Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα
Το λαγούμι / υπόγεια σήραγγα των κάστρων Τρίκκης και Σταγών(;)
Εισαγωγή
Σε πολλές περιόδους του όλου ενιαυτού συνηθίζεται στην Καλαμπάκα να τραγουδιούνται κάποια τραγούδια, πολύ περισσότερα σε παλαιότερες εποχές, πολύ λιγότερα σήμερα. Κάποια απ’ αυτά, τα λεγόμενα «πασχαλιάτικα», χορεύονται κατά τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, την «Ασπροδευτέρα ή Νια Δευτέρα (…) ή την άλλη μέρα, την Τρίτη του Πάσχα, την Ασπροτρίτη ή Νια Τρίτη»2 στην πλατεία3 του Αγίου Δημητρίου στην Πουλιάνα.
Το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου σε παλαιότερη φωτογραφία
Την χρονιά που μας πέρασε με μεγάλη συγκίνηση παρουσιάσαμε τη συσχέτιση δύο από τα καλαμπακιώτικα «πασχαλιάτικα» τραγούδια (Το καριοφίλι & Ο παπα–Γιώργης) με την βλαχάβεια επανάσταση στην Καλαμπάκα στα 1808.4
Προσεχώς ετοιμάζουμε μια μελέτη για ένα άλλο καλαμπακιώτικο τραγούδι, το «Κάτω στον αγιο–Θόδωρο»,5 που τραγουδιέται και χορεύεται στον αύλειο χώρο του ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής, μετά από τον λεγόμενο «εσπερινό της συγχωρήσεως»,6 και για το οποίο έχουμε εντοπίσει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες…
Η βρύση στην Πουλιάνα. Στο βάθος το ναΰδριο του Αγίου Δημητρίου.
Σήμερα όμως θα ασχοληθούμε με την μαυρομάτα Καλαμπακιώτισσα Ρήνα. Ας διαβάσουμε τους στίχους του τραγουδιού:
Καλαμπακιώτικο δημοτικό τραγούδι: «Η Ρήνα»7
Καλό σταυρό που έκανα σήμερα την Δευτέρα,
(πέρδικά μου νιογραμμένη8 ή ηλιογραμμένη9)
μια μαυρομάτα σταύρωσα, την είπα καλημέρα.
«Καλημέρα σου, Ρήνα μου.» «Καλώς τον τον λεβέντη.»
«Λεβέντη μ’, για δεν έρχεσαι, για δεν συχναραδιάζεις;»
5 «Σαν θέλεις, Ρήνα μ’, να ’ρχομαι και να συχναραδιάζω,
φτιάξε λαγούμι να ’ρχομαι, γιοφύρι να περάσω.
Και τότε, Ρήνα μ’, θα ’ρχομαι και θα συχναραδιάζω
στην εβδομάδα τρεις φορές, στον μήνα δεκαπέντε.»
Καταγραφή σε πεντάγραμμο: Σπυρίδων Βλιώρας10
«Το σύντομο αυτό τραγούδι δεν βρέθηκε σε καμιά συλλογή από όσες ερευνήθηκαν. Το όνομα Ρήνα, από τα πολύ γνωστά στην περιοχή μας, δεν κατέστη δυνατό να οδηγήσει στον εντοπισμό συγκεκριμένου προσώπου. Ασφαλώς ο λαϊκός δημιουργός αφορμήθηκε από προσωπική εμπειρία ή του άμεσου περιβάλλοντός του, την οποία μετέφερε σε οκτώ δεκαπεντασύλλαβους στίχους.
Όταν “Η Ρήνα” τραγουδιέται, επαναλαμβάνεται τρεις φορές το μισό τού πρώτου ημιστιχίου κάθε στίχου, δηλαδή οι τέσσερις μετρικοί πόδες, και, όταν το ημιστίχιο ολοκληρώνεται, ακούγεται το επίφθεγμα “γιε μ’” στην αρχή του δευτέρου ημιστιχίου, που τελειώνει με το τσάκισμα “πέρδικά μ’ ηλιογραμμένη”.»11
Το όνομα «Ρήνα»
Η Ρήνα / Ρήνη τού τραγουδιού είναι άγνωστη. Δεν ξέρουμε αν τ’ όνομά της γράφεται με –η– (Ρήνα / Ρήνη < Ειρήνη) ή με –ι– (Ρίνα / Ρίνη < Κατερίνα, Αικατερίνη). Υποπτευόμαστε ότι προέρχεται από το Ειρήνη, όπως άλλωστε και οι Αθανασούλας (1974 (τραγούδια), 65) και Πλιάτσικας (2016 (πασχαλιάτικα), 33, 128), που το γράφουν με –η–.
Θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε Ειρήνη, Καλαμπακιώτισσα στην καταγωγή, καθώς δεν φαίνεται το τραγούδι να τραγουδιέται σε άλλη περιοχή.12 Η παραλλαγή μάλιστα του ονόματος Ειρήνη, η Ρήνα / Ρήνη χρησιμοποιείται συχνά στην Καλαμπάκα, όπως άλλωστε βλέπουμε και στις φωτογραφίες Καλαμπακιωτισσών χορευτριών στο βιβλίο «Τα πασχαλιάτικα τραγούδια της Καλαμπάκας» του συμπατριώτη μας Δημητρίου Πλιάτσικα.13
Αλλά και σε παλαιότερα κείμενα που αφορούν τους Σταγούς συναντούμε το όνομα Ειρήνη, όπως σε έγγραφο των μέσων του 14ου αιώνα, διαθήκη ενός κατοίκου των Σταγών, του Μανουήλ Ιωαννάκη, του οποίου οι κόρες λεγόταν Άννα, Ευφροσύνη και Ειρήνη.14
Εξάλλου, το όνομα Ειρήνη ήταν γνωστό και συνηθισμένο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με αρκετά γνωστή μια αυτοκράτειρα, την Ειρήνη Σαρανταπήχαινα,15 που έμεινε γνωστή ως Ειρήνη η Αθηναία (752–803).
Το λαγούμι / υπόγεια σήραγγα των κάστρων Τρίκκης και Σταγών (;)
Πότε όμως πρωτοσυντέθηκε το τραγούδι, ώστε να δούμε αν υπάρχει περίπτωση να διαπιστώσουμε την ταυτότητα της Ρήνας που αναφέρεται; Ας κάνουμε μία προσπάθεια να απαντήσουμε.
Την προσοχή μας είχε ελκύσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια το ημιστίχιο του 6ου στίχου: «φτιάξε λαγούμι16 να ’ρχομαι». Εξ αρχής το λαγούμι, η υπόγεια στοά, φαίνεται σαν μια ποιητικῇ ἀδείᾳ υπερβολή του εραστή, προκειμένου να πλησιάσει την αγαπημένη του.
Κάστρο Τρικάλων
Κι αν δεν είναι μια ποιητικῇ ἀδείᾳ υπερβολή, αλλά αναφέρεται σε πραγματικό λαγούμι που συνέδεε το κάστρο Τρίκκης με το κάστρο Σταγών, το οποίο λαγούμι είχε υποστεί ζημιές με τον καιρό και ο συνθέτης του τραγουδιού ζητάει με απόλυτα συγκαλυμμένο τρόπο να επισκευαστεί, μετατρέποντας το άσμα σε (ψευτο–)ερωτικό; Υπήρχε / υπάρχει τέτοιο λαγούμι;
Ο Καλαμπακιώτης Λάζαρος Αρσενίου έγραψε ότι «στο δάπεδο του Ιερού (του Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας) υπάρχει καταπακτή. Όταν τη σήκωσε ο ιερέας, αποκαλύφθηκε ένα λαγούμι. Κατά την παράδοση είχε μεγάλο μήκος και χρησίμευε ως καταφύγιο κατοίκων σε επιδρομές Σλάβων ή άλλων βαρβάρων.»17 Δεν γνωρίζουμε κανέναν όμως να έχει δει την καταπακτή αυτή ή να έχει κατέβει σε τέτοιο λαγούμι. Αν κάποιος γνωρίζει, ας μας ενημερώσει…
Και για άλλα μέρη της ευρύτερης περιοχής έχουμε παρόμοιες μαρτυρίες ή έστω αναφορές. Για παράδειγμα, για τη μονή Σταγιάδων διαβάζουμε ότι «επάνω από την είσοδο, η οποία οδηγεί στο “λαγούμι”, στη νότια πλευρά, αποκαλύφθηκε μία άλλη κτητορική επιγραφή, κατά την ανακαίνιση του 1990, χαραγμένη στην πέτρα του ανωφλιού, δεξιά του ανάγλυφου ελληνικού σταυρού. (…) Σύμφωνα με πληροφορία της αδελφής Θεολόγης εκεί υπήρχε κρύπτη που οδηγούσε έξω από τη μονή.»18
Αλλά και για τις σπουδαιότατες παλαιότερα μονές των Αγίου Νικολάου και Αγίου Γεωργίου Ζαβλαντίων19 στον Παλαιόπυργο Τρικάλων διαβάζουμε ότι «το δάπεδο μπροστά από την κόγχη του ιερού έχει στρωθεί τελευταία με τσιμέντο. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία των κατοίκων του χωριού, η οποία φωτογραφικά ή ανασκαφικά δεν έχει τεκμηριωθεί, μπροστά από την κόγχη του ιερού υπήρχε υπόγεια σήραγγα με σκαλοπάτια (λαγούμι;) το οποίο κατέληγε σε μια πηγή νερού στους πρόποδες του υψώματος. Η ύπαρξη του περάσματος αυτού, αν και δεν έχει μέχρι στιγμής αποδειχθεί, φαίνεται αρκετά πιθανή, καθώς σε κανένα σημείο του βραχώδους υψώματος δεν έχει εντοπισθεί πηγή νερού.»20
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο επίμαχο λαγούμι, από το κάστρο Τρίκκης προς το κάστρο Σταγών, για το οποίο έχουμε κι άλλες μαρτυρίες, και μάλιστα κάποιες από άνθρωπο που μελέτησε την πορεία του και μπήκε εντός του σε κάποια σημεία του, τον Νεκτάριο Κατσόγιαννο, που «από το 1962 έως το 1996 υπηρέτησε ως τεχνολόγος μηχανικός στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Τρικκαίων».21
Νεκτάριος Κατσόγιαννος
«Στα βόρεια της πόλης των Τρικάλων», γράφει ο φιλόλογος Θεόδωρος Νημάς, «και πάνω στον ακρότατο λόφο του ορεινού βραχίονα των Αντιχασίων, που κατεβαίνει ως εδώ, δεσπόζει με τον επιβλητικό του όγκο, βουβό και αγέρωχο, το μεσαιωνικό φρούριο της πόλης. (…) Από το 3ο διάζωμά του ξεκινούσε ο υπόγειος λιθόκτιστος διάδρομος (λαγούμι) που έφτανε ως την Καλαμπάκα.»22
Ας παρακολουθήσουμε την πορεία του λαγουμιού αυτού, όπως την περιγράφει ο Νεκτάριος Κατσόγιαννος:
Επεξεργασία χαρτογραφικών δεδομένων: Σπυρίδων Βλιώρας
«Η αρχή του, η είσοδος (άνοδος) ή έξοδος (κάθοδος) της υπόγειας σήραγγας, βρίσκεται μέσα στο κάστρο των Τρικάλων, τελευταίο διαμέρισμα (3ο), και 130 μέτρα βόρεια από το ρολόι. (…) Οι διαστάσεις του πηγαδιού (εξόδου) είναι 2 X 1,6 μέτρα, κτισμένο από πέτρα, το δε βάθος του είναι από μεν την επιφάνεια του εδάφους περίπου 7 μ., από δε το ύψος των επάλξεων 12 μ. Στον πυθμένα του είναι η είσοδος ή έξοδος της υπόγειας σήραγγας, οι δε διαστάσεις αυτής είναι 1,80 Χ 0,70 από λιθοδομή με θολωτή οροφή.
Εικόνα από την είσοδο / έξοδο του λαγουμιού στο 3ο διάζωμα του κάστρου Τρικάλων
Από το σημείο αυτό η κατεύθυνσή του είναι προς τα βορειοανατολικά, περνάει κάτω από το τείχος του κάστρου, διασχίζει την παλαιά πόλη των Τρικάλων, του συνοικισμού που είναι κάτω ή γύρω από την εκκλησία Αγίας Μαρίνας,24 συνεχίζει στους πρόποδες του λόφου Προφήτη Ηλία,25 περνά από το προαύλιο (στην άκρη) του κτηρίου της 7ης Μεραρχίας26 και εμφανίζεται στο πίσω μέρος αυτού σε τομή στην οδό Χασίων,27 στα λεγόμενα “νταμάρια”.
Η τομή του είναι εμφανής από το ύψος του δρόμου (οδός Χασίων) και βρίσκεται μέσα σε οικόπεδο, ιδιοκτησίας Νικολάου Κερασοβίτη. Έχει δε τη βάση του 4 μέτρα ψηλά από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Οι διαστάσεις του και το σημείο αυτό είναι ίδιες, δηλαδή 1,80 X 0,70, μπορεί ένας άνθρωπος μέσου ύψους να περπατήσει όρθιος άνετα.
Η αποκάλυψη του λαγουμιού στο ως άνω σημείο έγινε μεταξύ των ετών 1925–1930, όταν άρχισε να λειτουργεί λατομείο από τον Δημήτριο Κερασοβίτη ή Μπρίτση.»28
Στη συνέχεια ο μελετητής παρακολουθεί την πορεία του λαγουμιού (με διαστάσεις πάντα ίδιες: 1,80 X 0,70 μ.) μέχρι τα «τσιγκέλια»,29 τη Λεπτοκαρυά,30 και τη Ράξα.31 «Το υλικό της κατασκευής του εδώ διαφέρει. Είναι από σκληρή άσπρη πέτρα, ίσως να είναι παρμένο από το λόφο της Ράξας, όπου και το σημερινό λατομείο. (…) Από γενόμενη έρευνα, στα χωριά Ράξα, Βασιλική, Άγιοι Θεόδωροι και Θεόπετρα συμπεραίνεται ότι προτού φθάσει στη Ράξα στρίβει αριστερά με κατεύθυνση προς Καλαμπάκα.»32
Επεξεργασία χαρτογραφικών δεδομένων: Σπυρίδων Βλιώρας
Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό πως ο Άγιος Γεώργιος Ζαβλαντίων33 απέχει από το λαγούμι έξω από την περιοχή της Ράξας περίπου έξι χιλιόμετρα. Ίσως συμπληρωματική διακλάδωση οδηγούσε προς τα εκεί, συνδέοντας το Κάστρο Τρίκκης και με το Παλαιόκαστρο.
Επεξεργασία χαρτογραφικών δεδομένων: Σπυρίδων Βλιώρας
Στη συνέχεια, το λαγούμι θα περνούσε από τα χωριά Βοϊβόντα και Κουβέλτσι και θα κατέληγε στο τείχος του κάστρου Σταγών.
Γι’ αυτό το κάστρο έχουμε κάποια αρχαιολογικά ευρήματα και αρκετές μαρτυρίες σε ρωμαϊκές, μεσαιωνικές και τουρκικές πηγές αλλά και διαφόρων, ανά τους αιώνες, περιηγητών. Με λεπτομέρειες θα τα εκθέσουμε όλα αυτά σε προσεχή μελέτη μας. Εδώ απλώς να πούμε πως στα δυτικά το τείχος ενισχυόταν συμπληρωματικά34 με την χαράδρα της Λαλούκας35 ενώ στα ανατολικά με τη χαράδρα του Σοποτού, ανάμεσα από τα σημερινά βράχια του Άλτσου και της Αγίας Τριάδος. Επιπροσθέτως, υπήρχε κι ένα μικρό τείχος, ένα καστράκι, στο …σημερινό Καστράκι, ανάμεσα από τα βράχια Πυξάρι και Χάλασμα, όπου ακόμη σώζονται υπολείμματα του τείχους αυτού, ώστε να μην είναι δυνατόν να περάσουν οι εχθροί στους Σταγούς από τη χαράδρα Ζωνάρι.
Επεξεργασία χαρτογραφικών δεδομένων: Σπυρίδων Βλιώρας
Για την πορεία του λαγουμιού από την Ράξα μέχρι την Καλαμπάκα δεν είμαστε σίγουροι. Ο Νεκτάριος Κατσόγιαννος, όπως είδαμε, μέχρι περίπου τη Ράξα τεκμηριώνει την ύπαρξή του.36 Αναφέρει βέβαια μια πληροφορία για την Καλαμπάκα, η οποία όμως κρίνεται κάπως ασαφής. Αν κάποιος Καλαμπακιώτης ξέρει κάτι περισσότερο, ας μας το υποδείξει. Γράφει: «Επίσης από έρευνα που έγινε στην γειτονική Καλαμπάκα στο άνω μέρος της πόλεως και πλησίον της εκκλησίας κάτω από τα Μετέωρα υπήρχε κάστρο / “ἀκρόπολις” της πόλεως, από το οποίο σήμερα ελάχιστα τμήματα από τους τοίχους σώζονται. Σε γενόμενη εκσκαφή προ ετών για την ανέγερση οικοδομής37 βρέθηκε ένα “λαγούμι” με κατεύθυνση προς νότια, μάλιστα μερικοί μπήκαν μέσα λίγα μέτρα, φοβήθηκαν όμως και γύρισαν πίσω, επειδή είχε πολλές νυχτερίδες. Θα πρέπει κατά την γνώμη μου από τα στοιχεία που βρέθηκαν και από την περιγραφή των κατοίκων να συνδέονταν το κάστρο των Τρικάλων με το κάστρο της Καλαμπάκας με το υπόγειο αυτό λαγούμι.»38
Ίσως, τελικά, απλώς συνδεόταν το κάστρο Τρίκκης με το Παλαιόκαστρο Παλαιόπυργου και δεν συνεχιζόταν η πορεία του προς την Καλαμπάκα, από τη Ράξα και πέρα, ίσως και να συνεχιζόταν. Οπωσδήποτε η έρευνα πρέπει να συνεχιστεί.
Διάκριση λαγουμιού / αυλακιού
Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό πως άλλο το λαγούμι, η υπόγεια στοά, της οποίας περιγράψαμε την πορεία πιο πάνω, κι άλλο το επιφανειακό αυλάκι, που μετέφερε νερό του Πηνειού39 από την Καλαμπάκα προς τα Τρίκαλα.40 «Επειδή πολλοί συγχέουν το “λαγούμι” με το “αυλάκι” (…) πράγματι υπήρχε ένα επιφανειακό αυλάκι (τεχνητό κανάλι). Αυτό ξεκινούσε από τη θέση Προφήτης Ηλίας, της Καλαμπάκας. Εκεί παλαιότερα υπήρχε ένα πρόχειρο φράγμα, “δέση” όπως το έλεγαν, έπαιρνε το νερό του Πηνειού από το παραπάνω σημείο και με κατεύθυνση προς νότο, περνούσε από τα αγροκτήματα που είναι νότια της πόλεως Καλαμπάκας. Συνεχίζοντας περνούσε έξω από το χωριό Θεόπετρα (…) κατόπιν έξω από το χωριό Άγιοι Θεόδωροι με κατεύθυνση πάντα προς νότο, περνούσε κοντά στο χωριό Βασιλική (…) περνούσε έξω από το χωριό της Ράξας, στους πρόποδες του λόφου, όπου ο σημερινός δρόμος και το υπάρχον λατομείο. (…) Προχωρώντας προς το συνοικισμό Σωτήρας έστριβε δεξιά με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά, (…) για να πέσει τελικά στο Ληθαίο, κοντά στο σημείο που διέρχονταν το “λαγούμι”.»41
Χρονολόγηση δημιουργίας λαγουμιού
Αν και η ύπαρξη του λαγουμιού δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς σε όλη του την έκταση από το κάστρο Τρίκκης μέχρι το κάστρο Σταγών και η έρευνα πρέπει να συνεχιστεί, ας δεχτούμε —προς το παρόν— την ύπαρξή του.
Πότε όμως κατασκευάστηκε; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα μας επιτρέψετε πρώτα να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στη μεσαιωνική περίοδο της πόλης των Σταγών.
Κάστρο Τρικάλων
Μεσαιωνική περίοδος των Σταγών
Βλέπε: http://www.vlioras.gr/Personal/Interests/Articles/2022.04.01.StagoiMeseonas.html
Χρονολόγηση δημιουργίας λαγουμιού (συνέχεια)
Από την ιστορική αναδρομή που προηγήθηκε διαπιστώνουμε πως οι Σταγοί εμφανίζονται στις πηγές στις αρχές του 10ου αιώνα, ενώ στα 1018 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Βʹ (Βουλγαροκτόνος), στην πορεία του προς την Αθήνα, κατά το τελευταίο έτος του βουλγαρικού πολέμου το 1018, αφού κατέλαβε τα γειτονικά μεταξύ τους φρούρια των Σερβίων και του Σωσκού με τον στρατηγό του Νικηφόρο Ξιφία, στη συνέχεια απελευθέρωσε το φρούριο των Σταγών: «καὶ εἰς τὸ φρούριον Σταγοῦς ἔρχεται». Τότε έχουμε για πρώτη φορά αναφορά σε φρούριο που υπήρχε στην Καλαμπάκα κατά την μεσαιωνική περίοδο.42 Και μάλιστα οι πηγές το αναφέρουν αμέσως μετά το φρούριο Σερβίων.43
Φρούριο Σερβίων
Γνωρίζουμε μάλιστα πως στον 12ο αιώνα οι Σταγοί ανήκουν στο Θέμα Σερβίων44 (Στρατηγίς Σερβίων)45 και μάλιστα το σπουδαιότατο έγγραφο τού 1163, το πρακτικό απογραφής («διάγνωσις») των ορίων, δικαίων και κτημάτων της Επισκοπής Σταγών σε «ἀναγραφὴ τοῦ θέματος Σερβίων» αναφέρεται, που διενεργήθηκε από «ἀναγραφέα τοῦ θέματος Σερβίων».46
Γνωρίζουμε όμως και κάτι άλλο για το κάστρο Σερβίων. Ο καθηγητής του Αρχιτεκτονικού Τμήματος της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. Νικόλαος Μουτσόπουλος σε άρθρο του που αναφέρεται σε «μυστικές υπόγειες στοές που οδηγούσαν από ψηλό σημείο του φρουρίου ή κάποιου οχυρωμένου μοναστηριού σε άλλο μέρος, που βρισκόταν στους πρόποδες του βράχου στον οποίο χτίστηκε το αμυντικό συγκρότημα, (…) σε μυστικά περάσματα, συνήθως τοξωτά σκαλοπάτια, που οδηγούν σε κάποια πηγή στους πρόποδες του βουνού»,47 αναφέρει διάφορα φρούρια, για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες ότι είχαν τέτοιες μυστικές στοές ή λαγούμια: «το φρούριο του Πλαταμώνα, (…) το φρούριο Ρωγών στην Ήπειρο, το φρούριο της Ξάνθης, (…) το φρούριο της Βέροιας»48 κ.ά. Ανάμεσα σ’ αυτά αναφέρει και το κάστρο των Σερβίων,49 στο θέμα των οποίων ανήκαν και οι Σταγοί!
Χωρίς να έχει αποδειχθεί κάτι για τον χρόνο δημιουργίας του λαγουμιού στο κάστρο των Σταγών, υπάρχει περίπτωση, όταν οι Σταγοί ανήκαν στο Θέμα των Σερβίων, να είχε υπάρξει μέριμνα για την εκτέλεση συμπληρωματικών έργων στο κάστρο Σταγών —που αποδεδειγμένα υπήρχε!—, όπως εξόδων διαφυγής σε περίπτωση πολιορκίας ή μυστικών εισόδων μεταφοράς πολεμοφοδίων και στρατιωτών από γειτονικά κάστρα, όπως αυτό των Τρικάλων.50
Υπάρχει δηλαδή περίπτωση, εξαιτίας του πετρώδους εδάφους προς τα βόρεια και δυτικά των Σταγών, να μερίμνησαν οι Σταγινοί51 για μυστική σήραγγα που κατευθυνόταν νοτιοανατολικά και έφτανε αρχικά —ενδεχομένως— μέχρι τα πρόβουνα των (Αντι)Χασίων προς το χωριό Κουβέλτσι (σημερινή Θεόπετρα) ή μέχρι τον γειτονικό λόφο Καψάλα, επί του οποίου παλαιότερα πρέπει να υπήρχε φυλάκιο ελέγχου και αργότερα, «πιθανώς στα μέσα ή τέλη τού 14ου αιώνα»,52 δημιουργήθηκε η μονή των Αγίων Θεοδώρων.
Ίσως να μην είναι τυχαίο που το χωριό Κουβέλτσι αναφέρεται ρητά στο έγγραφο του 1163 ότι ανήκε στην Επισκοπή Σταγών: «Καὶ τῆς ἐπέκεινα δωρηθείσης αὐτῇ παρὰ τῶν μνημονευθέντων ἄνωθι βασιλέων ἡμῶν γῆς τῶν χιλίων μοδίων ἐν τῷ πολλάκις ῥηθέντι χωρίῳ Κοβέλτζιον».53
Κι όπως είδαμε πιο πάνω, το —αποδεδειγμένα υπαρκτό!— μυστικό πέρασμα / σήραγγα από το κάστρο των Τρικάλων έφτανε μέχρι την περιοχή της Ράξας (ίσως και στο γειτονικό Παλαιόκαστρο).
Δεν γνωρίζουμε αν κάποιοι αποπειράθηκαν ποτέ να ενώσουν με κρυφό πέρασμα τη μεταξύ Ράξας και Θεόπετρας απόσταση των 10 περίπου χιλιομέτρων, δεν θεωρούμε όμως πιθανόν κάποιοι να επιχείρησαν έναν τέτοιο έργο, χωρίς πάντως και να αποκλείεται. Σίγουρα θα χρειαστεί περαιτέρω έρευνα στις πηγές και —κυρίως— στο πεδίο.
Φυσικά, θα ήταν δυνατόν η εκτέλεση συμπληρωματικών έργων στα κάστρα Σταγών και Τρικάλων54 να έχει γίνει και τους επόμενους δύο αιώνες μέχρι την Τουρκοκρατία, π.χ. επί Στέφανου Γαβριηλόπουλου, ή επί Ανδρονίκου Γʹ Παλαιολόγου, ή ακόμα —αν και αυτό φαντάζει λιγότερο πιθανόν— επί Σερβοκρατίας.
Χρόνος σύνθεσης του καλαμπακιώτικου τραγουδιού
Κι αφού αναφέραμε όλα όσα θα μπορούσαν να αναφερθούν για τη σήραγγα / λαγούμι των κάστρων Σταγών και Τρικάλων, ας κάνουμε μία ακόμη απόπειρα να διαλευκάνουμε την ταυτότητα της Ρήνας / Ειρήνης του καλαμπακιώτικου άσματος, υπό την προοπτική των νέων δεδομένων που ως άνω συνεισφέραμε.
Ας στρέψουμε λοιπόν την προσοχή μας σε μια νέα Ειρήνη, ενός άλλου δημοτικού τραγουδιού, η οποία κακοτύχησε.
Της νύφης που κακοτύχησε55
Η κυρα–Ρήνη του Κριτού, του Δούκα η θυγατέρα,
χρόνους τής γράφουν τα προικιά, χρόνους τα πανωπροίκια,
και τα κρυφά της μάνας της λογαριασμούς δεν έχουν.
Της δίνει κι ο πατέρας της καράβι αρματωμένο,
5 της δίνουν και τ’ αδέρφια της αμάξι φορτωμένο,
της δίνει κι η μανούλα της τάσι μαργαριτάρι,
χρυσό θρονί να καθεται, μήλο χρυσό να παίζει,
και μούλα χρυσοκάπουλη να περπατεί καβάλα.
Μα ήρθε ο καιρός ο δίσεχτος, χρονιά κατακαημένη,
10 πήραν τα χρέγια τα προικιά, πήρε τα πλούτη η αρρώστια,
και μπήκε ο άντρας πιστικός κι η νύφη ξενοϋφαίνει.
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή, μια πίσημον ημέρα,
την πήρε το παράπονο, πίκρα πολύ μεγάλη,
σταυρόδεσε τα χέρια της στο ταίρι της πηγαίνει.
15 «Θέλω να πάω στη μάνα μου, καλέ μ’, στα γονικά μου.»
«Αρχόντισσα σ’ έφερα εδώ, φτωχή πού θα σε παω;»
«Συνόριασέ56 μου τα βουνά, και πάγω μοναχή μου.»
Ράχη σε ράχη ακούμπησε, λιθάρι σε λιθάρι,
και πήγε κι αποκούμπησε στης μάνας της την πόρτα.
20 Στο δρόμον όπου πήγαινε, στα δάση όπου περνούσε,
παρακαλούσε τον θεό με πικραμένα χείλη.
«Θε μου, να βρω τις δούλες μου και να μη με γνωρίσουν.»
Κι ο θιος τήνε συνάκουσε κι η δέσποινα του κόσμου,
κι ηύρε τις δούλες του σπιτιού στη βρύση που λευκαίναν.
25 «Ώρα καλή σας, λυγερές, ώρα καλή, κοπέλες.»
«Καλώς την την ξενούλα μας, τι θέλεις, τι γυρεύεις;»
«Να πιω νερό, γιατί διψώ, κι απέ σάς συντυχαίνω.
Να πείτε της κυρούλας σας δούλα της να με πάρει.»
«Ξένη μ’, κοπέλες έχουμε, κοπέλες και κοπέλια,
30 και σένα τι σε θέλουμε, σαν τι δουλειά να κάνεις;»
«Ξέρω να υφαίνω στο βλατί,57 να υφαίνω στο βελούδο.»
Χρυσά παπούτσια φόρεσε, πάει να ιδεί τη δούλα.
