Στο σημερινό ευαγγέλιο, αυτό της Κυριακής των Απόκρεω (Ματθ. 25, 31-46), εκ πρώτης όψεως εμφαίνεται μία κοινωνική διάσταση. Είναι μία διδασκαλία του Χριστού που αναφέρεται στο πως μπορεί να υπάρξει μία δίκαιη κοινωνία με αποτυπωμένο το αίσθημα περί δικαιοσύνης, ισότητας, φιλανθρωπίας.
Αυτό δεν αποκλείει επουδενί την πνευματική διάσταση της ευαγγελικής περικοπής. Κι αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι πως ο έσχατος αδερφός, ο άλλος, ο ξένος, είναι ο ίδιος ο Χριστός, αφού οποιαδήποτε φιλανθρωπία προς τον φτωχό, τον φυλακισμένο, τον κάθε έσχατο, αποτελεί φιλανθρωπία προς τον ίδιο τον Χριστό. Ο δεύτερος λόγος αφορά το ζήτημα της σωτηρίας. Το ευαγγέλιο δεν ενδιαφέρεται για την εξιστόρηση γεγονότων, την ανάδειξη των αρετών που ευαγγελίζεται το πρόσωπο του Θεανθρώπου, αλλά για τη σωτηρία της ανθρωπότητας και του σύμπαντος κόσμου. Σώζεται κάποιος επειδή στον διπλανό του πάσχοντα αδερφό είδε τον Χριστό. Επομένως, δεν έχουμε να κάνουμε με μία απλή αποκατάσταση μιας δικαιϊκής τάξης που θα φέρει ισορροπίες στον κοινωνικό ιστό μιας οργανωμένης κοινωνίας, ανάμεσα στα πρόσωπα που την συγκροτούν, αλλά με μία βαθύτατη ανθρωπολογική καινοτομία διά της πνευματικής ανατροπής που πραγματώνεται μέσα από την ταύτιση του πάσχοντος ανθρώπου με το πρόσωπο του Χριστού.
Σύμφωνα με το ευαγγέλιο της Κυριακής στα δεξιά του Χριστού τοποθετούνται όσοι έπραξαν στη ζωή τους το πιο απλό. Την φιλανθρωπία. Στην ευαγγελική περικοπή ο Χριστός αποκαλεί ευλογημένους του Πατρός Αυτού όσους του έδωσαν να φάει ενώ πεινούσε, όσους τον πότισαν ενώ διψούσε, όσους τον φιλοξένησαν ενώ υπήρξε ξένος, όσους τον έντυσαν ενώ ήταν γυμνός, όσους τον επισκέφτηκαν ενώ ήταν άρρωστος, όσους τον επισκέφτηκαν ενώ βρισκόταν στη φυλακή (Ματθ. 25, 35-37). Κι ενώ θα αναρωτηθούν οι ευλογημένοι αυτοί άνθρωποι πότε είδαν τον Χριστό, εκείνος θα τους πει ‘’ό,τι κάνατε σε ένα από τούτους τους ασήμαντους αδελφούς μου, σ’ εμέ το κάνατε’’ (Ματθ. 25, 40). Εδώ, ο Χριστός μας δείχνει πως ό,τι κάνουμε για τον συνάνθρωπο μας είναι σαν να το πράττουμε για τον Ίδιο.
Είναι αναπάντεχα ανατρεπτική αυτή η περικοπή. Για μία ακόμη φορά ο Χριστός κολλάει στον τοίχο κάθε ευσεβισμό, ηθικιστική σοβαροφάνεια και εμβαθύνει στο αληθινό μυστήριο της σωτηρίας, αφού η σωτηρία ως μυστήριο μπορεί να νοηθεί (Εφεσ. 3,18). Έλεγε ο Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός γι’ αυτό το μυστήριο: ‘’ Η ανθρώπινη σκέψη δεν μπορεί ποτέ να διανοηθεί σε όλο του το βάθος το μυστήριο της Εκκλησίας του Χριστού και το εις αυτήν εργαστήριο της σωτηρίας, της θεώσεως, της μεταμορφώσεως, της αναστάσεως και αναλήψεως· διότι πάντοτε το χωρίς σύγκριση, το ασύγκριτο, μένει αδιανόητο σ’ εμάς τους χριστιανούς, και μόνο με τη βοήθεια και το φωτισμό της χάριτος το κατανοούμε’’.
