Ήταν το 1960 που έκτισε ο Άρης Κωνσταντινίδης το «Ξενία» Καλαμπάκας ως προϊστάμενος του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, στα πλαίσια μιας δημόσιας αρχιτεκτονικής παραγωγής.
Σήμερα, έτος 2022 – Το εμβληματικό ξενοδοχείο εγκαταλελλημένο, κατεστραμμένο, σχεδόν ερείπιο σε κατάσταση φυσικής και τεχνικής φθοράς, στέκει στην είσοδο – έξοδο της πόλης σε ένα αμφιθεατρικό σημείο, απέναντι από τα Μετέωρα, χαρακτηρίζοντας την αισθητική της πόλης, και όλο το πολιτιστικό περιβάλλον. Δυστυχώς οι προσπάθειες μέχρι σήμερα των τοπικών αρχόντων δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τη διάσωσή του. Δεν γνωρίζω το βαθμό δυσκολίας, θεωρώ όμως ότι η χρυσή τομή υπάρχει, όπως υπήρξε για τα άλλα «Ξενία».
Θα πρότεινα το «Ξενία» της πόλης μας να ξαναλειτουργήσει : 1) όπως αρχικά κατασκευάστηκε 2) ως ένας σύγχρονος πολυχώρος κοινωνικού χαρακτήρα με πολιτιστικό κέντρο και μουσείο, εγκαταστάσεις και χώρους για εκθέσεις (μόνιμη έκθεση η ιστορική διαδρομή του «Ξενία»), χώροι για συνέδρια, προβολές, περιηγήσεις εικονικής πραγματικότητας, χώροι φιλοξενίας, χώροι για εκπαιδευτικά προγράμματα, χώροι αναψυχής, εστιατόριο, καφέ, γενικά σε σύνολο ένα ολοκληρωμένο χώρο προσιτό για όλους 3) αν τελικώς δεν υπάρχει καμία δυνατότητα από πλευράς του Δήμου, ας βρεθεί μία λύση για ιδιωτική εκμετάλλευση ή σύμπραξη με ιδιώτη και Δήμο.
Αν υλοποιηθεί μια πρόταση από τις προαναφερθείσες, τα οφέλη θα είναι 1) θα διασωθεί το «Ξενία» 2) θα βελτιωθεί η αισθητική εικόνα της πόλης 3) θα προκύψουν θέσεις εργασίας 4) θα ωφεληθεί ο τουρισμός 5) θα στηριχθεί η τοπική οικονομία 6) θα αποκομίσει οφέλη ο Δήμος.
Ο Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993) αρχιτέκτονας, επίτιμος διδάκτωρ της πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έκτακτο μέλος της Βαυαρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, ειδικός σύμβουλος (Ε.Ο.Τ) είναι εκφραστής της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής τάσης του Μεταμοντερνισμού.
Το Μεταμοντέρνο (Post- Modern), που, από τις αρχές του ’60 αρνείται την αφαίρεση, επιδιώκει τη σύνδεση του οικοδομήματος με τον τόπο και την ιστορική μνήμη και βασισμένο σε μια νέα γλώσσα και ιδεολογία, επαναφέρει σε ισχύ τις διακοσμητικές αξίες, τα πολεοδομικά συμφραζόμενα και τον συμβολισμό. Στη δεκαετία του ’70 ίσως οι πιο αξιόλογες μελέτες κατατείνουν στην ενσωμάτωση ιστορικών μορφών. Οι αρχιτεκτονικές ιδέες είναι πρότυπα.
Ένα μέρος της αξίας τους βρίσκεται στο ότι μπορούν να γίνουν αντικείμενο μίμησης, διαφοροποίησης, «εξέλιξης».
Από τα ερείπια που άφησε πίσω του τελειώνοντας ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος τα συγκλονιστικότερα, μετά τα ανθρώπινα, ήταν τα αρχιτεκτονικά. Τα εκατομμύρια των νεκρών δεν θα ξαναγύριζαν φυσικά ποτέ. Οι επιζήσαντες όμως έπρεπε να ξαναβρούν τον εαυτό τους και οι πόλεις να ανοικοδομηθούν.
Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή. Η οικονομικά εύρωστη Αμερική θα στήριζε την προσπάθεια με το Σχέδιο Marshall (1947). Ο ορίζοντας ήταν απόλυτα θετικός και αυτόματα αρνητικός σε ό,τι είχε προωθήσει ο Χίτλερ. Η έλλειψη σεβασμού στην παράδοση, και η επιμονή στη βιομηχανική αισθητική μετατράπηκαν σε εχέγγυα ιδανικής ανταπόκρισης στις απαιτήσεις των καιρών και μάλιστα σε οικονομικό επίπεδο.
Όμως, γρήγορα οι αρχιτέκτονες, οι πολεοδόμοι, και οι πολίτες κατάλαβαν ότι η μοντερνιστική τάση – απλές γεωμετρικές φόρμες, σκελετός από μπετόν ή χάλυβα, λευκοί τοίχοι, ή γυαλί και μέταλλο, επίπεδες στέγες κ.λ.π. μπορούσε να οδηγήσει και σε καλό και σε κακό αποτέλεσμα. Έτσι, προς τα τέλη του ’50 το «τι θα κτίσω» και «πως θα κτίσω» είχαν γίνει δύο ξεχωριστά ερωτήματα.
Σε αυτόν τον αρχιτεκτονικό κόσμο ο Άρης Κωνσταντινίδης θεώρησε το πνεύμα και το νόημα του τοπίου ως θεμελιακή ορίζουσα του έργου του, διασώζοντας την ιδέα της «Ελληνικής γραμμής» του Περικλή Γιαννόπουλου στη λεγόμενη γενιά του ’30 και στη συνέχεια μεταφυτεύοντας την στην μεταπολεμική περίοδο με τη διαφορά ότι, παράλληλα εφάρμοσε τη σύγχρονη κατασκευαστική λογική, όπως έχει γραφεί, «μέσα στην παράδοση, χωρίς την παράδοση», χωρίς δηλαδή μιμητική μεταφορά στοιχείων της παραδοσιακής μορφολογίας.
Αν και σπούδασε στο Μόναχο, καταδίκασε απερίφραστα την κλασικιστική αστική αρχιτεκτονική γιατί την θεωρούσε ψεύτικη και αναζήτησε το αληθινό, το «κοινό» και το «κύριο» του Σολωμού, στους αυτόχθονες λαϊκούς τεχνίτες.
Λάμβανε σοβαρά υπόψη του το φως και τη διαύγεια του Ελληνικού ουρανού και έβλεπε το κτίσμα σαν «δέντρο που πρέπει να φυτρώνει και να γίνεται ένα με το τοπίο».
Ο Κωνσταντινίδης, άλλαξε τη ροή της Ελληνικής αρχιτεκτονικής προτιμώντας απλά και λιτά μέσα.
Το «Ξενία» Καλαμπάκας ανάμεσα στα υπόλοιπα «Ξενία» ( Άνδρος, Μύκονος, Επίδαυρος, Λάρισα, Καλαμάτα, Ηγουμενίτσα, Παλιούρι Χαλκιδικής, Ηράκλειο, Ολυμπία, Πόρος) αλλά και τα διάφορα μουσεία (Γιάννενα, Κομοτηνή) και ένας μεγάλος αριθμός ιδιωτικών κατοικιών, μαρτυρά το εύρος και την αξία της προσφοράς του στη μεταπολεμική ελληνική αρχιτεκτονική, την οποία θεμελίωσε και θεωρητικά με πλήθος δημοσιεύσεων.
Πρότυπο λοιπόν το «Ξενία» της πόλης μας, μιας ιστορικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, με την ξεχωριστή ταυτότητά του. Από μόνο του είναι «κτίριο-μνημείο».
Η ανάγκη διατήρησης της μνήμης αποκρυσταλλώνεται στα μνημεία μιας πόλης, συνδέοντας την πόλη με τις φυσικές, ιστορικές, και πολιτικές της παραμέτρους.
Το κτήριο είναι αποκλειστικά δεμένο με την πόλη, τα Μετέωρα, τον δήμο Μετεώρων, ολόκληρο τον νομό και τον εαυτό του.
Επιβάλλεται η εξεύρεση λύσης για τη σωτηρία του, γιατί ανυψώνει την τέχνη και την ζωή στη σφαίρα του μύθου.
Γεωργία Ψύρρα
Πολιτισμολόγος