«Ποια ’ναι που υφαίνει στο βλατί, που υφαίνει στο βελούδο;
Κείνη που υφαίνει στο βλατί, που υφαίνει στο βελούδο,
35 είναι στην ξενιτιά, είναι μακριά στα ξένα.
Σύρτε να τήνε βάλετε στον αργαλειό της Ρήνης,
για να ξυφάνει το χρυσό που είναι μισοφτιασμένο.»
Την πήραν και τη βάλανε στον αργαλειό να υφάνει,
κι ώριο τραγούδι αρχίνησε, σα να ήταν μοιρολόγι.
40 «Διασίδι,58 πολυδιάσιδο, καλού καιρού διασμένο,
διασίδι, όταν σε διάζουμουν ήρθαν οι συμπέθεροι,
διασίδι, όταν σ’ ετύλιγα, ήρθαν μ’ αρραβωνιάσαν,
κι όταν σε μισοκόπισα,59 ήρθαν, για να με πάρουν,
κι η μοίρα μου το ηθέλησε να ’ρθω να σε ξυφάνω!»
45 Κυρά ψηλά ήταν, τ’ άκουσε, και της απολογήθη.
«Δούλα, πούθ’ είν’ ο τόπος σου, πούθ’ είν’ τα γονικά σου;»
«Η μάνα μου Γιαννιώτισσα κι ο κύρης μου απ’ την Πόλη,
κι εγώ είμαι η Ρήνη η λυγερή, η Ρήνη η μαυρομάτα.»
Κι η μάνα της κατέβηκε και τη σφιχταγκαλιάζει.
50 Τις σκλάβες της εμίλησε, τις δούλες της φωνάζει.
«Βάλτε νερό και λούστε τη, σύρτε τη στο χαμάμι,
αλλάχτε τη, στολίστε τη την πρώτη τη στολή της,
και να βαρέσουν τα ’ργανα και τα γλυκά παιχνίδια.»
Υπάρχει και μια θεσσαλική παραλλαγή τής ως άνω παραλογής.
Η κυρα–Ρήνη του Κριτού60
Η κυρα–Ρήνη του Κριτού, του Δούκα η θυγατέρα,
χρόνια τής γράφουν τα προικιά, χρόνια τα πανωπροίκια
και τα κρυφά της μάνας της λογαριασμούς δεν είχαν.
Της τάζει ο πατέρας της αμάξι αρματωμένο,
5 χρυσό θρονί να κάθεται, μήλο χρυσό να παίζει
και μούλα χρυσοκάπουλη να περπατεί καβάλα,
της τάζει κι ο πατέρας της τάσι μαργαριτάρι.
Μα ήρθε καιρός αδίσεχτος και χρόνος οργισμένος,
φάγαν τα χρέη τα πλούτη της κι αρρώστια τα προικιά της
10 κι έγινε ο άντρας τ’ς μπιστικός κι ο πεθερός δραγάτης
κι η πεθερά ξενόγνεθε κι η νύφη ξενοϋφαίνει.
Σταυρόδεσε τα χέρια της, στον πεθερό της πάει:
―Καλέ πατέρα του άντρα μου και πεθερέ δικέ μου,
θέλω να πάω στη μάνα μου, να πάω στα γονικά μου.
15 ―Πλούσια, κόρη μου, σ’ έφερα, φτωχιά πού να σε στείλω;
Σταυρόδεσε τα χέρια της στον άντρα της πηγαίνει.
―Θέλω να πάω στη μάνα μου, να πάω στα γονικά μου.
―Πλούσια, κόρη μου, σ’ έφερα, φτωχιά πού να σε στείλω;
―Συγκαίριασε με τα βουνά κι εγώ πάω μονάχη.
20 Βουνό βουνό ακούμπησε, λιθάρι σε λιθάρι
και πήγε κι αποκούμπησε στου κύρη της τη βρύση.
—Αν τύχει να βρω τις δούλες μου και να μη με γνωρίσουν.
Βρίσκει τις δούλες που έπλυναν στις βρύσες που λευκαίνουν.
―Καλημέρα σας λυγερές. ―Καλώς την την ξενούλα.
25 ―Νερό να πιω, γιατί διψώ, κι απέ σάς συντυχαίνω.
―Για φύγε, γύφτισσα, από δω, καθάρια γυφτοπούλα,
τι πέφτουν ψείρες στο νερό και μαγαρίζει η βρύση.
―Καλέ, για πέστε της κυράς, για πέστε τον αφέντη,
μη θέλει δούλα για νερό, δούλα να πάει για ξύλα.
30 ―Εμείς κοπέλες έχουμε, κοπέλες και κοπέλια,
εσένα τι σε θέλουμε, σαν τι δουλειά να κάνεις!
―Για σύρτε, πέστε της κυράς, για πέστε του αφέντη,
ξέρω κι υφαίνω στο βλατί, κι υφαίνω στο βελούδο.
Πηγαίνουν, λέγουν της κυράς, το λέγουν του αφέντη.
35 ―Αυτή που υφαίνει στο βλατί κι υφαίνει στό βελούδο
είναι πολύ μακριά ’πό δω, πολύ μακριά στα ξένα,
για πάρτε την και βάλτε την στον αργαλειό της Ρήνης,
να κάτσει, να υφάνει στο βλατί που είναι μισοϋφασμένο.
Σιγά–σιγά αρχίνησε κι αργά–αργά το λέει.
40 ―Διασίδι, πολυδιάσιδο, από καιρούς διασμένο,
διασίδι, όταν σε ίδιασα, ήρθαν προξενητάδες,
και όταν σε αρχίνησα, ήρθαν μ’ αρραβωνιάσαν,
κι όταν σε μισοσκόλασα, ήρθανε και με πήραν,
κι η μοίρα το ’φερε ξανά να σε αποτελειώσω.
45 Κυρά, ήταν ψηλά και τ’ άκουσε και την βαριορωτάει:
―Κόρη μ’, ποιο είν’ το σπίτι σου και ποια τα γονικά σου;
―Η μάνα μ’ είν’ Γιαννιώτισσα κι ο κύρης απ’ την Πόλη,
κι εγώ είμαι η Ρήνη η λυγερή, η Ρήνη η μαυρομάτα.
―Για πάρτε την, στολίστε την τα νυφικά της ρούχα.
Ενώ σε ένα ακόμη δημοτικό τραγούδι βρίσκουμε μια παραλλαγή της ιστορίας και των προσώπων που πρωταγωνιστούν.
Η κυρά Ρήνη του Σκληρού61
Η κυρα–Ρήνη του Σκληρού κι η Αρετή του Δούκα
κι η Χρυσοκουβουκλιώτισσα, πανέμνοστα κορίτσια,
βγήκαν να περπατήσουνε και στο λουτρό να πάνε.
Η μάνα της η Σκλήραινα «Κάτσε, Ρηνιώ» τής λέγει,
κι ο κύρης της αντίλεγε: «Σύρε, Ρηνιώ μου, σύρε,
σύρε κι εγώ για χάρη σου τρεις βίγλες θα καθίσω.
Τη μια καθίζω στο βουνό, την άλλη στ’ ακρογιάλι,
την τρίτη την καλύτερη μέσ’ στου λουτρού την πόρτα.»
Ακόμη ο λόγος έστεκε κι η συντυχιά αποκράτει,
φωνάζει η βίγλα του βουνού: «Μια φούστα κατεβαίνει,
αφροκοπάει στα κύματα, τον Πλάτανο διαβαίνει.»
Φωνάζει η βίγλα του γιαλού: «Δυο φούστες αρμενίζουν,
βάνουνε πλώρη στο Καστρί και στου λουτρού την πόρτα.»
Φωνάζει κι η καλύτερη: «Κορίτσια, πιάκανέ σας!»
Ώστε ν’ αλλάξει η Αρετή, ν’ αναζωστεί η Ειρήνη,
κι η Χρυσοκουβουκλιώτισσα το δέμα της να βάλει,
άλλοι απ’ την πόρτα μπαίνουνε κι άλλοι απ’ το παραθύρι.
Την ακριβή της Σκλήραινας ανάγερα την πάνε.
Τουρκόπουλο τη δέχεται στα ολόχρυσα ντυμένο.
Στα κλάματα τήνε φιλεί, τήνε σφιχταγκαλιάζει.
Μα ένα πουλάκι κάθησε απάνω στο κατάρτι,
δεν εκελάδειε σαν πουλί, ούτε σα χελιδόνι,
μόν’ εκελάδειε κι έλεγε μ’ ανθρωπινή λαλίτσα.
«Ω ουρανέ, μην το δεχτείς και γη μην το σηκώσεις,
να ’χει ο αδελφός την αδερφή στον κόρφο του κλεισμένη,
σα νύφη να τήνε φιλεί, σαν άντρας να τη βλέπει!
«Ακούς, ακούς, Τουρκόπουλε, τι λέει το πουλάκι;»
«Πουλάκι είναι κι ας κελαηδεί, πουλάκι είναι κι ας λέει.»
«Για να σου πω, Τουρκόπουλε, ποιος είσαι, πώς σε λένε;
Είχα αδερφό στην ξενιτιά και πρώτο ταξιδιάρη.
Άλλοι μάς λεν που χάθηκε κι άλλοι μας λεν που πνίγη
κι άλλοι μάς λεν που τούρκεψε στης Αραπιάς τα μέρη.»
«Για πες μου, πες μου, λυγερή, πούθε κρατεί η γενιά σου;»
«Ας είν’ από τ’ ανάθεμα κι απ’ την ανεμοζάλη.»
«Πες μου, να ζήσεις, λυγερή, πώς λεν τα γονικά σου;»
«Η μάνα μου απ’ την Κόριθο κι ο κύρης μου απ’ τ’ Ανάπλι,
Σκληρό τον λένε ξακουστό κι εμένα κυρα–Ρήνη.»
«Πιάσε, αδερφή μ’, την τσέπη σου, πιάσε και την ποδιά σου.»
Στην τσέπη βάζει τα φλωριά και στην ποδιά τα γρόσια.
«Σύρε, Ρηνιώ, στο σπίτι μας, σύρε στα γονικά μας.»
Σ’ αυτά τα δημοτικά τραγούδια διαβάζουμε για μια μαυρομάτα Ειρήνη, που ήταν κόρη ενός κριτή και θυγατέρα κάποιου πολύ πλούσιου Δούκα (ή δούκα) από την Κωνσταντινούπολη, ενώ η μητέρα της —σε ορισμένες παραλλαγές— ήταν Γιαννιώτισσα. Κάποια στιγμή η τύχη της άλλαξε, έχασε τα πλούτη και την ευτυχία της, αλλά τελικά επέστρεψε στον ευτυχισμένο βίο. Σε άλλη παραλλαγή η Ρήνη είναι κόρη κάποιου Σκληρού (του Βάρδα;) ενώ η κόρη του Δούκα είναι κάποια Αρετή. Κι αυτή η Ρήνη περνάει διάφορους κινδύνους, μέχρι να επιστρέψει στην πρότερη ευτυχία της.
Υπάρχει περίπτωση να σχετίζεται η μαυρομάτα62 αυτή Ρήνη με την μαυρομάτα Καλαμπακιώτισσα Ρήνα; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η Ειρήνη των ασμάτων
Ποια λοιπόν μπορεί να ήταν η Ειρήνη των ασμάτων, των ως άνω και του καλαμπακιώτικου; Ας δούμε μερικές πιθανές απαντήσεις κι ας προσέξουμε ιδίως την πρώτη, την σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη, τη σχέση της με τον Μανασσή και τη σχέση αυτού του τελευταίου με την πόλη των Σταγών, την Καλαμπάκα!
① Σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη (12ος αιώνας)
Ο Μανουήλ Αʹ Κομνηνός (28 Νοεμβρίου 1118–24 Σεπτεμβρίου 1180) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας του 12ου αιώνα (1143–1180). Ο ένας από τους τρεις αδελφούς του, ο Ανδρόνικος (1108–1142), είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορα.
Γύρω στα 1125 κάποια Ειρήνη (αγνώστων λοιπών στοιχείων, γεννημένη γύρω στα 1110/1263) παντρεύτηκε τον Ανδρόνικο και έλαβε τον τίτλο της σεβαστοκρατόρισσας.64 Το φθινόπωρο του 1142 ο Ανδρόνικος, κατά τη διάρκεια εκστρατευτικής αποστολής στην Κιλικία, αρρώστησε και απροσδόκητα πέθανε.65
Η επόμενη δεκαετία της χηρείας της μέχρι το θάνατό της (1142–1152/366) ήταν εξαιρετικά ταραχώδης γι’ αυτήν.67 «Κατηγορήθηκε από τον Μανουήλ Αʹ για συνωμοσία εναντίον του και τιμωρήθηκε με φυλάκιση και εξορία την πρώτη φορά (1144), και με περιορισμό στον αυτοκρατορικό οίκο την δεύτερη (1148).»68
Πριν πέσει σε δυσμένεια —αλλά και αργότερα—, η σεβαστοκράτειρα Ειρήνη έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις τέχνες. Δημιούργησε μάλιστα κι έναν κύκλο μορφωμένων ανθρώπων,69 τους οποίους στήριζε αλλά και έλεγχε, ασκώντας πατρονία, όπως ο Ιωάννης Τζέτζης, ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο Νικήτας Ευγενειανός και ο Κωνσταντίνος Μανασσής. Φρόντιζε επίσης για τη χορήγηση διαφόρων λειτουργικών αντικειμένων σε ναούς70 καθώς και για την έκδοση εικονογραφημένων χειρογράφων,71 όπως του Vat. gr.72 1162 και Par. gr.73 1208, με μικρογραφίες που απεικονίζουν την Παναγία μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, για να υπογραμμιστεί η εγγραμματοσύνη της παραγγελιοδότριας των έργων σεβαστοκρατόρισσας Ειρήνης.74
Vat. gr. 1162, φύλλο 164 verso. Η επιστροφή του Ιωσήφ. (1140)
Κωνσταντίνος Μανασσής
Ένας από τους ωφελούμενους από την πατρονία της σεβαστοκρατόρισσας Ειρήνης ήταν και βυζαντινός λόγιος, χρονογράφος και ποιητής Κωνσταντίνος Μανασσής. Ο Μανασσής γεννήθηκε περί το 1115,75 ενώ ο Νίκος Βέης τοποθετεί τη γέννησή του στα 1130.76
Μικρογραφία από το Χρονικό του Μανασσή. Στα δεξιά ο συγγραφέας.
Το πιο γνωστό του έργο και το πιο πολυδιαβασμένο77 είναι η Σύνοψις Χρονική,78 μια έμμετρη χρονογραφία σε 6.620 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, που αφιέρωσε στην σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη.79
Μετά το θάνατο του Ανδρόνικου στα 1142, ο Κωνσταντίνος Μανασσής απομακρύνθηκε από το περιβάλλον της Ειρήνης,80 αλλά παρέμεινε πιστός στον Αυτοκράτορα Μανουήλ Αʹ Κομνηνό.
Στα 1160 πέθανε η πρώτη σύζυγος του αυτοκράτορα, η Ειρήνη Αλαμανική (Bertha von Sulzbach) και για πολιτικούς και διπλωματικούς λόγους αποφασίστηκε να νυμφευτεί κάποια πριγκίπισσα από τις λατινοκρατούμενες περιοχές της Παλαιστίνης.81 Στην πρεσβεία για την εξεύρεση νύφης που συγκροτήθηκε82 εντάχθηκε και ο Κωνσταντίνος Μανασσής, «με σκοπό να επιδώσει τα αυτοκρατορικά γράμματα που μετέφεραν τη βούληση του Μανουήλ στον ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο, στον οποίο και ανατέθηκε η αναζήτηση υποψήφιας νύφης.»83
Στις ταξιδιωτικές εμπειρίες αυτής της πρεσβείας, κατά την περίοδο μεταξύ 1160 και άνοιξης 1162,84 αναφέρεται σε μεγάλο βαθμό το έργο του Κωνσταντίνου Μανασσή Ὁδοιπορικόν.85
Ο Κωνσταντίνος Μανασσής σε μικρογραφία χειρογράφου τού 14ου αιώνα. Vienna, Bildarchiv der Österreichischen Nationalbibliothek, Cod. hist. Gr. 91, fol.1.
Στηριζόμενος σε μια επιστολή του Βυζαντινού ιερωμένου και λογίου Ιωάννη Απόκαυκου, ο οποίος αναφέρεται στον θείο του Μανασσή, μητροπολίτη Ναυπάκτου,86 καθώς και σε άλλες μαρτυρίες ο Νίκος Βέης «ταύτισε87 τον Κωνσταντίνο Μανασσή με τον ομώνυμο επίσκοπο Πανίου Θράκης88 και με τον μητροπολίτη Ναυπάκτου89 Μανασσή, τοποθετώντας έτσι τον θάνατο του συγγραφέα περί το 1187.»90
«Ο Βέης πιστεύει ότι πρόκειται κι εδώ για τον λόγιο συγγραφέα Κωνσταντίνο Μανασσή, ο οποίος θα αναρρήθηκε στον θρόνο περί το 1172.91 Ο ίδιος θεωρεί ότι το όνομα Μανασσής δεν είναι το βαπτιστικό αλλά το επώνυμο του θείου του Αποκαύκου και ενισχύει την άποψή του λέγοντας ότι ο Απόκαυκος έχει γενικά την τάση, όταν αναφέρεται σε μητροπολίτες, να τους κατονομάζει μόνο με το επώνυμο τους.»92
Μανασσής πράκτωρ καὶ ἀναγραφεύς σε έγγραφα που αφορούν στους Σταγούς
Εκτός από τον βυζαντινό λόγιο, χρονογράφο και ποιητή Κωνσταντίνο Μανασσή, γνωρίζουμε κι έναν άλλον Μανασσή.
«Τον Μάρτιο του 1336 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γʹ ο Παλαιολόγος, με χρυσόβουλό του, ανανεώνει την ισχύ και το κύρος παλαιοτέρων χρυσοβούλων, σχετικών με τα προνόμια και τα δίκαια της επισκοπής Σταγών».93 Το χρυσόβουλο αυτό στηρίχθηκε σε προγενέστερο πρακτικό που συνέταξε μετά το 1163 ο πράκτορας και αναγραφέας Μανασσής: «τὸ πρακτικὸν ἴδομεν καὶ ἐπέγνωμεν τοῦ Μανασσῆ, τοῦ χρηματίσαντος πράκτορος καὶ ἀναγραφέως».94
Το πρώτο φύλλο από το έγγραφο τού 1163 (στίχοι 1–29). Αρχείο μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων.
Θυμίζουμε ότι «κατ’ εντολή του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143–1180)»95 συντάχθηκε στα 1163 το «διεξοδικότατο πρακτικό («διάγνωσις») αναγραφής των ορίων, των κτημάτων και δικαιωμάτων γενικότερα της επισκοπής Σταγών»96 καθώς και άλλα χρυσόβουλα και προστάγματα του ίδιου αυτοκράτορα αλλά και άλλων προγενέστερων αυτοκρατόρων (Νικηφόρου Γʹ Βοτανειάτη: 1078–1081), Αλεξίου Αʹ Κομνηνού: 1081–1118), που προστάτευαν την Επισκοπή Σταγών.
Κι ενώ γνωρίζουμε πως το χρυσόβουλο τού 1163 έγραψαν «ὁ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν βασιλέως Ἰωάννης ὁ Ἀθανασόπουλος και ὁ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν βασιλέως Θεόδωρος ὁ Π(…)»,97 υποπτευόμαστε ότι ο πράκτορας και αναγραφέας Μανασσής ταυτίζεται98 με τον βυζαντινό λόγιο Κωνσταντίνο Μανασσή. Ας το τεκμηριώσουμε.
Γνωρίζουμε ότι ο Κωνσταντίνος Μανασσής βρισκόταν κοντά στον αυτοκράτορα Μανουήλ Αʹ Κομνηνό. Τόση ήταν η εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα προς το πρόσωπό του, ώστε εντάχθηκε στην πρεσβεία εύρεσης νύφης για τον Μανουήλ και μάλιστα με καθήκοντα γραμματειακά, αναγραφέως, «με σκοπό να επιδώσει τα αυτοκρατορικά γράμματα που μετέφεραν τη βούληση του Μανουήλ στον ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο, στον οποίο και ανατέθηκε η αναζήτηση υποψήφιας νύφης.»99
Πιστεύουμε δηλαδή πως κάποια στιγμή ανάμεσα στα έτη 1172100 ή 1175,101 που ο Μανασσής διετέλεσε επίσκοπος, πρώτα στο Πάνιον της Προποντίδος και στη συνέχεια στη Ναύπακτο,102 και στα 1187, έτος του θανάτου του, ή καλύτερα μέχρι τις 24 Σεπτεμβρίου 1180, οπότε και πέθανε ο αυτοκράτορας Μανουήλ Αʹ Κομνηνός, ο Μανασσής συνέταξε το χαμένο σήμερα πρακτικό, στο οποίο στηρίχθηκε το χρυσόβουλο τού 1336.
Το χρυσόβουλο τού 1363 αντιγραμμένο στον βορινό τοίχο του εσωνάρθηκα της Κοιμήσεως Θεοτόκου στην Καλαμπάκα.
Πιστεύουμε πως ο Κωνσταντίνος Μανασσής103 εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα Μανουήλ Αʹ Κομνηνό και από τη θέση του επισκόπου104 και ενδεχομένως επισκέφθηκε την μητρόπολη Σταγών κάποια στιγμή μέσα στην οκταετία 1172–1180,105 ως πράκτορας (δηλαδή με ενδεχόμενα φοροεισπρακτικά καθήκοντα) και αναγραφέας, για να μορφώσει ιδίαν αντίληψη για τα αιτήματα των Σταγινών προς τον αυτοκράτορα και να συντάξει το σχετικό —χαμένο σήμερα— πρακτικό.
Και είναι σημαντικός ο χρόνος σύνταξης του πρακτικού, γιατί σ’ αυτό πρωτοαναφέρονται μονύδρια της επισκοπής Σταγών, που στο χρυσόβουλο τού 1163 δεν αναφερόταν: «Ἔτι δὲ εὕρομεν ἐν τῷ αὐτῷ πρακτικῷ καὶ τὰ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ αὐτοῦ μονύδρια, εἰς μετόχια ὄντα τῆς αὐτῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς: ἥ τε μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἡ Δούπιανη καὶ ἡ μονὴ τῆς Θεοτόκου εἰς τὸ Λιμπόχοβον καὶ ἡ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς τὸν Ἀσπροπόταμον ἦσαν οὕτως εἰς μετόχια ταύτης.»106 Άρα χρονολογώντας σωστά το πρακτικό τού Μανασσή μπορούμε να γνωρίζουμε το terminus post quem για την εμφάνιση του μετεωρίτικου μοναχισμού!107
Ένα ακόμη στοιχείο σχετικό με όσα αναφέραμε για τον Μανασσή μέχρι στιγμής είναι και η ύπαρξη ενός μοναχού Μανασσή108 στα 1340/1 (ἐν τῷ ἐξακισχιλιοστῷ ὀκτακοσιοστῷ πεντηκοστῷ ἔτει–͵ϛωνʹ) ή λίγο αργότερα109 αρχικά στην μονή Χρυσίνου110 (ὅστις ἦν ἐν τῇ τοῦ Χρυσένου μονῇ) και εν συνεχεία σε σπήλαιο του Στύλου Σταγών (πιθανόν το σημερινό του αγίου Γεωργίου του Μαντιλά: σπήλαιον οὐκ ἔχων εὐρύτητα, ἀλλὰ δολιχείαν!).111 Μπορεί το όνομα Μανασσής112 του μοναχού αυτού να προέρχεται από τον παλαιοδιαθηκικό πατριάρχη Μανασσή, υποπτευόμαστε όμως πως δόθηκε προς τιμήν του πρακτικογράφου και επισκόπου Μανασσή, ο οποίος ίσως είχε επισκεφθεί την περιοχή 160 περίπου έτη πιο πριν,113 και συνδέονταν με δύο από τα σημαντικότερα (μέχρι σήμερα!) έγγραφα της Επισκοπής Σταγών, τα χρυσόβουλα του 1163 και 1336.
Να προσθέσουμε τέλος πως στη αγιομετεωρίτικη μονή του Μεγάλου Μετεώρου ο Ρώσος περιηγητής, θεολόγος και ιστορικός Πορφύριος Κωνσταντίνος Αλέξανδρος Ουσπένσκι (Порфирий Константин Александрович Успенский) είδε στα 1859 που επισκέφθηκε τη μονή ένα χειρόγραφο του έργου «Σύνοψις Χρονική» του Κωνσταντίνου Μανασσή: «VII. Χρονικά και ιστορία. 33. Στη βιβλιοθήκη της μονής Μεγάλου Μετεώρου. Τοῦ σοφωτάτου Μανασσῆ ποίημα διὰ στίχων σε χαρτί σχήματος 8ου, του 13ου (XIII) αιώνα. Αυτό το έμμετρο χρονικό τελειώνει με τη βασιλεία Νικηφόρου Βοτανειάτη.»114
Αυτό αποδεικνύει πως το έργο του Μανασσή ήταν γνωστό στα Μετέωρα και τους γειτονικούς Σταγούς.
Δυστυχώς, ο Έφορος Μεσαιωνικών Μνημείων Αδαμάντιος Αδαμαντίου (1875–1937), που από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο του 1909 εργάστηκε στα Μετέωρα με βοηθό τον Θεμιστοκλή Βολίδη, επιμελητή του τμήματος Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας, αναφέρει ότι το χειρόγραφο αυτό 50 χρόνια μετά είχε χαθεί: «Τὰ κάλλιστα τῶν χειοογράφων εὑρίσκονται ἐν τῷ κυρίως Μετεώρῳ, ἐν τῇ μονῇ τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ Didron (1844) ἀναφέρει ὑπάρχοντα 372 χειρόγραφα, μέρος ἐξ αὐτῶν φαίνεται ἰδών. Ὁ δὲ Πορφύριος Οὐσπένσκης εὗρε κατὰ τὸ 1859 ἐν τῇ μονῇ ταύτῃ “ὄχι ὀλιγώτερα τῶν 600 χειρόγραφα”. Κατὰ τὴν εἰς Μετέωρα ἀποστολήν μου κατέγραψα 442· λαμβανομένων ὑπ’ ὄψιν τῶν εἰς τὴν Ἐθνικὴν Βιβλιοθήκην μετακομισθέντων, ὀλίγα φαίνονται ἀπολεσθέντα, ἀλλὰ τὰ κάλλιστα. (…) Θλιβερὰ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ὑπὸ τοῦ Πορφυρίου ἀναφερομένης χρονογραφίας τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μανασσῆ (ιγʹ αἰῶνος).»116
Ειρήνη
Σύμφωνα με όσα εκθέσαμε πιο πάνω, μέσα στην τελευταία τριακονταετία του 12ου αιώνα υπήρξε ένας πολυδιαβασμένος Βυζαντινός συγγραφέας, ο Κωνσταντίνος Μανασσής, ο οποίος είχε σχέση με τους Σταγούς, καθώς είχε συζητήσει με τον επίσκοπο Σταγών και τους επικεφαλής της πόλης, ενδεχομένως και κατά τη διάρκεια επίσκεψής του σ’ αυτήν, σημαντικές υποθέσεις της επισκοπής και της πόλης, προκειμένου να τις περιλάβει στο πρακτικό που του ανέθεσε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Αʹ Κομνηνός να συντάξει.
Ο συγγραφέας αυτός ήταν ενταγμένος στον κύκλο πνευματικών ανθρώπων γύρω από τη σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη και δεχόταν διαφόρων μορφών υποστήριξη απ’ αυτήν. Γι’ αυτό και στην αρχή του σημαντικότερου έργου του, της Συνόψεως Χρονικής, υπάρχει καταρχάς ένα εννεάστιχο σε δακτυλικό εξάμετρο αφιερωτικό επίγραμμα117 στη σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη118 και στη συνέχεια «ένα επιτηδευμένο προοίμιο,119 όπου ο συγγραφέας προσφέρει το έργο στην Ειρήνη, η οποία κατά παραγγελία τού ανέθεσε τη συγγραφή του.»120
Αλλά και σε άλλο ποίημά του, το «Στίχοι συνοψίζοντες τὰ προχειρότερα περὶ τῶν ἀστέρων», οι 15 εισαγωγικοί στίχοι121 είναι αφιερωμένοι στη σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη.122
Εκτός όμως από την σεβαστοκράτειρα Ειρήνη, και η πρώτη σύζυγος (1146–1159) του αυτοκράτορα Μανουήλ Αʹ Κομνηνού, η Βέρθα του Ζούλτσμπαχ (Bertha von Sulzbach), είχε λάβει το ελληνικό όνομα Εἰρήνη ἡ ἐξ Ἀλαμανῶν·123 και η μητέρα του η Αγία Ειρήνη της Ουγγαρίας, γνωστή πριν τον γάμο της ως Πιρόσκα (Szent Piroska, 1088–13 Αυγούστου 1134) ήταν ομώνυμη των δύο άλλων που αναφέραμε.
Η μητέρα του Μανουήλ Αʹ Ειρήνη της Ουγγαρίας, «η ενάρετη λοιπόν βασίλισσα Ειρήνη, ξόδευε με απλοχεριά σε φιλανθρωπικά έργα, μόνη μάλιστα πήγαινε σε φτωχικές καλύβες, για να δώσει όχι μόνο χρήματα, αλλά και ανώτερη ενίσχυση και παρηγοριά της ελπίδας στο Χριστό. Επίσης έκτισε γηροκομεία και ξενώνες, και άφησε σ’ αυτά μεγάλα χρηματικά ποσά για την ασφαλή και άνετη συντήρησή τους. Στη συνέχεια όμως, η Ειρήνη δοκίμασε μεγάλες θλίψεις. Ο άντρας της σε μια εκστρατεία του στη Συρία το 1143 μ.Χ. πέθανε. Αργότερα το ίδιο συνέβη και με τα δύο από τα τέσσερα παιδιά της. Τότε η Ειρήνη, θέλησε να βρει ανακούφιση στις θλίψεις της μέσα στη μοναχική ζωή. Αφού λοιπόν πήρε και τη συγκατάθεση του βασιλιά γιου της Μανουήλ, αποσύρθηκε στην (κωνσταντινουπολίτικη) μονή Παντοκράτορος, όπου και έγινε μοναχή, μετονομασθείσα Ξένη. Εκεί τη βρήκε ο θάνατος και την κήδευσαν με μεγάλη απλότητα, όπως η ίδια το επιθυμούσε. Διότι, λίγο πριν πεθάνει, έλεγε ότι η βασίλισσα Ειρήνη είχε πεθάνει προ πολλού και δεν έμενε πλέον παρά μόνο η μοναχή Ξένη.»124
Μάλιστα, σε πολλά μετεωρίτικα χειρόγραφα αναφέρεται συχνά η Ειρήνη αυτή. Για παράδειγμα στο χειρόγραφο 16 του Μεγάλου Μετεώρου διαβάζουμε: «(φύλλο 137α) Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ [ιγʹ Αὐγούστου], μνήμη τῆς ἀοιδίμου καὶ παμμακαρίστου βασιλίσσης τῆς κτιτορίσσης τῆς σεβασμίας μονῆς τοῦ Παντοκράτορος Σωτῆρος Χριστοῦ Εἰρήνης, τῆς διὰ τοῦ ἁγίου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείσης Ξένης, μοναχῆς».125
Αλλά και στο χειρόγραφο 3 της αγιομετεωρίτικης μονής Ρουσάνου του 13ου αιώνα υπάρχει ένα «ἔμμετρον χρονικὸν ἀνωνύμου, ἀποτελούμενον ἐξ ἑκατόν τεσσαράκοντα τεσσάρων (144) ἰαμβικῶν δωδεκασυλλάβων στίχων, περὶ τῆς κτίσεως τῆς Μονῆς Παντοκράτορος ἐν Κωνσταντινουπόλει παρὰ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου [Βʹ Κομνηνοῦ] (1118–1143) καὶ τῆς συζύγου του [Εἰρήνης τῆς Οὐγγαρίας· ✝13 Αὐγούστου 1134].»126
Χειρόγραφο 3 της αγιομετεωρίτικης μονής Ρουσάνου, φύλλα 165v & 166v.
Υπάρχει λοιπόν μια πιθανότητα, την εποχή που ζουν όλες αυτές οι Ειρήνες που σχετίζονται με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Αʹ Κομνηνό και τον Κωνσταντίνο Μανασσή —που τόσο ευεργέτησαν την πόλη και επισκοπή των Σταγών, τόσο που ο Μανουήλ να χαρακτηρίζεται κτήτωρ των Σταγών127— ή το πιθανότερο το αμέσως επόμενο διάστημα, να γεννήθηκε ένα καλαμπακιώτικο τραγούδι για μία Ειρήνη.
Προς το τέλος μάλιστα του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα η βορειοδυτική Θεσσαλία και η περιοχή των Σταγών πέρασαν διάφορες περιπέτειες: από την αποτυχημένη επανάσταση με ηγέτη τον Μανουήλ Καμύτζη Κομνηνό Δούκα Άγγελο μέχρι την Δʹ Σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους στα 1204, οπότε η Θεσσαλία κατακτήθηκε από τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό και ενσωματώθηκε στο φραγκικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης.128
Άλλες παρατηρήσεις για το καλαμπακιώτικο άσμα
Κατά το διάστημα αυτό, αρκετά χρόνια μετά από την υποτιθέμενη πρώτη δημιουργία του λαγουμιού, το υπόγειο τούνελ των κάστρων Σταγών και Τρικάλων ενδεχομένως να ήθελε επισκευή. Κι ως εκ τούτου, με κρυπτικό τρόπο, αναφέρεται στο καλαμπακιώτικο άσμα της Ρήνας η φράση «φτιάξε λαγούμι να ’ρχομαι», με την έννοια να επισκευαστεί το λαγούμι που είχε πρωτοδημιουργηθεί πιο παλιά και τώρα ίσως είχε κάποια προβλήματα.
Εντύπωση προκαλεί και το ρήμα συχναραδιάζω, το οποίο φαίνεται να είναι άπαξ λεγόμενο! Το δεύτερο συνθετικό του είναι η λέξη αράδα, που σημαίνει σειρά, για παράδειγμα προσώπων (συνώνυμα: στοίχος).129 Άρα, το συχναραδιάζω έχει τη σημασία «μπαίνω συχνά σε αράδα», σε σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο, σε φάλαγγα κατ’ άνδρα, που λέγαμε στον στρατό. Όπως δηλαδή περπατάνε οι επικουρικοί στρατιώτες μέσα σε μια υπόγεια σήραγγα «με ύψος 1,80 και πλάτος 0,70 μ.»130
Εντύπωση προκαλούν και οι στίχοι 7–8 του καλαμπακιώτικου τραγουδιού: «Και τότε, Ρήνα μ’, θα ’ρχομαι και θα συχναραδιάζω / στην εβδομάδα τρεις φορές, στον μήνα δεκαπέντε». Αν είναι σωστά τα μαθηματικά που μάθαμε στο σχολείο, οι τρεις φορές την εβδομάδα ισοδυναμούν με δώδεκα φορές τον μήνα. Θα μου πείτε ότι είναι ποιητικῇ ἀδείᾳ και λόγω μέτρου. Θα μπορούσε όμως να υποκρύπτει κάποιο μήνυμα που θα έπρεπε να σταλεί μ’ έναν τέτοιο τρόπο…
Όσον αφορά στο γεφύρι του έκτου στίχου, όπως και γενικότερα στα γεφύρια της ευρύτερης περιοχής των Σταγών,131 θα αναφερθούμε σε επόμενη μελέτη μας. Δεν γνωρίζουμε αν αναφέρεται στο γεφύρι της Σαρακήνας132 ή το γεφύρι του Ψείρα. Θα μπορούσε να αναφέρεται στο τελευταίο, καθώς ο δρόμος από την πρωτεύουσα του θέματος Σερβίων μέχρι τους Σταγούς περνούσε απ’ αυτό.
Κλείνοντας, να τονίσουμε το εξής: γνωρίζουμε ότι πολλά απ’ αυτά που γράψαμε παραπάνω είναι εικασίες και μέχρι στιγμής δεν είναι δυνατόν —ως εκ της φύσης του θέματος— να αποδειχθούν. Αν το καλαμπακιώτικο τραγούδι κρύβει τέτοια μηνύματα και μυστικά, τότε η έλλειψη μαρτυριών οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό, ότι έπρεπε δηλαδή να παραμείνουν μυστικά τα θέματα αυτά. Ανάλογες είναι και οι δυσκολίες των μελετητών που μελετούν τα Ελευσίνια Μυστήρια, για παράδειγμα.
Ελευσίνια Μυστήρια: Ο Τριπτόλεμος δέχεται σπόρους από σιτάρι από τη Δήμητρα και ευχές από την Περσεφόνη133
Απλώς με τη μελέτη μας αυτή θέλαμε να δείξουμε τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι μελλοντικές έρευνες, τόσο στο πεδίο όσο και στις βιβλιογραφικές πηγές.
Βιβλιογραφία
-
-
- Hunger 1992 (λογοτεχνία βʹ): Herbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία: η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, τ.2 (Ιστοριογραφία, φιλολογία, ποίηση), Αθήνα 1992, ISBN 978-960-250-022-4, σελ. 655.
- Jeffreys 1982 (sevastokratorissa): Elizabeth Jeffreys, «The Sevastokratorìssa Eirene as Literary Patroness: The Monk Iakovos», XVI. Internationaler Byzantinistenkongress. Akten 2.3 (=JÖB 32/3) (Vienna 1982) 63–71.
- Jeffreys 1994 (sevastokratorissa): Elizabeth Jeffreys, «Who was Eirene the sevastokratorissa?», Byzantion, 64.1 (1994) 40–68.
- Jeffreys 2012 (sebastokratorissa): Elizabeth Jeffreys, «The sebastokratorissa Irene as Patron», Wiener Jahrbuch für Kunstgeschichte, eISSN 2307-2962, ISSN 0083-9981, 60.1 (2012) 177–194.
- Koder κ.ά. 1976 (Thessalia): Johannes Koder, Friedrich Hild, Peter Soustal, Hellas und Thessalia, εκδ. Österreichische Akademie der Wissenschaften, Βιέννη ¹1976, σελ. 316.
- Krsmanović 2003 (Δούκες): Bojana Krsmanović, «Δούκες», Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, 2003, http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4137.
- Moutsopoulos 1985: N. C. Moutsopoulos, «Pensées et observations à l’occasion des fouilles archéologiques récentes à la grande laure aux pieds de Tzarevetz à Veliko Tirnovo.134 Tours rondes et passages souterrains aux fortifications médiévales», Balkan Studies, 26.1 (Thessalonique 1985) 3–9.
- Nicol 1984 (Epiros): Donald MacGillivray Nicol, The despotate of Epiros (1267–1479): a contribution to the history of Greece in the Middle Ages, ekd. Cambridge University Press, Cambridge–New York 1984, σελ. xiii+297.
- Polemis 1968 (Δούκες): Demetrios I. Polemis, The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography, University of London Historical Studies xxii, εκδ. Athlone Press, Λονδίνο 1968, σελ. xvi+228.
- Rigo 2020 (Χρονικό 77): Antonio Rigo, «Το Χρονικό των Μετεώρων. Η Ιστορία των μονών της Θεσσαλίας μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα», 3ο μέρος, μτφρ. Τζίνο Πολέζε, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 77 (2020) 207–230.
- Αβραμέα 1974 (Θεσσαλία): Άννα Αβραμέα, Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204. Συμβολή εις την ιστορικήν γεωγραφίαν, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Αθήνα 1974, σελ. 246.135
- Αδαμαντίου 1910: Αδαμάντιος Αδαμαντίου, «Εργασίαι εν Μετεώροις», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1909, (Αθήνα 1910) 211–273.
- Αθανασούλας 1974 (τραγούδια): Στέφος Αθανασούλας, «Καλαμπακιώτικα. Τραγούδια και χοροί», Μετέωρα, 28 (1974) 62–66.
- (Α)Θανασούλας 1992 (Λαογραφικά): Στέφανος (Α)Θανασούλας, Λαογραφικά Καλαμπάκας, εκδ. Δήμου Καλαμπάκας, Καλαμπάκα 1992, σελ. 280.
- Αλμπάνης 2008 (Αιγίνιον): Αλμπάνης Ιωάννης, Το Αιγίνιον της Εστιαιώτιδας, 1600 π.Χ. – 330 μ.Χ., Καλαμπάκα 2008, σελ. 450.
- Ανδρούδης 1991 (Ζαβλάντια): Πασχάλης Ανδρούδης, «Παλαιόπυργος Τρικάλων: Διερεύνηση ιστορική και αρχιτεκτονική των βυζαντινών και μεταβυζαντινών ερειπίων και η σχέση τους με το μοναστήρι των Ζαβλαντίων», Τρικαλινά, 11 (1991) 295–332.
- Αρσενίου 2012 (Παναγία): Λάζαρος Αρσενίου, «Ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας στον θρησκευτικό τουρισμό», Τα Μετέωρα, … (12.10.2012) 24.
- Αρσενίου 2015 (Καλαμπάκα): Αρσενίου Λάζαρος, Καλαμπάκα: 3.000 χρόνια νεότητα, εκδ. Τα Μετέωρα, Καλαμπάκα 2015, σελ. 146, ISBN: 978–960–98589–6–0.
- Αυγερινού–Τζιώγα 2003 (Μανασσής): Μαρία Αυγερινού–Τζιώγα, Η σύνοψις χρονική του Κωνσταντίνου Μανασσή: συμβολή στην υφολογική μελέτη μιας έμμετρης χρονογραφίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 197.
- Βαρζός 1984 (Κομνηνοί αʹ): Κωνσταντίνος Βαρζός, Η Γενεαλογία των Κομνηνών, τόμος Αʹ, εκδ. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 756.
- Βαρζός 1984 (Κομνηνοί βʹ): Κωνσταντίνος Βαρζός, Η Γενεαλογία των Κομνηνών, τόμος Βʹ, εκδ. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 896.
- Βέης 1909 (Συμβολή): Νίκος Βέης, Συμβολή εις την ιστορίαν των μονών των Μετεώρων, Βυζαντίς 1 (1909) 191–332.
- Βέης 1930 (Μανασσής): Νίκος Βέης, «Manassis, der Metropolit von Naupaktos, ist identisch mit dem Schriftsteller Konstantinos Manassis»,136 Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher, 7 (1928/29 / 1930) 119–130.
- Βέης 1988 (χειρόγραφα Μεταμορφώσεως): Βέης Νικόλαος, Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των χειρογράφων κωδίκων των αποκειμένων εις τας μονάς των Μετεώρων, τ. Αʹ: τα χειρόγραφα της Μονής Μεταμορφώσεως, προλεγόμενα–προσθήκες: Λέανδρος Βρανούσης, Δημήτριος Σοφιανός, Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα ²1998, σελ. 783.
- Βλαχάβα–Τσιλιμίγκας 2012: Δήμητρα Βλαχάβα, Χρήστος Τσιλιμίγκας, «Τρίτο διάζωμα βυζαντινού κάστρου πόλης Τρικάλων. Προτάσεις αποκατάστασης στο πρόγραμμα Ε.Σ.Π.Α.», Τρικαλινά, 32 (2012) 205–228.
- Βλιώρας 2016 (επιγραφή): Σπυρίδων Βλιώρας, «Αναθηματική επιγραφή των Αιγινιέων σε δύο Ρωμαίους Αυτοκράτορες», Τα Μετέωρα, 1137 (06.05.2016) 24–25. (www.academia.edu/24977436, σελ. 7)
- Βλιώρας 2016 (τοπωνύμια): Σπυρίδων Βλιώρας, «Τοπωνύμια της (ευρύτερης περιοχής) Καλαμπάκας με σλαβική ή τουρκική ετυμολογική προέλευση», Τα Μετέωρα, 1128 (04.03.2016) 23, 1129 (11.03.2016) 23, 1130 (18.03.2016) 25. (www.academia.edu/24217447, σελ. 18)
- Βλιώρας 2020 (οικισμοί): Σπυρίδων Βλιώρας, «Τρεις διαλυμένοι οικισμοί κοντά στο χωριό Καστράκι Καλαμπάκας: Ρουξιόρι, Τριστιανός, Ρίγκλαβο, Καλαμπάκα 16.07.2020, https://www.academia.edu/40959690, σελ. 152.137
- Βλιώρας 2021 (Βλαχάβας γʹ): Σπυρίδων Βλιώρας, «Παπα–Θύμιος Βλαχάβας: Η προδομένη επανάσταση. Μέρος γʹ», Τα Μετέωρα, 1396 (23.04.2021) 18–19. (www.academia.edu/45674427)
- Βλιώρας 2021 (Βλαχάβας δʹ): Σπυρίδων Βλιώρας, «Παπα–Θύμιος Βλαχάβας: Η προδομένη επανάσταση. Μέρος δʹ», Τα Μετέωρα, 1397 (30.04.2021) 18–19. (https://www.academia.edu/45674427)
- Βλιώρας 2021 (ετυμολογικά): Σπυρίδων Βλιώρας, «Ετυμολογικές τοπωνυμικές περιπλανήσεις», Τα Μετέωρα, 1385 (05.02.2021) 18–19, 1387 (19.02.2021) 23. (https://www.academia.edu/45027724, σελ. 34)
- Γκουτζιουκώστας 2004 (δικαιοσύνη): Ανδρέας Γκουτζιουκώστας, Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος–12ος αιώνες): τα δικαιοδοτικά όργανα και τα δικαστήρια της πρωτεύουσας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Τομέας Αρχαίας, Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 265.
- Γκουτζιουκώστας 2010 (κριτές): Ανδρέας Γκουτζιουκώστας, «Κριτές του βήλου και κριτές επί του ιπποδρόμου στη Θεσσαλονίκη (11ος αι.)», Βυζαντινά Σύμμεικτα, 20 (2010) 67–84.
- Δήμας 2001: Γιάννης Δήμας, «Η χορευτική ταυτότητα της Καλαμπάκας», στο Καλαμπάκα 2001α, 513–534.
- Θεοτέκνη Α 2017 (Ασκητήτρια): Θεοτέκνη Μητσικώστα μοναχή, Το Πέτρινο Δάσος των Μετεώρων, τ. αʹ, Ιερά ασκητήρια, Άγια Μετέωρα ²2017, ISBN 978–960–86366–5–1, σελ. 431.
- Ιστορία θ 1980: Ιστορία του ελληνικού έθνους. Βυζαντινός Ελληνισμός. Μεσοβυζαντινοί και υστεροβυζαντινοί χρόνοι, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1980, ISBN 960-213-095-4, σελ. 496.
- Κακαλίδης 2012 (Μανασσής): Γεώργιος Κακαλίδης, Οι πηγές της αφήγησης της κοσμοποιίας στη Χρονική Σύνοψη του Κωνσταντίνου Μανασσή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 174.
- Καλαμπάκα 2001α: Συλλογικό έργο, Η Καλαμπάκα μέσα από την ιστορία της, πρακτικά Αʹ Ιστορικού Συνεδρίου Καλαμπάκας, επιμέλεια Γρηγόρης Σταγέας, εκδ. Γένεσις, Καλαμπάκα 2001, σελ. 624.
- Καρακίτσιος 1994 (Σταγιάδες): Ελευθέριος Καρακίτσιος, «Χρονολογίες και επιγραφές της ιεράς μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σταγιάδων», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 26 (1994) 261–264.
- Καρπόζηλος 2009 (ιστορικοί γ ʹ): Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τ. 3 (11ος–12ος αιώνας), εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2009, ISBN 9789606736094, σελ. 836.
- Κατσόγιαννος 1988 (λαγούμι): Νεκτάριος Κατσόγιαννος, «Η υπόγεια σήραγγα (λαγούμι) που συνέδεε το Κάστρο των Τρικάλων με το Κάστρο της Καλαμπάκας», Τρικαλινό Ημερολόγιο, 12 (1988) 62–71.
- Κατσόγιαννος 1992 (συνοικισμοί): Νεκτάριος Κατσόγιαννος, Τα Τρίκαλα και οι συνοικισμοί τους, εκδ. Πολιτιστικού Συλλόγου Δήμου Τρικκαίων, Λάρισα 1992.
- Κατσόγιαννος 2010 (Κρήνες): Νεκτάριος Κατσόγιαννος, Οι κρήνες των Τρικάλων, Τρίκαλα 2010, σελ. 143.
- Κατσόγιαννος 2014 (φρούριο): Νεκτάριος Κατσόγιαννος, Το φρούριο, το ρολόγι και το βυζαντινό υδραγωγείο των Τρικάλων, Τρίκαλα 2014, σελ. 168, ISBN: 978-960-93-5624-4.
- Κατσόγιαννος 2018: Νεκτάριος Κατσόγιαννος, Αναδρομή στην εξέλιξη του υδραγωγείου και το παλιό δημαρχείο των Τρικάλων, Τρίκαλα 2018, σελ. 222.
- Λινάρδου 2011 (Παναγία): Καλλιρρόη Λινάρδου, «Η Παναγία και τα βιβλία της στις εικονογραφημένες ομιλίες του Ιάκωβου της μονής Κοκκινοβάφου: γυναικεία εγγραμματοσύνη ή στρατηγικές εικαστικής αφήγησης;», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 29 (2011) 35–48.
- ΛΚΝ 2017: Συλλογικό έργο, Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2009 (¹1998), ISBN 978-960-231-085-4, σελ. λβ΄ + 1532.
- Μαδιαράγα 2015: Ελισάβετ Μαδιαράγα, «Η Βυζαντινή οικογένεια των Αγιοθεοδωριτών ΙΙ: ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΙΟΘΕΟΔΩΡΙΤΗΣ, πρωτονωβελισσιμοϋπέρτατος λογοθέτης του δρόμου και ορφανοτρόφος», Βυζαντινά Σύμμεικτα, 24.1 (2015) 213–246.
- Μαμαγκάκης 2012 (βυζαντινή γυναίκα): Δ. Α. Μαμαγκάκης, «Άννα Ραδηνή: Η γυναίκα της επαρχιακής αριστοκρατίας στο Βυζάντιο του 12ου αι. μέσα από κτητορικές παραστάσεις», Βυζαντινά Σύμμεικτα, 22 (2012) 71–100.
- Μαλούτας 1956 (Σέρβια): Μηνάς Μαλούτας, Τα Σέρβια: ιστορική και λαογραφική επισκόπησις, Θεσσαλονίκη 1956, σελ. 190.
- Μανασσής 1655 (Σύνοψις): Κωνσταντίνος Μανασσής (12ος αι.), Σύνοψις ιστορική (Breviarium historicum), εκδ. Typographia Regia, Parisiis M.DC.LV. (1655), σελ. 197.
- Μανασσής 1879 (Ειρήνη): Κωνσταντίνος Μανασσής, Εἰρήνης Σεβαστοκρατορίσσης ἀνέκδοτον ποίημα (1143), ἐκδιδόντος Μανουὴλ Γεδεών, Ἀθήνησι, 10.12.1879.
- Μαυροματίδης 2014 (δικαιοσύνη): Σάββας Μαυροματίδης, «Η οργάνωση και η απονομή της δικαιοσύνης στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Έγκλημα & τιμωρία», Αστυνομική ανασκόπηση, 286 (Σεπτέμβριος–Οκτώβριος 2014) 94–99.
- Νημάς 1983 (Δημοτικά Α): Θεόδωρος Νημάς, Δημοτικά τραγούδια της Θεσσαλίας. Ακριτικά, Παραλογές, Ιστορικά, Κλέφτικα, εκδ. Κυριακίδη, τ. Αʹ, Θεσσαλονίκη ²1983, σελ. 242.138
- Νημάς 1997 (Δημοτικά Β): Θεόδωρος Νημάς, Δημοτικά τραγούδια της Θεσσαλίας. Τραγούδια σχετικά με ιστορικά πρόσωπα και μυθικά περιστατικά, εκδ. Κυριακίδη, τ. Βʹ, Θεσσαλονίκη ³1997, ISBN 978-960-343-396-5, σελ. 242.
- Νημάς 1988 (Κάστρα Αντιχασίων): Θεόδωρος Νημάς, «Τα κάστρα των Αντιχασίων Τρικάλων», Τρικαλινά, 08 (1988), 255–288.
- Ξυγγόπουλος 1957 (Σέρβια): Ανδρέας Ξυγγόπουλος, Τα μνημεία των Σερβίων, εκδ. Τυπογραφείον Μ. Μυρτίδου, Αθήναι 1957, σελ. 135.
- Ουσπένσκι 1896: Порфирий Успенский (Πορφύριος Ουσπένσκι), Восток христианский. Путешествие в метеорские и оссоолимпийские монастыри в Фессалии архимандрита Порфирия Успенского в 1859 г,139 εκδ. της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, Επιμέλεια του καθηγητού Πολυχρονίου Α. Σύρκου, Πετρούπολη 1896.
- Παπαγεωργίου 1961 (Μετέωρα): Αντώνης Παπαγεωργίου, Τα Μετέωρα, Αθήνα 1961, σελ. 48.
- Παπαθανασίου 1939 (Σέρβια): Θωμάς Παπαθανασίου, «Τὸ μεσαιωνικὸν φρούριον τῶν Σερβίων, ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως αὐτοῦ μέχρι τῆς ὑπὸ τῶν Τούρκων ἁλώσεως», Θεσσαλονίκη 1939, σελ. ϛʹ + 95.140
- Πλιάτσικας 2016 (Πασχαλιάτικα): Δημήτριος Πλιάτσικας, Τα πασχαλιάτικα τραγούδια της Καλαμπάκας, Μια αναλυτική προσέγγιση, εκδ. Γένεσις, Καλαμπάκα 2016, σελ. 143.
- Πολίτης 1914 (εκλογαί): Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, εκδ. Εστία, Αθήνα 1914, σελ. ζʹ+309.
- Σοφιανός 1984 (Διαθήκη): Δημήτριος Σοφιανός, «Η ανέκδοτη διαθήκη του Μανουήλ Ιωαννάκη (μέσα ιδʹ αιώνα και άλλα κείμενα σχετικά με τη μονή της Θεοτόκου στον Στύλο των Σταγών», Σύμμεικτα, 9 (Αθήνα 1984) 279–288.
- Σοφιανός 2009 (χειρόγραφα Ρουσάνου): Δημήτριος Σοφιανός, Τα χειρόγραφα της μονής Ρουσάνου των Μετεώρων, Κατάλογος περιγραφικός, εκδ. Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2009, σελ. 731.
- Στουρνάρας 2009 (υδατικοί πόροι): Γρηγόριος Στουρνάρας, «Η διαχείριση των υδατικών πόρων στην περιοχή Τρικάλων κατά την Οθωμανική περίοδο», Τρικαλινά, 29 (2009) 169–186.
- Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό): Κωνσταντίνος Χρυσόγελος, Κωνσταντίνος Μανασσής, Οδοιπορικόν: κριτική έκδοση–μετάφραση–σχόλια, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Φιλολογίας. Τομέας Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 245.
