Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου ΓΕΛ Τρικάλων
Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, τα γράμματα εφευρέθηκαν για να μπορούμε να συνομιλούμε ακόμα και με τους απόντες και είναι σύμβολα ήχων, σύμβολα όλων αυτών που έχουμε στο νου μας και σκεφτόμαστε.
Το γραμμένο κείμενο είναι μια συνομιλία που τοποθετήθηκε πάνω στο χαρτί ώστε ο απών συνομιλητής να μπορεί να προφέρει τα λόγια του, να εκφράσει την σκέψη και την ομιλία του.
Το ότι διαβάζουμε μεγαλόφωνα ή σιωπηλά, το να μπορούμε να ανακαλούμε στο μυαλό μας βιβλιοθήκες απομνημονευμένων λέξεων είναι όλες εκπληκτικές ικανότητες τις οποίες αποκτούμε με αβέβαιες και ποικίλες μεθόδους.
Πριν όμως αποκτήσουμε τέτοιες ικανότητες, πρέπει πρώτα να μάθουμε τη βασική τέχνη να αναγνωρίζουμε τα σύμβολα, με τα οποία η κοινωνία μέσα στην οποία καθένας μας ζει, έχει επιλέξει να επικοινωνεί: με άλλα λόγια, πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε!
Στις εγγράμματες κοινωνίες η εκμάθηση της ανάγνωσης μπορεί να παρομοιαστεί με μύηση, μια τελετουργική μετάβαση από μια κατάσταση εξάρτησης και στοιχειώδους επικοινωνίας σε μια αυτοδύναμη, ατομική υπόσταση.
Το παιδί που μαθαίνει να διαβάζει γίνεται δεκτό στη συλλογική μνήμη μέσω των βιβλίων, κι έτσι εξοικειώνεται με ένα κοινό παρελθόν το οποίο ανανεώνει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, με κάθε ανάγνωσμά του. Στη μεσαιωνική εβραϊκή κοινωνία, για παράδειγμα, η τελετή εκμάθησης της ανάγνωσης γιορταζόταν με μεγάλη επισημότητα.
Το ζήτημα της ανάγνωσης και της μύησης του παιδιού σε αυτήν, δεν είναι ζήτημα που αφορά μόνον τους δασκάλους. Είναι ένα ζήτημα όπου εμπλέκονται κι άλλοι ενδιαφερόμενοι και κύρια οι γονείς και το ίδιο το παιδί. Οι γονείς μπορούν να προσφέρουν άμεση βοήθεια στον μαθητευόμενο αναγνώστη-παιδί, και η βοήθεια αυτή μπορεί να σχετίζεται με αφηγήσεις και αναγνώσεις με σκοπό την ψυχαγωγία του.
Εκείνο που πρέπει να κατανοήσει ο μικρός αναγνώστης για να αγαπήσει και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που η ανάγνωση του παρέχει, είναι ότι εκτός από την ψυχαγωγία που εξασφαλίζει μέσα από ένα κείμενο, η πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία που μπορεί να έχει, είναι μια σπουδαία δυνατότητα και ότι μπορεί να βρει μέσα στα βιβλία αποσπάσματα τόσο πειστικά και συναρπαστικά, που να είναι παρόμοια με την άμεση εμπειρία και το βίωμα.
Η ανάγνωση των παιδιών στο παρελθόν είχε αξία μόνο επειδή θεωρούσαν πως συνέβαλε στην ανάπτυξη του λεξιλογίου και της γλώσσας που σημαίνει βελτίωση της σκέψης και άπλωμα στον κόσμο.
Όμως ξέρουμε σήμερα πως τα περισσότερα αναγνώσματα ευνοούν την κατανόηση των συναισθημάτων των άλλων και ταυτόχρονα των δικών μας και βοηθούν τον μικρό αναγνώστη να συμβιβαστεί με τα δικά του συναισθήματα και τα συναισθήματα των άλλων, να τα εκφράσει και να αποφορτιστεί από αυτά καθώς και να τα ελέγξει.
Παλιότερα πίστευαν ότι η ανάγνωση έχει ως στόχο της τον προσανατολισμό του μικρού αναγνώστη σε θέματα ηθικής. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αλλάξουμε την αντίληψη που επικρατούσε ότι τα μικρά παιδιά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από κακά και νωθρά πλάσματα, μικρά σταμνιά τα οποία έπρεπε να γεμίζουμε με γνώσεις και ηθικά διδάγματα πριν γεμίσουν από μόνα τους κατεργαριές, ανοησία και διάθεση για τεμπελιά.
Οι σύγχρονοι συγγραφείς δεν δίνουν πλέον έμφαση σε ηθικές απόψεις, αλλά επειδή δεν τους λείπει η αγάπη και η πίστη σ΄ αυτές, τις αφήνουν να αναβλύσουν στα βιβλία τους όπως και στην καθημερινή ζωή.
Επομένως, προσφέροντας στα παιδιά βιβλία και έντυπο υλικό για ανάγνωση ποιότητας, τα βοηθούμε να γίνουν δημιουργικοί και ξύπνιοι αναγνώστες, να καλλιεργηθούν και να διαμορφωθούν σε ενημερωμένους αναγνώστες, αναγνώστες εφοδιασμένους με όλες εκείνες τις ικανότητες που θα τους επιτρέπουν να κρίνουν, να αξιολογούν και να επιλέγουν το γνήσιο από το νόθο, το σημαντικό για τις ανάγκες τους από το ασήμαντο, αυτό που αντανακλά τη δική τους γνώριμη πραγματικότητα από αυτό που ανήκει στην επιφανειακή και περαστική «μόδα».
Ο κόσμος του χαρτιού και του βιβλίου περνά, με τον τρόπο αυτό, μέσα στο συνειδητό, καθημερινό λεξιλόγιο των εικόνων μας και η εφεύρεση της μυθοπλαστικής λογοτεχνίας, γράφει ο Φρόιντ, είναι ισάξια της ονειροπόλησης.
Ο αναγνώστης μπορεί να περιπλανηθεί σε φανταστικά τοπία, έκθαμβος και εντυπωσιασμένος σαν ένας άλλος Δον Κιχώτης με την αίσθηση, κάθε φορά που διαβάζει, ότι υπήρχε κάτι που δεν γνώριζε ή που τρεμόπαιζε σαν φλογίτσα, σαν φευγαλέα σκιά και ξαφνικά το «μισάνοιξε» κι έγινε λίγο πιο ώριμος και λίγο περισσότερο σοφός… αναλογιζόμενος: «Παράξενη και σκληρή που είναι η ζωή, δεν μοιάζει καθόλου με ταινία…»
Και στο σημείο αυτό η σχολική βιβλιοθήκη μπορεί να προσφέρει σημαντικές εκπαιδευτικές διεξόδους γιατί, εξάλλου, σκοπός της Σχολικής Βιβλιοθήκης, σύμφωνα με το θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο των Σ.Β. είναι να συμβάλλει ενεργά:
- στην αποκωδικοποίηση των πληροφοριών, που σήμερα παρέχονται με καταιγιστικούς ρυθμούς.
- στην ενσωμάτωση εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων για την διεύρυνση των δυνατοτήτων των μαθητών.
- στην προσπάθεια του σχολείου να διαμορφώσει πολίτες για την σύγχρονη κοινωνία.
- στην προώθηση της αλλαγής του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος και της αναμόρφωσης των Προγραμμάτων Σπουδών.
Επιπλέον, σύμφωνα και με το Μανιφέστο της UNESCO, το οποίο έχει επικυρωθεί και από τη χώρα μας, η Σχολική Βιβλιοθήκη έχει ως στόχο τη διακήρυξη της αρχής ότι η ελευθερία έκφρασης και η πρόσβαση στην πληροφόρηση είναι ουσιαστική για τη δημιουργία αποτελεσματικών και υπεύθυνων πολιτών και για τη συμμετοχή τους σε μια δημοκρατική πολιτεία.
Όλα όσα προαναφέρθηκαν, όμως, παραμένουν ακόμη σε μεγάλο βαθμό ευγενείς πόθοι, καθώς στην πράξη οι Σχολικές Βιβλιοθήκες καλούνται να ενταχθούν και να λειτουργήσουν σε ένα δασκαλοκεντρικό και αρτηριοσκληρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο μαστίζεται από βαθιά κρίση, καθώς υπόκειται στην πίεση των συνεχών μεταρρυθμιστικών αλλαγών.
Η μάθηση δεν είναι πια αγαθό, αλλά μέσο για επαγγελματική καταξίωση και κοινωνική αποκατάσταση με την είσοδο σε μια πανεπιστημιακή σχολή υψηλής ζήτησης. Η «τραπεζική» αυτή «αντίληψη» της εκπαίδευσης κατά τον Φρέυρε, όπου οι μαθητές «αποταμιεύουν τις καταθέσεις του δασκάλου», αδρανοποιεί τους μαθητές και τους στερεί τη χαρά της δημιουργικής μάθησης.
Παράλληλα, η έκρηξη των πληροφοριών που διαδίδονται με το διαδίκτυο και το πλήθος των νέων μεθόδων και μέσων έρευνας, μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι η αποτελεσματική και χρήσιμη γνώση στην οποία αποβλέπει η πολυπολιτισμική μας κοινωνία μπορεί να κατακτηθεί μόνο μέσα από μια διαθεματική προσέγγιση και διαχείρισή της στα πλαίσια της «δια βίου» εκπαίδευσης.
Συνεπώς, η Σχολική Βιβλιοθήκη, με τη δημιουργική συνεργασία του υπευθύνου της με όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας μπορεί να παρέμβει ώστε:
1) Οι μαθητές:
α. να ανακαλύψουν τη συνεργατική μάθηση και να μάθουν δημιουργικά, μετασχηματίζοντας τις πληροφορίες σε γνώση, μέσα από ένα εναλλακτικό, «διαφορετικό» μάθημα στη βιβλιοθήκη,
β. να καλλιεργήσουν τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα και να επικοινωνήσουν μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων που στηρίζονται από τη βιβλιοθήκη με συνομηλίκους τους γ. να μάθουν ευχάριστα και βιωματικά παρακολουθώντας στα πλαίσια ενός μαθήματος στη βιβλιοθήκη παρουσιάσεις βιβλίων .
2) Οι εκπαιδευτικοί:
α. να απαλλαχθούν από το ρόλο του παντογνώστη αξιολογητή και να πλησιάσουν περισσότερο τους μαθητές τους, υιοθετώντας το ρόλο του καθοδηγητή που μαθαίνει τους μαθητές τους «πώς να μαθαίνουν» ακολουθώντας τα ενδιαφέροντά τους,
β. να αυξήσουν τη βιωματικότητα του μαθήματός τους
3) Το εκπαιδευτικό σύστημα: να αναμορφώσει το αναλυτικό πρόγραμμα μαθημάτων, προωθώντας, με την δυναμική ένταξη της Σχολικής Βιβλιοθήκης στην εκπαιδευτική πράξη, τη διαθεματική προσέγγιση της γνώσης στην οποία στοχεύει και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
4) Το σχολείο: να ασκήσει έναν πολύπλευρο πολιτιστικό και παιδευτικό ρόλο στην ευρύτερη κοινότητα.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!