Ο ευσεβισμός και ηθικισμός του 3ου αιώνα είδε την Παναγία ως μία γυναίκα που γέννησε έναν άνθρωπο. Αυτό το τελευταίο θυμίζει κάτι από τον Άρειο. Μόνο που τώρα ο Νεστόριος είχε ήδη οδηγηθεί με αυτή την ομολογία στην αφαίμαξη του μυστηρίου. Δεν ήθελε να πιστέψει πως μία γυναίκα μπορεί να γεννήσει τον Θεό. Τί σχέση έχει ο Θεός με τον άνθρωπο; Άκρως πλατωνικός ο Νεστόριο. Ξεκάθαρα. ‘’Θεός δέ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται’’ σύμφωνα με το πλατωνικό Συμπόσιο.
Ο Νεστόριος δέχονταν συγκεκριμένους όρους για την Θεοτόκο. Ανθρωποτόκος, Χριστοτόκος, όχι όμως Θεοτόκος. Ο Θεός είναι αδύνατον να γεννηθεί από άνθρωπο, έλεγε χαρακτηριστικά. Κι έρχεται το φοβερό πλήγμα στην αμιγώς φιλοσοφική σκέψη του Νεστορίου που παραγκώνισε το θαύμα από τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας. Καθιερώνει στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431) τον όρο ‘’Θεοτόκο’’, έναν όρο που σκανδάλιζε, αλλά την ίδια στιγμή αποτελούσε την πλέον αυθεντική έκφραση, όχι ενός τρόπου εξόδου και αποκάλυψης του Θεού στην ανθρωπότητα, αλλά το ίδιο το πρόσωπο της Παναγίας. Θα γράψει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας: ‘’Μαθήσεται γάρ, ὅτι φύσει μέν καί ἀληθεία Θεός ἐστιν ὁ Εμμανουήλ, Θεοτόκος δέ δι’ αὐτόν καί ἡ τεκοῦσα Παρθένος’’.
Κι ενώ την Θεοτόκο την τιμούμε, στην ορθοδοξία κινούμαστε προς μία ρωμαιοκαθολική παραλλαγή, ένα ρωμαιοκαθολικό κακέκτυπο, αυτό της λατρείας του προσώπου της Θεοτόκου. Η Θεοτόκος, με τον τρόπο αυτό, ανάγεται στη σφαίρα της θεότητος. Δεν είναι όμως θεότητα. Είναι άνθρωπος. Παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια πολλές παρατυπίες και ειδικά όσον αφορά το πρόσωπο της Θεοτόκου εκεί έχουν ξεφύγει κατά πολύ τα πράγματα. Λιτανείες με Επιτάφιο, εγκώμια, ευχές του τύπου ‘’καλή Παναγιά’’ ή το ‘’Πάσχα του καλοκαιριού’’. Είναι όλα αυτά ενταγμένα στην παράδοση; Κοπτόμαστε για την παράδοση, αλλά κατά πόσο η παράδοση αναλώνεται μονάχα σε ένα είδος εμφάνισης;
Στην ορθόδοξη παράδοση δεν υφίσταται ο Επιτάφιος της Παναγίας. Η Εκκλησία της Ελλάδος ήδη από το 1865 (21 Απριλίου 1865) με εγκύκλιο της (Εγκύκλιος 135) προς το σώμα της Ιεραρχίας σημείωνε: ‘’Προ τινῶν ὀλίγων ἐνιαυτῶν ἐπληροφορήθη ἡ Σύνοδος, ὅτι ἔν τισι τῶν Κυκλάδων Νήσων παρεισαχθεῖσα ἐψάλλετο κατά τήν ἑορτήν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῇ15 Αὐγούστου ἀκολουθία Ἐπιταφίου ὕμνου κατά μίμησιν τῆς κατά την νύκτα τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς ψαλλομένης• καί ἐπειδή ἡ τοιαύτη ἀκολουθία εἶναι ἀσυνήθης καί πάντη ξένη εἰς τήν καθ’ ὅλου ὀρθόδοξον Ἀνατολικήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, μήτε ἐγκεκριμένη, μηδ’ ἀνεγνωρισμένη πούποτε, ἡ Σύνοδος ἀπηγόρευσεν αὐτήν, παραγγείλασα τά δέοντα πρός τούς ἁρμοδίους Ἱεράρχας’’. Παρακάτω αναφέρεται το συγκεκριμένο έθιμο ως ξένο και η Σύνοδος προτρέπει να εμποδιστεί η χρήση αυτού.
Μία άλλη παρατυπία είναι και τα Εγκώμια που ψάλλονται προς την Θεοτόκο. Το τυπικό του Γεωργίου Βιολάκη (1888), τυπικό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, αναφερόμενο στη συνήθεια να ψάλλωνται τα εγκώμια της Παναγίας μετά την Θ’ Ωδή στον όρθρο, σημειώνει πως η Μεγάλη Εκκλησία κατακρίνει κάθε καινοφανές και κακόζηλο, έστω κι αν γίνεται προς τιμή της Θεοτόκου, αποδοκιμάζει αυτά επίσημα και απαγορεύει μάλιστα αυστηρώς. Μαζί με όλα αυτά και η νέα αυτοσχέδια μόδα που ξεπηδά και θέλει το σκήνωμα της Παναγίας να φιλοξενείται στα σπίτια των πιστών για μεγάλη ευλογία, που ακόμη και ως συναισθηματισμός σημαίνεται ως ένας ακρωτηριασμένος φολκορισμός.
Ας δούμε τώρα σε γενικό πλαίσιο τα πράγματα. Πολλές υπερβολές μέσα στην Εκκλησία γίνονται για να προκληθεί το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών. Υπερβολικά στολισμένοι ναοί, πομπώδεις εκφράσεις, πρακτικές εκτός της παραδεδομένης τάξης κ.ο.κ.. Κούφιοι από πνευματικότητα και καλείται πλέον η εικόνα, σε μία τέτοια περίπτωση, να μας βγάλει από το πνευματικό τέλμα. Από πότε το θρησκευτικό συναίσθημα λειτουργεί εις βάρος του βιώματος, της βεβαιωμένης εμπειρίας που προκύπτει από την μετοχή της εορτής, τη χαρά της πανηγύρεως; Αυτόχειρες μιας ζωνταντής παράδοσης που δεν έχει ανάγκη από συστημικά φτιασίδια για να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη. Γράφει σε επιφυλίδα του ο Χ. Γιανναράς: ‘’Συντηρούμε ακόμα εθιμοτυπικά κατάλοιπα της άλλοτε εόρτιας χαράς του κοινοτικού βίου, εκκλησιαστικές ονομασίες περιόδων ή ημερών αργίας και ευωχίας, ίσως και τη συναισθηματική εμμονή σε θρησκευτικές τελετουργίες που εκτιμώνται για τη γραφικότητά τους. Συντηρούμε προσχήματα, οι «γιορτές» μας δεν έχουν «νόημα».
Αυτός είναι ο Θεός της αποκάλυψης; Αυτός είναι ένας πεθαμένος Θεός. Σωστά το είχε πει ο Νίτσε, καθώς είδε στην δυτική θεολογία του προτεσταντισμού τον Θεό να μετατρέπεται σε ιδεολογία. Ποιος θέλει έναν τέτοιο Θεό στον κόρφο του; Πρόκειται για την πιο επικίνδυσνη μορφή εξαθλίωσης των ορίων και των αντοχών της πίστης, απώλεια του νοήματος, εκφυλισμό της εορτής. Αυτό είναι θρησκεία. Δεν είναι πίστη. Δεν χρειάζεται την ψηλάφιση, παρά μόνο ευτελή θρησκευτικά πυροτεχνήματα που εκωφνατικά δημιουργούν εντυπώσεις. Όλα για την εντύπωση. Άρτος και θεάματα. Όλα να γίνουν εντύπωση. Συστημικά φτιασίδια που καλούνται να επιτελέσουν τον πιο άχαρο ρόλο• να ντύσουν την πνευματική γυμνότητα των καιρών και των προσώπων μέσα από την απογύμνωση του μυστηρίου που αναπαύεται στη σιωπή.
Επί του προκειμένου δεν χρειάζεται να φορτώσουμε το πρόσωπο της Θεοτόκου με αυτοσχέδια πειράματα για να συναντήσει η ευλάβεια την προσκύνηση. Αρκεί ένα ψέλλισμα από τους στίχους της εορτής για να μουδιάσει η νεκρική σιωπή που ευαγγελίζεται ο μετανεωτερικός θρησκευτικός ιδεολογισμός: ‘’Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοί Παρθένε ἄχραντε, παρθενεύει γάρ τόκος, καί ζωήν προμνηστεύεται θάνατος’’.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας