Επισκέφθηκα το Μπουένος Άιρες το 2009, για τη βράβευσή μου σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό. Περπατώντας στα σοκάκια της La Boca, της ποδοσφαιρικής κοιτίδας της Boca Juniors, της «ομάδας της καρδιάς» του Μαραντόνα και αιώνιας αντιπάλου της River Plate του τερματοφύλακα Σέργιο Γκοϊκοετσέα που με τις αποκρούσεις του στο Μουντιάλ του 1990 έστειλε την Αργεντινή στον τελικό, δαγκώνοντας, με μια λαϊστρυγονική λαιμαργία – ανάλογη με αυτήν με την οποία ο Λουίς Σουάρες, της γειτονικής Ουρουγουάης αλλά και της Μπαρτεσελόνα, τη φανέλα της οποίας είχε φορέσει ο Ντιέγκο, δάγκωνε, αργότερα, τους αντιπάλους του στα ποδοσφαιρικά γήπεδα- τα παραδοσιακά αργεντίνικα γλυκά alfajores, πλημμυρίζοντας τους λαβυρίνθους των αυτιών και της ψυχής μου με τις μελωδίες του μαντονεόν που έπαιζε κάπου στο βάθος, ο Ντιέγκο Αρμάντο και ο συμπατριώτης του Σέργιο Γκοικοετσέα είχανε έρθει στο μυαλό μου.
Μαζί και ο άλλος, συνεπώνυμος του τελευταίου, ο Βάσκος Άντονι Γλοικοετσέα. Ο «Χασάπης του Μπιλμπάο», ο οποίος είχε χορέψει ένα δολοφονικό αμυντικό ταγκό με τον αριστερό αστράγαλο του Μαραντόνα καταγματικά μπλεγμένο στις τάπες των ποδοσφαιρικών παπουτσιών του, στον αγώνα μεταξύ της Μπαρτσελόνα και της Ατλέτικο Μπιλμπάο που στη σύγχρονη σύνθεσή της περιλαμβάνει τον χαρακτηρισθέντα από την Guardian «Κανίβαλο του Αίαντα» Λουίς Σοάρες.
Τώρα, Πρωτομαγιά του 2022, μαζί με τις εκατοντάδες μαγικές στιγμές σκοραρίσματος του Αργεντινού άσσου σκέφτομαι και ένα χαμένο του πέναλτι, αυτό απέναντι στην ενωμένη -για τελευταία φορά- Γιουγκοσλαβία, στο Μουντιάλ του 1990.
Σε εκείνον τον αγώνα που στον πάγκο των Γιουγκοσλάβων καθόταν ο Ίβιτσα Όσιμ. Με τις φυγόκεντρες δυνάμεις της διάσπασης να κυριαρχούν, μια Εθνική Ομάδα που είχε στη σύνθεσή της Σέρβους, Κροάτες, Βόσνιους και Σλοβένους είχε ως προπονητή της μια μεγάλη ποδοσφαιρική φυσιογνωμία που προσωποποιούσε, όντας Βόσνιος, καθολικός στο θρήσκευμα, με τον καλύτερο τρόπο, το βαλκανικό πολυσυλλεκτικό αμάλγαμα ανθρώπων, θρησκειών και πολιτισμών της «πάλαι ποτέ» ενωμένης Γιουγκοσλαβίας.
Μιας χώρας που ήταν στα πρόθυρα της διάσπασης και χρειαζόταν την πρόκριση της Εθνικής της Ομάδας στον τελικό του Μουντιάλ 90 -και, με το ποδοσφαιρικό της ταλέντο να υπερχειλίζει, γιατί όχι και την ίδια την κατάκτηση του τροπαίου- για να βρει την κεντομόλα συγκόλλητική ουσία ψυχολογικής ευφορίας που ίσως ανέσχεε τις κεντρόφυγες τάσεις οι οποίες λίγο μετά κλιμακώθηκαν στον αιματηρό εμφύλιο.
Προκειμένου τα ανθρώπινα πεπρωμένα να πάρουν, ίσως, έναν λιγότερο αιματηρό δρόμο στη βαλκανική γειτονία μας, όλοι οι άστατοι νόμοι της στρογγυλής «θεάς» φαινόταν να έχουν συνωμοτήσει. Μέχρι ο «θεός» του Ποδοσφαίρου, ο Ντιέγκο έχασε πέναλτι. Όμως, όπως είχε πει ο Ίβιτσα Όσιμ αργότερα, στο ελληνικό Πρωτάθλημα, όταν ως προπονητής του Παναθηναϊκού «έκλεψε» τη νίκη σε έναν αγώνα με τον Ηρακλή: Αυτά έχει το ποδόσφαιρο. Είναι σαν την εκδιδόμενη γυναίκα (σ.σ. επί τω κοσμιοτέρως λεγόμενο) που έχει μεταπτώσεις».
