωτό γεφύρι, ξέρει. Όποιος δεν πέρασε, δεν θα καταλάβει διαβάζοντας.
Κι όμως, το γεφύρι του Γκίκα κινδυνεύει σήμερα να αποκτήσει μια ανοίκεια και αλλοπρόσαλλη συντροφιά: έναν “μικρό” υδροηλεκτρικό σταθμό που σχεδιάζεται να κατασκευαστεί ακριβώς δίπλα του.
Πρόκειται, σύμφωνα με τη μελέτη που έχει κατατεθεί, για ένα κτήριο συνολικής επιφάνειας 160 τ.μ. και ύψους επτά και πλέον μέτρων, σε μικρή απόσταση από την κοίτη, όπου θα εγκατασταθεί υδροστρόβιλος για την εκμετάλλευση των νερών του ρέματος που θα αποσπώνται από μεγαλύτερο υψόμετρο.
Ο βιομηχανικός χαρακτήρας του κτηρίου φανερώνεται από τη μεταλλική, διαστάσεων 3×4 μέτρα, είσοδό του, από τη μόνιμη γερανογέφυρα που τοποθετείται για τη συντήρηση του εξοπλισμού και βέβαια από το θηριώδες αντιπλημμυρικό τοιχίο των… ενενήντα τριών μέτρων. Όλα αυτά σε απόσταση μόλις εξήντα μέτρων από τη μια άκρη του γεφυριού, χωρίς να υπολογιστεί καν η όποια περίφραξη (η οποία δεν περιγράφεται στη μελέτη για να ξέρουμε πώς θα μοιάζει) και το τμήμα νέου δρόμου που θα χρειαστεί να διανοιχθεί.
Υπάρχει αρκετή εμπειρία από αντίστοιχα έργα ανά την επικράτεια. Η προχειρότητα, η κακοτεχνία, οι αποθέσεις απορριμμάτων και μπάζων εδώ κι εκεί, τα ασταθή πρανή, η κακοσυντήρηση και τελικά η υποβάθμιση είναι δυστυχώς ο κανόνας. Δεν μπορούμε βέβαια να ισχυριστούμε εκ των προτέρων ότι το έργο στην Κρανιά θα τα έχει όλα αυτά, αν και τα λάθη και οι παραλήψεις που εντοπίζονται στη μελέτη είναι τουλάχιστον ανησυχητικά: ενδεικτικά, η γερανογέφυρα εμφανίζεται να έχει ικανότητα ανύψωσης άλλοτε 4 και άλλοτε 10 τόνων, το ρέμα αναφέρεται μία φορά με άλλο όνομα (δείγμα κακής αντιγραφής από άλλη μελέτη!), η ιχθυοπανίδα της περιοχής δεν εντοπίστηκε κατά την έρευνα πεδίου. Σε κάθε περίπτωση, πέρα από τις όποιες προθέσεις του κατασκευαστή, αυτό που βλέπουμε είναι ένα υπεραιωνόβιο στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής, άριστα συντηρημένο και λειτουργικό μέχρι τις μέρες μας, να υποβιβάζεται επί της ουσίας σε διακοσμητικό στοιχείο της πίσω αυλής ενός υδροηλεκτρικού σταθμού.
“Εντάξει όλα αυτά”, θα πει κανείς, “αλλά δεν θέλουμε την καθαρή ενέργεια που παράγουν τα υδροηλεκτρικά; Δεν πρέπει κάθε περιοχή να καταβάλει ένα τίμημα προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να γλιτώσουμε από τις πιο ρυπογόνες μορφές ενέργειας που καταστρέφουν τον πλανήτη;”
Ναι, λοιπόν, χρειαζόμαστε καθαρή και ανανεώσιμη ενέργεια, αλλά πρέπει να βλέπουμε και στο βάθος της εικόνας. Είναι δυνατόν να θεωρείται καθαρό και ανανεώσιμο κάτι που διαταράσσει το πολύτιμο και αναντικατάστατο απόθεμα των μνημείων του ορεινού πολιτισμού και καταστρέφει τη διαχρονική σχέση τους με τη φύση; Μπορούμε να κοστολογήσουμε το δασικό τοπίο, την ιστορική, αισθητική, και συναισθηματική αξία του σε Μεγαβάτ; Δεν είναι αλήθεια ότι υπάρχουν εκεί στα βουνά, στα δάση, στα χωριά στοιχεία δημιουργημένα από εμάς, μαζί με άλλα που βρήκαμε από τη φύση, τα οποία πρέπει να διατηρηθούν, αν θέλουμε διασφαλιστεί η φυσική και κοινωνική συνέχεια των τόπων μας;
Πρέπει επίσης να βλέπουμε και την πλήρη έκταση της εικόνας. Το συγκεκριμένο υδροηλεκτρικό έργο δεν είναι το μόνο που προτείνεται στην περιοχή, αλλά μέρος ενός δικτύου παρεμβάσεων. Αν τις δούμε όλες μαζί, ο χαρακτηρισμός “μικρό” που συνοδεύει τα υδροηλεκτρικά ακούγεται το λιγότερο ειρωνικός. Τα ρέματα μοιάζουν να αντικαθίστανται από σύνολα διαδοχικών φραγμάτων και υδροστροβίλων. Η φυσική επιφανειακή ροή εγκιβωτίζεται σε υπόγειες σωληνώσεις με απρόβλεπτες επιπτώσεις στη θερμοκρασία του νερού, στην παρόχθια χλωρίδα, στην πανίδα της ευρύτερης περιοχής, στο μικροκλίμα, στη βιοποικιλότητα. Προσθέτοντας σε αυτά και τις εγκαταστάσεις των αιολικών και των φωτοβολταϊκών, θα δούμε τα ορεινά οικοσυστήματα να κατακερματίζονται ανάμεσα σε ανοιχτά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας.
Χρειαζόμαστε λοιπόν τις ανανεώσιμες πηγές, αλλά όχι άκριτα. Ό,τι είναι ανανεώσιμο, δεν είναι απαραίτητα και “οικολογικό”, ειδικά όταν το μέγεθος των παρεμβάσεων ξεπερνά το μέτρο και οι επιπτώσεις στη συνέχεια και τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων και των ανθρώπινων κοινοτήτων γίνονται μη αναστρέψιμες. Και βέβαια, δεν υπάρχουν μαγικές “πράσινες” λύσεις στα προβλήματα της ενέργειας, αν δεν πάρουμε στα σοβαρά τη δραστική αντιμετώπιση της σπατάλης από τους μεγάλους καταναλωτές και ρυπαντές.
Η ιδιαιτερότητα των πέτρινων γεφυριών συνίσταται στο ότι είναι ταυτόχρονα κατασκευασμένα και φυσικά. Τεχνουργήματα δημιουργημένα από τους ανθρώπους και την ίδια ώρα ενταγμένα στον κύκλο ανανέωσης του φυσικού κόσμου, τα γεφύρια μάς θυμίζουν, συμβολικά και λειτουργικά, τι είναι αυτό πρέπει να κάνουμε αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε την ισορροπία σε αυτόν τον πληγωμένο κόσμο όπου κατοικούμε. Κι αν θέλουμε να γεφυρώσουμε τα χάσματα που ανοίξαμε με τους συγκατοίκους μας εδώ, τους άλλους οργανισμούς από τους οποίους εξαρτάται η ζωή μας και η ποιότητά της. Αλήθεια, οι διάφορες εμπλεκόμενες υπηρεσίες λαμβάνουν αυτή τη διάσταση υπόψιν πριν εγκρίνουν τις άδειες που χορηγούν ή στην πραγματικότητα χτίζοντας αλόγιστα υποδομές καταλήγουμε να γκρεμίζουμε γέφυρες;
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
* Τότε χρονολογεί το γεφύρι ο ντόπιος συγγραφέας Δημήτρης Κωνσταντινίδης, με βάση την έρευνά του (Κρανιά Ασπροποτάμου: Η Ιστορία, ο Τόπος, οι Άνθρωποι, 2007). Σύμφωνα με άλλες μη τεκμηριωμένες απόψεις χτίστηκε αρκετά παλιότερα, πιθανόν στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.