-
Υποσημειώσεις
-
- https://www.academia.edu/74536324. ↩
- (Α)Θανασούλας 1992 (Λαογραφικά), 176. ↩
- 39.708099, 21.630528. ↩
- Βλιώρας 2021 (Βλαχάβας γʹ), 18 και Βλιώρας 2021 (Βλαχάβας δʹ), 19. ↩
- (Α)Θανασούλας 1992 (Λαογραφικά), 154–159. ↩
- Ελπίζουμε να προλάβουμε να ολοκληρώσουμε την μελέτη μας μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου 2023, οπότε και θα έχουμε την Κυριακή της Τυροφάγου τού έτους εκείνου. Δυστυχώς ο όγκος τού προς διερεύνηση υλικού και οι λοιπές υποχρεώσεις μας μας επιτρέπουν συγκρατημένη (απ)αισιοδοξία ολοκλήρωσης της μελέτης μέχρι τότε!🙂😢 ↩
- Αθανασούλας 1974 (τραγούδια), 65, (Α)Θανασούλας 1992 (Λαογραφικά), 264, Πλιάτσικας 2016 (πασχαλιάτικα), 33, 128. Ο Αντώνης Παπαγεωργίου στα 1961 στο βιβλίο του «Τα Μετέωρα» επιγράφει το άσμα «Το ειδύλλιο της Ρήνας» και παραθέτει και την καταγραφή του σε πεντάγραμμο. Παπαγεωργίου 1961 (Μετέωρα), 32–33. Βλ. & Δήμας 2001, 518, 520–521. ↩
- Μόνιμη επωδός σε κάθε στίχο. ↩
- Πλιάτσικας 2016 (πασχαλιάτικα), 128. ↩
- Βλ. & Πλιάτσικας 2016 (πασχαλιάτικα), 128, Παπαγεωργίου 1961 (Μετέωρα), 32–33. ↩
- Πλιάτσικας 2016 (πασχαλιάτικα), 128–129. ↩
- Στο τραγούδι «Φίλοι μ’, καλώς ορίσατε», καταγραμμένο στο Μυρόφυλλο Τρικάλων, βρίσκουμε μια άλλη Ρήνα: «―Φίλοι μ’, καλώς ορίσατε, καλοί κι αγαπημένοι, / φίλοι μ’, καλώς ορίσατε, να φάμε και να πιούμε / κι αύριο καλές αντάμωσες. ―Το πού θ’ ανταμωθούμε; ―Στον αϊ–Λια στον πλάτανο, που ’ναι μια κρύα βρύση, / πο’ ’χουν οι κλέφτες μάζωξη, πο’ ’χουν το συναγώγι, / έχουν αρνιά που ψένουνε, κριάρια που σουβλίζουν, πο’ ’χουν τη Ρήνα στο πλευρό που τους κερνάει και πίνουν. ―Κέρνα μας, Ρήνα μ’, κέρνα μας, όσο ταχιά να φέξει, / όσο να σκάσει ο αυγερινός, να πάει η πούλια γιόμα.» Νημάς 1983 (Δημοτικά Α), 150. ↩
- Ρήνα Μουλά (Πλιάτσικας 2016 (Πασχαλιάτικα), 25), Ρήνα Σουλιώτη (Πλιάτσικας 2016 (Πασχαλιάτικα), 57), Ρήνα Καρακαντά (Πλιάτσικας 2016 (Πασχαλιάτικα), 97) κ.ά. ↩
- Σοφιανός 1984 (Διαθήκη), 280. «Η διαθήκη έχει συνταχθεί “κατενώπιον τοῦ τε κυροῦ Μακαρίου τοῦ ἀρχιμανδρίτου καὶ τοῦ πανυπερσεβάστου καὶ κεφαλῆς Σταγῶν κυροῦ Θεοδώρου τοῦ Ὀρφανοϊωάννου καὶ τῶν ἐντιμοτάτων κληρικῶν τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Σταγῶν.» Σοφιανός 1984 (Διαθήκη), 280–281. ↩
- Βλ. Γιώργος Λεονάρδος, Η Σαρανταπήχαινα Ειρήνη η Αθηναία, εκδ. Ωκεανός, Αθήνα 2017, σελ. 464. ↩
- Από την τουρκική lağım < οθωμανική τουρκική لغم (lağım) / لاغم (lağım) / لاغیم (lağım) < αραβική لغم (laḡam: ορυχείο, λαγούμι) < ελληνιστική κοινή λαχαίνω (σκάβω) < αρχαία ελληνική λαγχάνω (αντιδάνειο). ↩
- Αρσενίου 2012 (Παναγία), 24, Αρσενίου 2015 (Καλαμπάκα), 15. ↩
- Καρακίτσιος 1994 (Σταγιάδες), 263 & υποσημείωση 10. ↩
- 39.615154, 21.811579. ↩
- Ανδρούδης 1991, 329. ↩
- «Για το συγγραφικό του έργο βραβεύτηκε από τον ΦΙΛΟΣ Τρικάλων για τις πολυετείς συστηματικές έρευνές του και τα πολλά σχετικά δημοσιεύματά του, για άγνωστες πτυχές της νεότερης ιστορίας της πόλεως και του Νομού Τρικάλων και την σημαντική συμβολή του στην ιστορική διερεύνηση και προβολή τους.» http://katsonekt.blogspot.com ↩
- Νημάς 1988 (Κάστρα Αντιχασίων), 265, Βλαχάβα–Τσιλιμίγκας 2012, 218–219. ↩
- Κατσόγιαννος 2014 (φρούριο), 139. ↩
- 39.560034, 21.763441. ↩
- 39.561188, 21.763755. ↩
- 39.562357, 21.766873. ↩
- 39.564061, 21.768335. ↩
- Κατσόγιαννος 1988 (λαγούμι), 63, 65, Κατσόγιαννος 2014 (φρούριο), 139 κ.ε. ↩
- 39.568182, 21.766288. «Την ονομασία του αυτή την πήρε, γιατί στο σημείο αυτό επί Τουρκοκρατίας, όπως λέγεται, οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει τσιγκέλια και όποιον καταδίκαζαν σε θάνατο τον περνούσαν εκεί πάνω καρφώνοντάς τον, με αποτέλεσμα ο θάνατός του να είναι μαρτυρικός.» Κατσόγιαννος 1988 (λαγούμι), 65. ↩
- 39.574811, 21.761583. ↩
- 39.611128, 21.745136. ↩
- Κατσόγιαννος 1988 (λαγούμι), 67. ↩
- Ας θυμηθούμε και την αναφορά για υπόγεια σήραγγα / λαγούμι στην περιοχή αυτή. Ανδρούδης 1991, 329. ↩
- Αλμπάνης 2008 (Αιγίνιον), 179. ↩
- Από την περιοχή της Αγλίστρας και κάτω. ↩
- «Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες αν η υπόγεια σήραγγα συνεχιζόταν προς Καλαμπάκα και μόνο η παράδοση αναφέρει ότι αυτή κατέληγε στο κάστρο της Καλαμπάκας.» Κατσόγιαννος 2014 (φρούριο), 146. ↩
- Ποια; Πού; ↩
- Κατσόγιαννος 1988 (λαγούμι), 67. ↩
- Στουρνάρας 2009 (υδατικοί πόροι), 172. ↩
- «(…) το μεγάλο κανάλι (μυλαύλακα), το μεγαλύτερο στην Ελλάδα, που τροφοδοτούσε με νερό του Πηνειού τα Τρίκαλα. (…) Είχε μήκος 18 χιλιόμετρα και 11 νερόμυλους στην διαδρομή του, η δε αφετηρία του βρισκόταν στη θέση Μπαμπακιές (Βλιώρας 2020 (οικισμοί), 33), που είναι 2 χιλιόμετρα βόρεια της Καλαμπάκας. Σήμερα σώζεται ένα μεγάλο μέρος του και ορισμένοι σε ερείπια νερόμυλοι.» Κατσόγιαννος 2014 (φρούριο), 158 ↩
- Κατσόγιαννος 1988 (λαγούμι), 67–68, Κατσόγιαννος 1992 (συνοικισμοί), 161 κ.ε., Κατσόγιαννος 2010 (Κρήνες), 18 κ.ε., Στουρνάρας 2009 (υδατικοί πόροι), 172. ↩
- Οι προηγούμενες αναφορές αφορούν στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. ↩
- «Από τα τέλη του 9ου αιώνα μαρτυρείται η ύπαρξη της επισκοπής Σερβίων που υπάγεται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης (επισκοπικός κατάλογος Λέοντος Ϛʹ Σοφού). Στα τέλη του 10ου αιώνα το κάστρο καταλαμβάνεται από το βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ, ενώ το 1001 ανακαταλαμβάνεται από τον Βασίλειο Βʹ. Το 1018 ο Βασίλειος Βʹ καταστρέφει μερικώς τα τείχη, για να μην λειτουργήσει το κάστρο ως θύλακας του βουλγαρικού στρατού. Το 1204 τα Σέρβια καταλαμβάνονται από τους Φράγκους, ενώ το 1216 περιέρχονται στη κατοχή του δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου Δούκα. Ο Μιχαήλ Βʹ Δούκας μετά τη μάχη της Κλοκότνιτσας (1230) σπεύδει και καταλαμβάνει το κάστρο. Αμέσως επισκευάζει τα τείχη. Το 1257 τα Σέρβια περιέρχονται στον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Βʹ Λάσκαρη. Το 1341 καταλαμβάνονται από το σέρβο κράλη Στέφανο Δουσάν, ενώ το 1350 ανακαταλαμβάνονται από τον Ιωάννη Ϛʹ Καντακουζηνό, για να αλωθούν από τα στρατεύματα του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Αʹ το 1393.» Αγαθονίκη Τσιλιπάκου, Σέρβια, http://odysseus.culture.gr. ↩
- Αν και εκκλησιαστικώς εξαρτώνται από την Επισκοπή Λαρίσης. «Συμπτωματικώς μόνον γνωρίζομεν περί των Σταγών ότι, ενώ κατά τα μέσα του ιβʹ αιώνος υπήγοντο εις το θέμα των Σερβίων, εκκλησιαστικώς εξηρτώντο εκ της μητροπόλεως Λαρίσης.» Αβραμέα 1974 (Θεσσαλία), 54. ↩
- «Κατά τον ιβʹ αιώνα εξ εμμέσων και πάλιν ενδείξεων συνάγεται ότι η Θεσσαλία διοικητικώς διεσπάσθη και περιετμήθη. Εξ εγγράφου του έτους 1163, αναφερομένου εις την επισκοπήν Σταγών, εμφαίνεται ότι η πόλις εξηρτάτο διοικητικώς εκ του θέματος Σερβίων. Τοιουτοτρόπως εκ της αρχικώς διαγραφείσης εκτάσεως πλην της περιοχής των Σερβίων και της Καστοριάς και η περιοχή των Σταγών, ήτοι ολόκληρον το βορειοδυτικόν τμήμα αυτής, δεν ανήκει πλέον εις την Θεσσαλίαν.» Αβραμέα 1974 (Θεσσαλία), 35, Koder κ.ά. 1976 (Thessalia), 66–67. ↩
- Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 79. ↩
- Moutsopoulos 1985, 4. ↩
- Moutsopoulos 1985, 5. ↩
- Moutsopoulos 1985, 5, Ξυγγόπουλος 1957 (Σέρβια), 17 κ.ε., Παπαθανασίου 1939 (Σέρβια), 71, Μαλούτας 1956 (Σέρβια), 71. ↩
- Απ’ αυτήν περίπου την εποχή τα Τρίκαλα είχαν λάβει αυτό το όνομα: «Βουλόμενος δὲ καὶ κρατῆσαι τοὺς ἐξάρχοντας τῆς πονηρᾶς βουλῆς ἐλογίσατο οὕτως, ὅτι, εἰ μὲν κρατήσει αὐτοὺς καὶ οὐ τυφλώσει οὐδὲ ἀποκεφαλίσει τούτους αὐτίκα, ἐξανάγκης ἐπαναστῆναι αὐτῷ ἔχουσιν οἱ ἑταῖροι αὐτῶν (ἦσαν γὰρ ποιήσαντες συνωμοσίαν μετὰ τῶν Βλάχων καὶ τῶν Τρικαλιτῶν) καὶ ἴσως καὶ περιγένωνται αὐτοῦ καὶ ἐκτρίψωσιν αὐτόν.» Κεκαυμένος, Στρατηγικόν (11ος αιώνας μ.Χ.), 67, 11–16. «Ἐν ὅσῳ δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς ᾠκονόμει καὶ ἡτοιμάζετο, ὁ Βαϊμοῦντος μέρος τι τοῦ ἰδίου στρατεύματος ἀποδιελόμενος Κελτοὺς καταφράκτους ὅλους ἀποστείλας ἐξ ἐπιδρομῆς κατέσχε τὴν Πελαγονίαν, τὰ Τρίκαλα καὶ τὴν Καστορίαν.» (Άννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς (12ος αιώνας μ.Χ.), 5, 5, 2, 8–12). Για την ετυμολογία του τοπωνυμίου, βλ. Βλιώρας 2021 (ετυμολογικά), 17–18. ↩
- Οι κάτοικοι των Σταγών, οι σημερινοί Καλαμπακιώτες. ↩
- Θεοτέκνη Α 2017 (Ασκητήτρια), 267. ↩
- Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 79 (στ. 13–14). ↩
- Για το κάστρο των Τρικάλων η εκτέλεση συμπληρωματικών έργων, όπως η σήραγγα διαφυγής / λαγούμι, θα μπορούσε να έχει γίνει και κάποια στιγμή από τον 6ο ως τον 12ο αιώνα: «Ἐπὶ μέντοι (…) ἄλλων τῶν ἐπὶ Θεσσαλίας πόλεων ἁπασῶν, ἐν αἷς (…) καὶ Τρίκα, τοὺς περιβόλους ἀνανεωσάμενος, ἐν τῷ ἀσφαλεῖ ἐκρατύνατο, χρόνῳ τε καταπεπονηκότας μακρῷ, εὐπετῶς τε ἁλωτοὺς ὄντας, εἴ τις προσίοι.» Προκόπιος, Περὶ κτισμάτων, 4, 3, 28–30. ↩
- Πολίτης 1914 (εκλογαί), 121–122. ↩
- «Βάλε σύνορα, δείξε σημεία αναγνωρίσεως του δρόμου τα βουνά που πρέπει να περάσω.» ↩
- Πολύτιμο πορφυρό ύφασμα και (συνεκδοχικά) το ένδυμα ή το άμφιο που έχει φτιαχτεί απ’ αυτό το ύφασμα· (κατ’ επέκταση) ύφασμα στη σέλα ή τα καπούλια ενός αλόγου. (μεσαιωνική ελληνική βλατί / βλαττίν < ελληνιστική κοινή βλαττίον, υποκοριστικό του βλάττα < λατινική blatta) ↩
- Το νήμα του αργαλειού και κατ’ επέκταση το υφαντό. ↩
- «Μισοτέλειωσα». ↩
- Νημάς 1983 (Δημοτικά Α), 60–61 (Μαρία Τσιτσάνη, Μαυρομάτι Καρδίτσης). ↩
- Πολίτης 1914 (εκλογαί), 123–124. ↩
- Πολίτης 1914 (εκλογαί), 122, στ. 48. ↩
- Jeffreys 2012 (sebastokratorissa), 177. ↩
- Jeffreys 2012 (sebastokratorissa), 178. ↩
- Jeffreys 2012 (sebastokratorissa), 178. ↩
- Βαρζός 1984 (Κομνηνοί αʹ), 378, Jeffreys 2012 (sebastokratorissa), 178. ↩
- Jeffreys 2012 (sebastokratorissa), 178. ↩
- Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 43. ↩
- Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 43, Βαρζός 1984 (Κομνηνοί αʹ), 363–364, Jeffreys 1982 (sevastokratorissa), Jeffreys 1994 (sevastokratorissa). ↩
- Jeffreys 2012 (sebastokratorissa), 180, 188–189. ↩
- Jeffreys 2012 (sebastokratorissa), 180, 184–187. ↩
- Biblioteca Apostolica Vaticana. ↩
- Bibliothèque nationale de Paris. ↩
- «Εξίσου δελεαστική είναι η υπόθεση ότι οι απεικονίσεις της Παναγίας με ένα βιβλίο στο χέρι αντικατοπτρίζουν και απηχούν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της παραλήπτριας του κώδικα, της σεβαστοκρατόρισσας Ειρήνης, μιας γυναίκας δηλαδή που υπήρξε παραγγελιοδότρια έργων της κοσμικής λογοτεχνίας στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα, και γι’ αυτό το λόγο ίσως και να την ενδιέφερε να υπογραμμισθεί η εγγραμματοσύνη της Παρθένου.» Λινάρδου 2011 (Παναγία), 48. «Η περίπτωση αυτή πάντως, παρότι ίσως μοναδική, προαναγγέλλει τις εξελίξεις της αμέσως επόμενης περιόδου. Η ταύτιση των μορφωμένων γυναικών της ιθύνουσας τάξης των Κομνηνών με την Θεοτόκο αντανακλάται στο γεγονός ότι τώρα για πρώτη φορά απαντά σε μικρογραφίες χειρογράφων η Παναγία να κρατά ανοιχτό ή κλειστό κώδικα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το θείο αυτό πρότυπο γυναικείας μόρφωσης κοσμεί μικρογραφίες δύο σωζόμενων κωδίκων–αντιγράφων προορισμένων για την σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη (σημαντική προστάτιδα των τεχνών και των γραμμάτων του β΄ τετάρτου του 12ου αιώνα), με έξι κηρύγματα γύρω από την ζωή της Θεοτόκου, του μοναχού και πνευματικού πατέρα της Ειρήνης Ιακώβου Κοκκινοβάφου (Vat. gr. 1162 και Par. gr. 1208). Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι συνολικά 82 αφηγηματικές μικρογραφίες των δύο αυτών χειρογράφων αποτελούν το πιο πλούσιο σύνολο βυζαντινών μικρογραφιών που σχετίζονται με την Θεοτόκο.» Μαμαγκάκης 2012 (βυζαντινή γυναίκα), 94–95. ↩
- Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 26. ↩
- Βέης 1930 (Μανασσής), 124. ↩
- «Η εκτενής ιστοριογραφική του σύνθεση Σύνοψις Χρονική γνώρισε μεγάλη διάδοση κατά τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα αλλά και αργότερα.» Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 26. «Manasses’s Synopsis Chronike survives in a large number of manuscripts (over seventy)». Jeffreys 2012 (sebastokratorissa), 184. ↩
- Που πραγματεύεται τα ιστορικά γεγονότα από κτίσεως κόσμου μέχρι την παραίτηση του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη το 1081. ↩
- Jeffreys 2012 (sebastokratorissa), 180, Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 26. ↩
- Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 43. ↩
- «Ἐπεὶ δὲ ἡ βασιλὶς Εἰρήνη τὸν βίον ἤδη μετήλλασσε, βασιλεὺς δὲ οὔπω ἄρρενος τότε πατὴρ παιδὸς ἐτύγχανεν ὤν, ἐπὶ δευτέρους λοιπὸν ἔβλεψε γάμους. Καὶ ἦν γάρ τις κόρη τῶν κατὰ τὴν ἐν Φοινίκῃ Τρίπολιν, Λατῖνα μὲν γένος περικαλλὴς δὲ ἐν ταῖς μάλιστα. Ταύτην ἐκεῖθεν ἄξοντας Ἰωάννην τε σεβαστὸν τὸν Κοντοστέφανον ἔπεμψε καὶ Θεοφύλακτον ἄνδρα Ἰταλόν, ὃν Ἐξούβιτον ἐπεκάλουν.» Ιωάννης Κίνναμος, Ἐπιτομή, 208, 17 – 209, 1. ↩
- Βέης 1930 (Μανασσής), 126, Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 26, Αυγερινού–Τζιώγα 2003 (Μανασσής), 2. ↩
- Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 34–35, Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 48. ↩
- Βέης 1930 (Μανασσής), 126. ↩
- «Στο έργο αυτό περιγράφει ο Μανασσής το ταξίδι του στην Παλαιστίνη με αφορμή την ανεύρεση συζύγου για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό, καθώς και τις προσωπικές του περιπέτειες.» Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 48. ↩
- «Ἡνίκα νεάζων μὲν ἦν ἐν διακόνοις ἐγώ, ὑπεδρήστευον δ’ ἐν γραφαῖς τῷ θείῳ μου ἐκείνῳ τῷ Ναυπάκτῳ, τῷ Μανασσῇ.» Βέης 1930 (Μανασσής), 119–120, Hunger 1992 (λογοτεχνία βʹ), 250. ↩
- «Η ταύτιση ωστόσο του μητροπολίτη Ναυπάκτου Μανασσή με τον Κ. Μανασσή δημιουργεί κάποιες επιφυλάξεις στους ερευνητές.» Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 44. ↩
- Βέης 1930 (Μανασσής), 125–126. ↩
- «Τοῦ μακαριωτάτου φιλοσόφου τοῦ καὶ ὕστερον γεγονότος μητροπολίτου Ναυπάκτου κυρίου Κωνσταντίνου τοῦ Μανασσῆ σύνοψις χρονικὴ διὰ στίχων ἀπὸ κτίσεως κόσμου τὴν ἀρχὴν ποιουμένη, καὶ διήκουσα μέχρι καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Βοτανειάτου κυροῦ Νικηφόρου, προοίμιον πρὸς τὴν σεβαστοκρατόρισσαν, κυρίαν Εἰρήνην, τὴν νύμφην τοῦ βασιλέως κυροῦ Μανουήλ, ἐπὶ τῷ αὐταδέλφῳ αὐτοῦ κυρῷ Ἀνδρονίκῳ.» Κώδικας Mb 35 (X.X.17) της Πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης Τυβίγγης, Βέης 1930 (Μανασσής), 121–122. ↩
- Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 27. ↩
- Αυγερινού–Τζιώγα 2003 (Μανασσής), 3. ↩
- Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 27–28. ↩
- Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 28. ↩
- Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 93. ↩
- Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 26. ↩
- Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 26. ↩
- Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 86. ↩
- Αντίθετα ο Rigo (2020 (Χρονικό 77), 211–212) τοποθετεί τον πράκτορα και αναγραφέα Μανασσή γύρω στα 1200, ενώ ο Κωνσταντίνος Μανασσής πέθανε γύρω στα 1187. (Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 44) ↩
- Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 34–35, Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 48. ↩
- Αυγερινού–Τζιώγα 2003 (Μανασσής), 3, Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 27–28. ↩
- Βέης 1930 (Μανασσής), 128. ↩
- https://www.imartis.gr, https://el.wikipedia.org. ↩
- Σε ηλικία 57 ετών στα 1172, αν είχε γεννηθεί στα 1115, ή 42 ετών στα 1172, αν είχε γεννηθεί στα 1130. ↩
- Την οποία θεωρούμε ότι έλαβε σαν ανταμοιβή από τον αυτοκράτορα για τις προς αυτόν υπηρεσίες του αλλά και σαν μέσο εξυπηρέτησης του αυτοκράτορα από άλλο πόστο. «Υπήρξαν στην ιστορία των μέσων χρόνων του Βυζαντίου λόγιοι με ισχυρούς δεσμούς στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν εξαιτίας των εκκλησιαστικών τους καθηκόντων σε πόλεις της επαρχίας (όπως ο Ιωάννης Μαυρόπους τον 11ο αιώνα ή ο Μιχαήλ Χωνιάτης στα τέλη του 12ου). (…) Ήταν συνηθισμένο οι καθηγητές της (λεγόμενης) Πατριαρχικής Σχολής, όπως ήταν ο Μανασσής, καθώς αναφέραμε ανωτέρω, να οδηγούνται κατόπιν σε μητροπολιτικούς θρόνους.» Χρυσόγελος 2015 (οδοιπορικό), 29. ↩
- «Το Πρακτικόν του Μανασσή χρονολογείται, από τους περισσότερους, στη βασιλεία του Μανουήλ Αʹ Κομνηνού μεταξύ του 1163 και του 1180.» Rigo 2020 (Χρονικό 77), 212. «Οπωσδήποτε η σύνταξη του πρακτικού αυτού ανάγεται στους μετά το 1163 χρόνους, (…) και ως (…) 1180. Αν δεν έχει συμβεί αυτό, πράγμα για το όποιο δεν μπορούμε να είμαστε και βέβαιοι, τότε το έγγραφο του Μανασσή δυνατόν να τοποθετηθεί χρονολογικά και στον ιγʹ αιώνα.» Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 32–33. ↩
- Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 94. ↩
- «Στην απογραφή των περιουσιακών στοιχείων της επισκοπής, που συντάχθηκε το 1163 κατά την βασιλεία του αυτοκράτορα Μανουήλ Αʹ Κομνηνού, δεν βρίσκουμε κανένα ίχνος μοναστικού ιδρύματος, ενώ σε ένα έγγραφο, το οποίο γνωρίζουμε μόνο χάρη στο χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Γʹ Παλαιολόγου του 1336 μεταγραμμένο σε έναν τοίχο του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, το Πρακτικόν του πράκτορα και αναγραφέα Μανασσή, αναφέρει τη “Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της αποκαλουμένης Δουπιάνης” ανάμεσα στα μετόχια της επισκοπής. Το Πρακτικόν του Μανασσή χρονολογείται, από τους περισσότερους, στη βασιλεία του Μανουήλ Αʹ Κομνηνού μεταξύ του 1163 και του 1180.» Rigo 2020 (Χρονικό 77), 211–212. ↩
- «Πιθανότατα τέλος ο αρχιμανδρίτης Μακάριος είναι το αυτό πρόσωπο με τον ιερομόναχο Μανασσή, ο οποίος μόναζε το 1346/47 στη Μονή Χρυσίνου του Ασπροποτάμου και στη συνέχεια, αφού μετονομάστηκε σε Μακάριο και προήχθη σε “ἀρχιμανδρίτη”, ήλθε στη Σκήτη των Σταγών και ίδρυσε στο βράχο τον επονομαζόμενο Στύλο (=Αγίου Πνεύματος) μονύδριο της Θεοτόκου (στη θέση Πηγάδιο), σύμφωνα με τα λεγόμενα “Πάτρια” της μετεωρικής Μονής της Υψηλοτέρας.» Σοφιανός 1984 (Διαθήκη), 282. ↩
- Περίπου δηλαδή όταν πρωτοήρθε ο αγιομετεωρίτης όσιος Αθανάσιος στην περιοχή των Μετεώρων! ↩
- «Ἐπανερχόμενοι καὶ πάλιν εἰς τὰ κατωτέρω “Πάτρια”, παρατηροῦμε ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔχομεν καὶ τὴν πρώτην μνείαν τῆς μονῆς Χρυσένου ή Χρυσίνη τοῦ δήμου Χαλκίδος τῆς παρ’ Ἀσπροποτάμῳ.» Βέης 1909 (Συμβολή), 236μγ–μδ. ↩
- Βέης 1909 (Συμβολή), 274. ↩
- Που ετυμολογείται από το εβραϊκό מְנַשֶּׁה (Mənaššé). ↩
- Πιθανόν κι άλλοι μοναχοί να είχαν λάβει μέχρι τότε το όνομα αυτό. ↩
- Ουσπένσκι 1896, 537. ↩
- Ουσπένσκι 1896, 537. ↩
- Αδαμαντίου 1910, 263. ↩
- Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 82. ↩
- «Δέχνυσο τοῖον δῶρον ἀφ’ ἡμετέροιο πόνοιο, / ὀλβιόδωρε ἄνασσα, κυδίστη, ἀριστοτόκεια (…)». https://www.dbbe.ugent.be/occurrences/33327, Οδυσσέας Λαμψίδης, «Zur Sebastokratorissa Eirene», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik (JÖB), 34 (1984) 91–105: 103. ↩
- «Ἡ μὲν φιλόυλος ψυχὴ ταῖς ὕλαις ἐπιχάσκει / καὶ πάντα πραγματεύεται πρὸς τὸ τυχεῖν τοῦ πόθου, / σὺ δέ, ψυχὴ βασίλισσα καὶ φιλολογωτάτη, / ἀεὶ διψῶσα γνώσεως καὶ λόγου καὶ παιδείας, / βίβλοις ἀεὶ προστέτηκας, ἐπεντρυφᾷς τοῖς λόγοις, / καὶ γίνεταί σοι τῆς ζωῆς ἅπας ὁ χρόνος λόγος (…)». Μανασσής 1655 (Σύνοψις), 1. ↩
- Κακαλίδης 2012 (Μανασσής), 82. ↩
- «Αἰθήρ, ἀναπλώθητι, δέξαι μου λόγους (…) Ἤκουσα δάμαρ Ἀνδρονίκου (…) Ἡ γὰρ τύχη ἄρασα πρὸς μείζω τύχην Σεβαστοκρατόρισσαν ὠνόμασέ με. (…)» Μανασσής 1879 (Ειρήνη), 17. ↩
- «Στίχοι τῇ σεβαστοκρατορίσσῃ κυρᾷ Εἰρήνη». ↩
- «Οὗτος δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκ τῆς δεσποίνης Εἰρήνης τῆς ἐξ Ἀλαμανῶν ἄπαις ὤν, ἀποθανούσης δὲ αὐτῆς, δευτέραν γυναῖκα ἔλαβεν, Ἄνναν τοὔνομα, μεθ’ ἦς ἐγέννησε θυγατέρας μὲν δύο, ὧν τὴν πρωτότοκον τῶν Μυσῶν ἀρχηγοῦ υἱῷ εἰς γυναῖκα ἔδωκε καὶ εἰρήνη μεγάλη ἀναμεταξὺ Μυσῶν καὶ Ῥωμαίων γέγονε.» Μακάριος Μελισσηνός (Ψευδοσφραντζής), Χρονικόν Μέγα (Chronicon Maius), 182, 13–16. ↩
- https://www.saint.gr/973/saint.aspx. ↩
- Βέης 1988 (χειρόγραφα Μεταμορφώσεως), 19 (χειρόγραφο 16). Το ίδιο και στο Βέης 1988 (χειρόγραφα Μεταμορφώσεως), 171 (χειρόγραφο 148, φύλλο 149β). ↩
- «Ἐκ τῶν πρὸ πολλῶν τῶν λόγων τὴν μητέρα, / χρυσᾶς Ἀθήνας τὴν περίφημον πόλιν, / στοά τις ἤδη ποικίλως κοσμουμένη, / γραφῶν ἐκαλλώπιζεν ἐξῃρημένην, (…) (φύλλο 166β) ἡμᾶς δ’ ἀχρείους οὕσπερ οἶδας, ἰσχύσας, / ὀρθάς βαδίζειν εὐόδωσον πρὸς τρίβους· / σὺν πατρὶ καὶ πνεύματι· σοὶ δόξα πρέπει.» Σοφιανός 2009 (χειρόγραφα Ρουσάνου), 182. ↩
- «Επειδή ο Μανουήλ Αʹ Κομνηνός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατοχύρωση των δικαίων της επισκοπής Σταγών, εκδίδοντας αυτοκρατορικούς ορισμούς ή διατάσσοντας τη σύνταξη λεπτομερών απογραφικών πρακτικών, γεγονός για το οποίο, στο πατριαρχικό σιγίλλιο του Αντωνίου Δʹ (1393), χαρακτηρίζεται και “κτήτωρ” της επισκοπής Σταγών.» Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 32–33. «Ὁμοίως ἰδοῦσα καὶ ὁρισμὸν ἐπέχοντα τάξιν χρυσοβούλλου τοῦ πορφυρογεννήτου βασιλέως κὺρ Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ καὶ κτήτορος τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Σταγῶν.» Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 102. ↩
- Ιστορία θ 1980, 76. ↩
- ΛΚΝ 2017, λήμμα αράδα. ↩
- Κατσόγιαννος 1988 (λαγούμι), 67. ↩
- Στουρνάρας 2009 (υδατικοί πόροι), 178–179. ↩
- Εσκεμμένα γράφουμε με –η– την Σαρακήνα, και θα το εξηγήσουμε σε μελλοντική μας εργασία, καθώς η αναφορά στο Chronique de Morée (1204–1305) δεν αναφέρεται στο συγκεκριμένο χωριό αλλά …σε κάτι άλλο! ↩
- https://commons.wikimedia.org. ↩
- https://el.wikipedia.org/wiki/Βελίκο Τάρνοβο. ↩
- http://thesis.ekt.gr/11539 ↩
- «Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Μανασσής ταυτίζεται με τον συγγραφέα Κωνσταντίνο Μανάση». ↩
- Βλιώρας 2020 (οικισμοί–Θεσσαλικό): Σπυρίδων Βλιώρας, «Τρεις διαλυμένοι οικισμοί κοντά στο χωριό Καστράκι Καλαμπάκας: Ρουξιόρι, Τριστιανός, Ρίγκλαβο», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 78 (2020) 349–394.
Βλιώρας 2020 (οικισμοί–Μετέωρα): Σπυρίδων Βλιώρας, «Τρεις διαλυμένοι οικισμοί κοντά στο χωριό Καστράκι Καλαμπάκας: Ρουξιόρι, Τριστιανός, Ρίγκλαβο (περίληψη)», Τα Μετέωρα, 1358 (31.07.2020) 22–23. ↩
- Νημάς 1981 (Δημοτικά): Θεόδωρος Νημάς, Δημοτικά τραγούδια της Θεσσαλίας, τ. Αʹ–Βʹ, εκδ. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1981. ↩
- Χριστιανικὴ Ἀνατολή. Ἀποδημία εἰς τὰς μονὰς τῶν Μετεώρων, τῆς Ὄσσης καὶ τοῦ Ὀλύμπου ἐν Θεσσαλίᾳ κατὰ τὸ ἔτος 1859. ↩
- Βλ. βιβλιοκρισία τού Ανδρέα Ξυγγόπουλου στο περιοδικό Μακεδονικά, 1 (Θεσσαλονίκη 1940) 571–572. ↩