Το σχέδιο του Χριστού δεν συνάδει με την ατομική σωτηρία. Δεν υφίσταται στο ευαγγέλιο και στην ορθόδοξη πνευματική ζωή ατομική σωτηρία. Αυτό είναι ναρκισσισμός. Η ψυχολογία του βάθους ίσως να το κατέτασσε στην ορμητική θέληση για αυτοερωτισμό, επομένως και αυτο – αναίρεση, αφού στα πλαίσια της συλλογικότητας και κοινωνικής διαμόρφωσης το μη τεμνόμενο (άτομο) δεν αλληλοπεριχωρείται. Η ατομική σωτηρία σημαίνει τον πιο ακραίο υπαρξιακό φονταμενταλισμό. Ο δρόμος της σωτηρίας είναι δρόμος που τέμνεται. Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται με έτοιμες πνευματικές συνταγές ούτε μέσα από προσωπική πνευματική προσπάθεια. Η νηστεία, η προσευχή, η φιλανθρωπία, εν τέλει η άσκηση δεν αποτελεί αυτοσκοπό.
Γι’ αυτό και ο Χριστός ανατρέπει την αντίληψη του θρησκευτικού κατεστημένου της εποχής. Δεν υπάρχει σωτηρία εάν δεν κοπιάσουμε για τη σωτηρία του διπλανού, θα πει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και υπάρχει σωτηρία για έναν λόγο. Αυτός ο λόγος είναι άκρως προσωπικός, πολύ προσωπικός, τρομακτικά προσωπικός. Είναι το πρόσωπο του Χριστού που αντικαθιστά τον κάθε πάσχοντα αδελφό.
Τα κοινωνικά κριτήρια του ευαγγελίου αποτελούν και πνευματικά κριτήρια. Δεν αναλώνονται στη διατήρηση της κοινωνικής τάξης και ευημερίας, αλλά η αγάπη προς τον συνάνθρωπο είναι αγάπη προς τον Θεό. Πολύ σωστά στο κείμενο ‘’Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο’’, της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 2016, σημειώνονται τα εξής: ‘’Αἱ καταβαλλόμεναι ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προσπάθειαι διά τήν καταπολέμησιν τῆς ἐνδείας καί τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας ἀποτελοῦν ἔκφρασιν τῆς πίστεως αὐτῆς καί διακονίαν Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐταύτισεν Ἑαυτόν πρός πάντα ἄνθρωπον, ἰδίως πρός τούς ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένους…’’.
Δυστυχώς, εμάς τους χριστιανούς μας ενδιαφέρουν τα έσχατα χωρίς να έχουμε ζήσει, χαρεί, φιλοσοφήσει την επίγεια ζωή. Μοιάζει αλλόκοτο όλο αυτό. Είναι σαν να πασχίζεις να δώσεις απάντηση σ’ εκείνον τον τοίχο που στο σώμα του φιλοξενεί την αγωνία ‘’υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;’’. Η μετοχή στη Βασιλεία του Θεού προϋποθέτει κάτι που απαιτεί ξενιτεία από τον ναρκισσισμό και την ηδονιστική ωραιοπάθεια: Την φιλανθρωπία στο έσχατο σημείο της επίγειας κοινωνίας. Φιλανθρωπία στους αδελφούς μας που αποτελούν εικόνες Χριστού. Εντούτοις, η σωτηρία θα παραμένει υπόθεση του Χριστού. Ακατανόητο μυστήριο κάθε υπαρξιακού αδειάσματος στο πρόσωπο του κάθε άλλου.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας – Ι.Μ. Σταγών και Μετεώρων