Ο επίσης Βόσνιος αλλά μουσουλμάνος στο θρήσκευμα Φαρουκ Χατζιπάγκιτς ηττήθηκε στο κρίσιμο πέναλτι από τον Σέργιο Γκοϊκοετσέα και η φανέλα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας δεν κατέβηκε ξανά στα γήπεδα.
«Ήταν κάποτε μια χώρα», όπως έγραψε στη μεγάλη οθόνη ο Κουστουρίτσα, γιατί όσο πανανθρώπινη και αν είναι η γλώσσα του ποδοσφαίρου, δεν φτάνει για να συνθέσει όλα τα ασυνείδητα εναντιομερή της θνητής και ατελούς μας φύσης και για να εξημερώσει τις βαρβαρότητες που συγκρούονται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, ενίοτε και μέσα στην ίδια χώρα.
Όπως ήταν κάποτε μια Πρωτομαγιά του 1988 που με το γκολ του Γιώργου Μητσιμπόνα η ΑΕΛ «έκλεβε» τη νίκη, στο Αλκαζάρ από τον Ηρακλή και γινόταν η μόνη επαρχιακή ομάδα που θα κατακτούσε ποτέ το πρωτάθλημα.
Και μια Πρωτομαγιά του 94 που ένας άλλος, νεκρός πια και εκείνος, «θεός» της Λατινικής Αμερικής, ο Βραζιλιάνος Αΐρτον Σένα θα άφηνε την τελευταία του πνοή στην πίστα της Ίμολα.
Όπως πίσω από τιμόνι αυτοκινήτου έμελλε να βρει τον θάνατο και ο Γιώργος Μητσιμπόνας.
Γιατί αυτές οι οριακόμορφες ψυχιατρικές μεταπτώσεις τις οποίες, εν είδη ιερόδουλης, απέδωσε ο επίσης εκλιπών τη φετινή Πρωτομαγιά Ίβιτσα Όσιμ στη στρογγυλή «θεά», ισχύουν κάποιες φορές και για την ίδια τη ζωή μας.
«Ένας βώλος από ασήμι», ή επί το λατινοαμερικανικότερον «Una esfera de plata», σύμφωνα με την ισπανόφωνη μετάφραση του τίτλου ενός διηγήματός μου που, αν και γραμμένο στα ελληνικά, «έκλεψε» ένα λογοτεχνικό βραβείο στην ισπανόφωνη πατρίδα του Ντιέγκο και του Σέρχιο Γκοικοετσέα. Γιατί, τελικά και η ίδια η γη μας, μια μπάλα από χώμα και νερό είναι. Μια μπάλα είναι και κυλά αναπάντεχα και η ζωή μας και για αυτό ίσως μας αρέσει να μνημονεύουμε συχνά την αξέχαστα αθυρόστομη ρήση του Όσιμ, περί των ελευθέρων ηθών της μπάλας.
Του Όσιμ που διάλεξε και αυτός την πρώτη μέρα του Μαίου για να φύγει, έχοντας ξεκινήσει από το 2007 τη μάχη ενάντια στην αγγειακή νόσο του εγκεφάλου, με το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο να τον βρίσκει την ώρα που παρακολουθούσε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση. Θρύλείται πως όταν μετά από 17 ημέρες συνήλθε από το κώμα, ρώτησε τη γυναίκα του να του πει το σκορ.
Ο Όσιμ είχε δίκιο, λοιπόν, στην περιώνυμη φράση του για την μπάλα. Μόνο που θα έπρεπε να την αποδώσει και στην ίδια τη ζωή, για τη φθαρτή φύση των στιγμών και της βιολογίας μας. Σε αυτήν την ύπουλη, υποστροφική επίδραση της φθοράς που επιφέρει στους ανθρώπους ο χρόνος, στομώνοντας σιγά-σιγά τους αγγειακούς κλάδους της θνητής μας φύσης με το στενωτικό υλικό των θρομβώσεων, εκφυλίζοντας και νεκρώνοντας τα νευρικά κύτταρα. Λες και υφαίνει, κάτω από την αραχνοειδή μήνιγγα του εγκεφάλου μας, τον θανάσιμο ιστό της τελικής ήττας της θνητής μας φύσης. Και αυτό συμβαίνει αναπόδραστα, όσες νίκες και αν αξιώθηκε ποτέ, εντός ή εκτός γηπέδων η κάθε ανθρώπινη προσωρινότητα
Xρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας