Διακόνου Αχ. Πολύζου
Η Γ΄ Κυριακή των νηστειών είναι γνωστή σήμερα με το όνομα «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως». Κατά την ημέρα αυτή η Εκκλησία θέτει τον τίμιο και ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου προς προσκύνηση από τον πιστό λαό. Όπως θα εξεταστεί εν συνεχεία, πρόκειται για εορτή καθιερωθείσα ήδη προ πολλών αιώνων, πιθανόν πριν από τον 8ο αι., και η οποία έχει αποβάλει σε σχεδόν απόλυτο βαθμό τα παλαιά λειτουργικά και εορτολογικά θέματα της ημέρας.
Το παλαιό θέμα της Κυριακής
Όπως και στην περίπτωση των υπολοίπων Κυριακών της Μ. Τεσσαρακοστής, έτσι και σε αυτήν υπάρχει η περίπτωση του διπλού θέματος. Ωστόσο, αξίζει να υπογραμμίσουμε εξ αρχής πως είναι η Κυριακή κατά την οποία συντομότερα από όλες τις άλλες καθιερώθηκε το δεύτερο θέμα, δηλαδή της Σταυροπροσκυνήσεως, το οποίο επικράτησε και διασώθηκε ως τις ημέρες μας.
Σύμφωνα με το Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο (7ος αι.)[1], την αρχαία «τυπική διάταξη» της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών γινόταν μνεία στην γνωστή παραβολή του Κυρίου περί «Τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου», όπως αυτή παρουσιάζεται από τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λκ. 18, 1-14). Κατά την ίδια πηγή, η αποστολική περικοπή της θείας Λειτουργίας προερχόταν από την προς Ρωμαίους επιστολή του Απ. Παύλου (Ρωμ. 12, 16 – 13, 6), ευρισκόμενη σε πλήρη θεματολογική σχέση με την ευαγγελική[2]. Παρατηρούμε ότι η ρήση του Κυρίου ότι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», σκιαγραφείται ως εντολή και προτροπή από τον Απ. Παύλο ώστε «μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῦντες, ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς συνεπαγόμενοι».
Αν και το θέμα αυτό επισκιάστηκε από το νεώτερο, της Σταυροπροσκυνήσεως, φαίνεται όμως πως αμυδρά επιβιώνει, έως και σήμερα. Σημαντικότερη απόδειξη αποτελεί το Δοξαστικό ιδιόμελο των Αίνων της ίδιας Κυριακής:
Δόξα… Ἰδιόμελον τοῦ Τριῳδίου. Ἦχος πλ. δ΄.
«Τὴν ὑψηλόφρονα γνώμην τῶν κακίστων Φαρισαίων ὁ πάντων Κύριος παραβολικῶς ἐκφεύγειν ταύτην ἐδίδαξε καὶ μὴ ὑψηλοφρονεῖν, παρ΄ ὃ δεῖ φρονεῖν, πάντας ἐπαίδευσεν ὑπογραμμὸς καὶ τύπος ὁ αὐτὸς γενόμενος, μέχρι Σταυροῦ καὶ θανάτου, ἑαυτὸν ἐκένωσεν. Εὐχαριστοῦντες οὖν σὺν τῷ Τελώνῃ εἴπωμεν, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀπαθὴς διαμείνας Θεὸς τῶν παθῶν ἡμᾶς ῥῦσαι, καὶ σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Στο συγκεκριμένο υμνογραφικό κείμενο γίνεται ολοφάνερη η παρουσία του παλαιού θέματος, το οποίο ο Υμνογράφος σαφώς είχε στον νου του όταν το συνέθετε.
Όπως έχει επισημανθεί σε άλλο σημείο, το παλαιό θέμα έχει εξοβελιστεί σε μεγάλο βαθμό από τις ακολουθίες της Κυριακής, για να δώσει χώρο στο νεώτερο. Στις υπόλοιπες ημέρες όμως της εβδομάδος είναι κυρίαρχο. Αυτό συμβαίνει και με το ευαγγελικό θέμα του Τελώνου και του Φαρισαίου. Το βλέπουμε να εμπνέει τον Υμνογράφο του ιδιομέλου των Αποστίχων του δ΄ κατανυκτικού Εσπερινού («ὡς ὁ Τελώνης στενάξας κραυγάζω σοι…φαρισαϊκῆς ὑποκρίσεως ῥῦσαί με…), αλλά να είναι και το επικρατούν θέμα πολλών τροπαρίων ολόκληρης της εβδομάδος.
Επιπλέον, θα πρέπει κανείς να προσθέσει και την ύπαρξη σχετικών αιτήσεων στην εκτενή δέηση που σώζεται στα γεωργιανά χειρόγραφα και απηχεί στην ιεροσολυμιτική αυτή παράδοση. Οι δεήσεις αυτές όπως οι κάτωθι: (α) «ὁ ἐπιβλέψας ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν καὶ μὴ ἐξουδενώσας τὴν δέησιν αὐτῶν», (β) «ὁ εἰσακούσας τοῦ τελώνου καὶ ἐκ τοῦ πλήθους ἁμαρτιῶν [αὐτὸν] ἐλευθερώσας» και (γ) «ὁ δικαιώσας τὸν τελώνην πλεῖον τοῦ φαρισαίου κατὰ τὸ πολὺ ἔλεός σου»[3], δηλώνουν ξεκάθαρα την σχέση τους με την ευαγγελική περικοπή, η οποία συνηθιζόταν να διαβάζεται εκείνη την περίοδο στην εν Ιεροσολύμοις αγία Εκκλησία.
Μαζί με όλα τα παραπάνω, κατά περιόδους και περιοχές εμφανίζονται και άλλα θέματα, τα οποία ως φαίνεται δεν επικράτησαν, είτε λόγω ιστορικών συγκυριών είτε λόγω του ότι δεν είχαν κάτι να προσφέρουν σε αυτήν την προπαρασκευαστική για το Πάσχα περίοδο. Στον σιναϊτικό χφ. κώδικα αρ. 150 του 10ου-11ου αι. [4], η Γ΄ Κυριακή των νηστειών τιτλοφορείται ως Κυριακή «τῆς Σαμαρίτιδος (sic)», με ανάγνωση της αντίστοιχης ευαγγελικής περικοπής (Ιω. 4, 5-42). Παράλληλα προτείνονται και άλλες πολλές ευαγγελικές περικοπές αντ’ αυτής, όπως εκείνη της πρόρρησης του Πάθους και της Αναστάσεως, που ακολουθείται από το αίτημα των υιών Ζεβεδαίου, όπως εκφράστηκε από την μητέρα τους (Μτθ. 20, 17-28).
Το νέο θέμα: Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως
Ιστορική προσέγγιση
Το νέο θέμα της Γ΄ Κυριακής των νηστειών ίσως είναι το παλαιότερο μεταξύ των νεωτέρων όλων των Κυριακών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Στο σημείο αυτό αξίζει να ερευνήσουμε ποιοι είναι οι λόγοι της καθιέρωσης της νέας εορτής και του ταυτόχρονου παραμερισμού του θέματος της ευαγγελικής περικοπής του Τελώνου και του Φαρισαίου.
Η θέσπιση του εορτασμού του Τιμίου Σταυρού κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών σχετίζεται με διάφορες εκδοχές. Κατά μία άποψη[5], έχει να κάνει με το καθαυτό ιστορικό γεγονός της εύρεσής του από την αγία Ελένη. Το γεγονός αυτό τιμάται (όπως και κατά την περίπτωση της Παγκοσμίου Υψώσεως την 14η Σεπτεμβρίου) από την Εκκλησία στις 6 Μαρτίου εκάστου έτους. Σύμφωνα με το Συναξάρι της 6ης Μαρτίου, «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ εὕρεσις τοῦ τιμίου Σταυροῦ»[6], και «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, (δηλ. στ΄ Μαρτίου) μνήμη τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὑπὸ τῆς μακαρίας Ἑλένης. Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν τιμίων ἥλων»[7].
Βέβαια, αυτή η εορτή δεν θα μπορούσε να εορτάζεται με λαμπρότητα και επισημότητα μία οποιαδήποτε ημέρα της Μ. Τεσσαρακοστής, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της. Επομένως, πιθανόν να μεταφέρθηκε στην μέση Κυριακή της νηστείας, εξαιτίας και του 51ου κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου, που απαγόρευε την τέλεση εορτών πλην Σαββάτου και Κυριακής.
Άλλη πιθανή εκδοχή για τον εορτασμό θεωρείται[8] η προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού κατά την ακολουθία του Όρθρου της Μ. Παρασκευής παλαιότερα στα Ιεροσόλυμα, και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Η είσοδος των εγκωμίων στην ακολουθία αυτή αντικατέστησε την παλαιά εκείνη τάξη. Η τελευταία διατηρήθηκε στους Σύριους, τους Αρμενίους καθώς και τους Κόπτες της Αιγύπτου.
Διαφορετική προσέγγιση επί του θέματος παρουσιάζεται από τον ιερομ. Μακάριο Σιμωνοπετρίτη[9]. Ο συγκεκριμένος ερευνητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως σχετίζεται με την συμπλήρωση μίας τριάδας εορτών του Τιμίου Σταυρού. Σαφώς, οι άλλες δύο εορτές έχουν να κάνουν με την Παγκόσμια Ύψωση (14η Σεπτεμβρίου) και την Πρόοδο του Τιμίου Σταυρού (1η Αυγούστου). Ο συγκεκριμένος μελετητής παραθέτει ως τεκμήριο την τιτλοφόρηση της ημέρας ως «ἑορτὴ τῆς τρίτης προσκυνήσεως τοῦ Σταυροῦ», που μαρτυρείται σε ιεροσολυμιτικό χειρόγραφο του 13ου αι. Υποστηρίζεται η άποψη ότι η τρίτη αυτή προσκύνηση θεσπίστηκε με τη μεταφορά τεμαχίου του Τιμίου Σταυρού από την Ιερουσαλήμ στην Απάμεια, έπειτα από παράκληση του τοπικού Επισκόπου Αλφειού στον αυτάδελφό του αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων. Η περίπτωση αυτή εξετάζεται και από τον Ευ. Θεοδώρου[10], ο οποίος την τοποθετεί χρονικά περί τον 6ο αι., στους χρόνους του Αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518 – 527) ή Β΄ (565 – 578). Η ιστορική τεκμηρίωση και περαιτέρω ανάλυση της ανωτέρω εκδοχής καθίσταται δυσχερής, λόγω ελλείψεως στοιχείων.
Πιθανή αιτία για την καθιέρωση της εορτής μπορεί να θεωρηθεί και η αναστήλωση του Τιμίου Σταυρού από τον Ηράκλειο στα Ιεροσόλυμα, κατά την 21η Μαρτίου του 630 μ. Χ., ύστερα από νίκη κατά των Περσών και ανάκτησή του[11]. Μετά από μια σειρά πολυετών προσπαθειών και νικηφόρων αγώνων, ο Ηράκλειος, εν μέσω ιαχών του πλήθους, επαναλαμβάνει την τελετή που έγινε και κατά την εύρεσή του. Η ημερομηνία της τελέσεως αυτού του γεγονότος, κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία για τον εορτασμό του κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών.
Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά της εορτής σε ομιλία του Πατριάρχου Γερμανού τοποθετεί την καθιέρωσή της τουλάχιστον περί το 715-730 μ. Χ.[12], παραμένοντας όμως μέχρι τον 12ο-13ο αι. εορτή του Ναού της Αγίας Σοφίας[13], και μάλιστα ως κύρια ημέρα εορτασμού οριζόταν η Τετάρτη, όπως θα φανεί εν συνεχεία.
Λειτουργική προσέγγιση
Η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών υφίσταται ξεκάθαρα ως μία ιδιαίτερη ημέρα εντός της νηστείας και αναφέρονται οι ξεχωριστές ακολουθίες στα Τυπικά της Κωνσταντινουπόλεως, και όχι μόνο. Ωστόσο, όσον αφορά στις λειτουργικές συνθήκες, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Πιο συγκεκριμένα, στο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας (9ος-10ος αι.) [14] η Σταυροπροσκύνηση τοποθετείται χρονικά, όχι στην Γ΄ Κυριακή των νηστειών, αλλά στο μέσον της Δ΄ εβδομάδος (την ημέρα της Τετάρτης), δηλαδή στο μέσον της νηστείας ή αλλιώς στην «Μεσοσαρακοστή», οπότε και αναφέρεται ως η ημέρα της «προσκυνήσεως τῶν τιμίων καὶ ζωοποιῶν ξύλων».
Βέβαια, ήδη από την Κυριακή και μετά από τον Τρισάγιο Ύμνο, όπως υπογραμμίζεται, «ἀνέρχεται προκηρυκτικός» με σκοπό την πρόσκληση των Κατηχουμένων προς το άγιο Βάπτισμα, το οποίο θα ετελείτο ανήμερα του αγίου Πάσχα (κατά την ακολουθία της Παννυχίδος), εκφωνώντας τα εξής:
«Προτρέπομαι τὴν ὑμετέραν ἀγάπην, φιλόχριστοι ἀδελφοὶ ὅσοι ἔχετέ τινας ὀφείλοντας προσενεχθῆναι τῷ ἁγίῳ βαπτίσματι, γινώσκοντες ἐπιφθάσειν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἀνάστασιν, τούτους ἀπὸ τὴν αὔριον προσαγάγετε τῇ ἁγιωτάτῃ ἡμῶν ἐκκλησίᾳ ἐπὶ τῷ λαμβάνειν αὐτοὺς τὴν ἐν Χριστῷ σφραγῖδα καὶ φυλάττεσθαι αὐτοὺς καὶ κατηχεῖσθαι∙ ὅσοι δὲ μετὰ τὴν [ἑβδομάδα] ἐπιτηδεύουσι προσάγεσθαι, ἔσεσθε γινώσκοντες ὡς [ἀβασανίστῳ] λογισμῷ, ἐὰν μή τις ἀνάγκη πρόκειται, τούτους προσδέξασθαι οὐκ ἀνεξόμεθα»[15].
Μετά από το ευαγγελικό ανάγνωσμα «ἀνέρχεται κηρυκτικός» για να δηλώσει την είδηση της προσκύνησης του Τιμίου Σταυρού, κάνοντας γνωστό πως οι άνδρες θα προσκυνήσουν την Τρίτη και την Τετάρτη και οι γυναίκες την Πέμπτη και την Παρασκευή της εβδομάδος που ξεκινά[16]. Αρχικά, η θέση του αγγέλματος μοιάζει απόλυτα φυσική, αν σκεφτεί κανείς πως έχει προηγηθεί ευαγγελική περικοπή (η οποία έχει ήδη αντικαταστήσει την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου) αφιερωμένη στον Σταυρό (Μρκ. 8, 34-9, 1) και επομένως έχει δηλωθεί ξεκάθαρα το λειτουργικό θέμα της εβδομάδος. Από την άλλη, οι ημέρες προσκύνησης ορίζουν και το υμνολογικό περιεχόμενο, καθώς κατ’ αυτές εμφανίζονται στην τυπική διάταξη τροπάρια σχετικά με τον Σταυρό, ενώ απουσιάζουν την Δευτέρα, όπως και η προσκύνηση.
Παρά το γεγονός πως στο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας διαγράφεται με σαφήνεια ότι η προσκύνηση δεν ετελείτο την Κυριακή, λίγους αιώνες αργότερα, τα Τυπικά της Μονής Ευεργέτιδος Κωνσταντινουπόλεως[17] και της Μονής του Σωτήρος Μεσσήνης της Ιταλίας[18], που αμφότερα χρονολογούνται στον 12ο αι., περιγράφουν την τελετή της Σταυροπροσκυνήσεως την Κυριακή της Γ΄ εβδομάδος των νηστειών, θεωρώντας ωστόσο και την ημέρα της Τετάρτης εξίσου σημαντική.
Το γεγονός της μετατόπισης της εορτής κατά την προηγούμενη Κυριακή πιθανόν να είναι απόρροια της μεταφοράς των εορτασμών από τις καθημερινές, σε ημέρα Σαββάτου ή Κυριακής, κατ΄ εφαρμογήν του 51ου Κανόνα της Συνόδου της Λαοδικείας. Η σπουδαιότητα της εορτής δεν γινόταν αντιληπτή στον βαθμό που θα έπρεπε κατά την Τετάρτη, με αποτέλεσμα την μετάθεσή της[19].
Τα δύο προαναφερθέντα Τυπικά παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες στην περιγραφή της λειτουργικής τάξης. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν η μνεία στον κανόνα της εορτής «Ὁ θειότατος προετύπωσε πάλαι Μωσῆς» (σχολιασμός ότι ακολουθεί μελωδικά τους ειρμούς του κανόνα της Αναστάσεως), το ιδιόμελο της ημέρας (μάλλον εννοεί το σημερινό δοξαστικό ιδιόμελο «Τὴν ὑψηλόφρονα γνώμην») ως Στιχηρό των Αίνων, και Δοξαστικό το αναστάσιμο «Ὑπερευλογημένη ὑπάρχεις Θεοτόκε Παρθένε». Εν συνεχεία , τονίζουν την ύπαρξη λιτάνευσης και προσκυνήσεως του Τιμίου Σταυρού, καθώς και ότι αντί του Τρισαγίου Ύμνου ψάλλεται το «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν» και ως Κοινωνικό το «Ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς». Ευαγγελικό ανάγνωσμα παραμένει και στα δύο το του Σταυρού (Μρκ. 8, 34 – 9, 1), όπως και στο παλαιότερο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας.
Το Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος[20] υπογραμμίζει την μεταφορά του Τιμίου Σταυρού εντός του θυσιαστηρίου, ήδη πριν από την έναρξη του Εσπερινού του Σαββάτου, καθώς και την μεταφορά του στο ίδιο σημείο μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας της Κυριακής. Ο Σταυρός δεν επέστρεφε στο σκευοφυλάκιο, αλλά αντίθετα, παρέμενε στο θυσιαστήριο, γιατί προβλεπόταν από το Τυπικό της Μονής η εκ νέου προσκύνησή του κατά την «Τετάρτην τῆς Μέσης Ἑβδομάδος» σε κλίμα σχεδόν πανηγυρικό «ὥσπερ καὶ τῇ Κυριακῇ», ενώ γινόταν και κατάλυση οίνου και ελαίου. Την Παρασκευή της ίδιας εβδομάδος, μετά την ακολουθία της θ΄ Ώρας και πριν από την Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, ετελείτο η τελευταία προσκύνηση, με κάπως πιο λιτό τρόπο. Ο Σταυρός παρέμενε ως το πέρας της Λειτουργίας στο δεξιό κλίτος και όταν ολοκληρωνόταν επέστρεφε στην αρχική του θέση.
Αντίθετα, το Τυπικό της Μεσσήνης[21] δεν περιγράφει τριπλή προσκύνηση, αλλά αρκείται σε εκείνην της Κυριακής, όπως προαναφέρθηκε, και της Τετάρτης, δίνοντας έμφαση στην σημαντικότητα της ημέρας. Πάντως, δεν γίνεται καμία αναφορά για τη θέση του Σταυρού ή την τελική μεταφορά του.
Κατά τον 16ο αι., στο Τυπικό της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου[22], φαίνεται πως τηρείται η λογική της λειτουργικής πράξης του Τυπικού της Μονής Ευεργέτιδος με πολλές ομοιότητες, όπως την «μεγάλη» (βασική – κεντρική) προσκύνηση την Κυριακή, αλλά και «μικρές» (δευτερεύουσες – χωρίς επίσημη διάσταση) στις καθημερινές.
Πιο αναλυτικά, μετά τον μικρό Εσπερινό του Σαββάτου, μεταφέρεται το Τίμιο Ξύλο από το σκευοφυλάκιο σε δίσκο αιρόμενο υπό του ιερέως υπεράνω της κεφαλής του και εναποτίθεται στο ιερό Βήμα. Όσον αφορά στα της Αγρυπνίας, σημαντική λεπτομέρεια είναι η διαφορά των Απολυτικίων στον Εσπερινό, αφού ψάλλεται δις το «Θεοτόκε Παρθένε» και άπαξ το «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου». Από την άλλη, στον Όρθρο ορίζεται το αναστάσιμο Απολυτίκιο του τυχόντος ήχου, στο «δόξα» του Σταυρού και ως «καὶ νῦν» το α΄ θεοτοκίο του α΄ ήχου, πρακτική που ακολουθείται και στην σύγχρονη λειτουργική πράξη. Διαφορετική προσέγγιση παρουσιάζεται από το μεγαλομετεωριτικό Τυπικό στα πεντηκοστάρια του εωθινού Ευαγγελίου, οπότε και ψάλλεται το σταυρώσιμο «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ», όπως και κατά την 14η Σεπτεμβρίου. Για άλλη μία φορά, και αυτό το Τυπικό υπογραμμίζει πως ο Κανόνας ψάλλεται κατά το πρότυπο του Πάσχα, ενώ στους Αίνους, σε αντίθεση με προηγούμενα Τυπικά, εμφανίζεται η τάξη σύμφωνα με την οποία το ιδιόμελο της ημέρας ψάλλεται και ως στιχηρό αλλά και ως Δοξαστικό. Με το πέρας της Δοξολογίας ο ιερέας λιτανεύει το Τίμιο Ξύλο και γίνεται η προσκύνηση από τους πιστούς. Στην θεία Λειτουργία αντί Τρισαγίου ψάλλεται κατά το παλαιό έθος το «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν» και στο κοινωνικό το «Ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς». Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα παρατηρείται η ύπαρξη διπλού Ευαγγελίου (πρακτική που επιβιώνει και σήμερα στα μοναστήρια), του Σταυρού και της Θεοτόκου.
Επίσης, υπογραμμίζεται και η έναρξη των «διπλοκατηχουμένων» από την Τετάρτη της Δ΄ εβδομάδος στις Προηγιασμένες Λειτουργίες. Πρόκειται για κατάλοιπο από την λειτουργική ζωή των παρελθόντων αιώνων, όπως της Μεγάλης Εκκλησίας, που γινόταν η προσέλευση των κατηχουμένων για το Άγιο Βάπτισμα. Γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχουν ειδικές σημειώσεις στα ιερατικά βιβλία, μέχρι και σήμερα, όπως αυτή: «Ἀπὸ τῆς μεσονηστίμου, ἤτοι ἀπὸ τῆς Τετάρτης τῆς Δ΄ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, παρεμβάλλει τὰ διπλοκατηχούμενα λέγων οὕτως »[23].
Επιπρόσθετα, θα ήταν σπουδαίο να αναφερθεί πως η τάξη της Μονής προέβλεπε και την Σταυροπροσκύνηση της Παρασκευής. Κατά το προαναφερθέν Τυπικό, μετά τον στίχο των Αίνων γινόταν η προσκύνηση του Σταυρού με την ψαλμώδηση του σχετικού «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν».
Τον ίδιο αιώνα (16ος αι.) είναι γραμμένο στην Μονή του Αγίου Σάββα το ομώνυμο Τυπικό[24]. Σχεδόν δέκα αιώνες μετά τη συγγραφή του Ιεροσολυμιτικού Κανοναρίου, φαίνεται πως η παράδοση της περιοχής έχει επηρεαστεί πλήρως από εκείνη της Βασιλεύουσας. Ως αποτέλεσμα, φυλλομετρώντας κανείς το σχετικό Τυπικό παρατηρεί μία σειρά πολλών ομοιοτήτων με εκείνο της Μονής Ευεργέτιδος αλλά και με το σύγχρονό του των Μετεώρων.
Το Τυπικό της Λαύρας του Αγίου Σάββα εν πολλοίς ακολουθεί την τάξη της «μεγάλης» Σταυροπροσκυνήσεως κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών. Ωστόσο, αυτό που κάνει εντύπωση είναι πως υπάρχουν οι «μικρές» προσκυνήσεις την Δευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασκευή της Δ΄ εβδομάδος, και μάλιστα δύο φορές ανά ημέρα, κατά την ακολουθία της Α΄ Ώρας και της Θ΄ Ώρας σύμφωνα με την τάξη της Κυριακής.
Ας μελετήσουμε, όμως, με προσοχή την τάξη της «μεγάλης» Σταυροπροσκυνήσεως. Όπως και στην περίπτωση του Μεγάλου Μετεώρου, έτσι και στην Λαύρα του Αγίου Σάββα, η ακολουθία ξεκινά πριν από την ακολουθία της αγρυπνίας με την μεταφορά του Τιμίου Ξύλου, εντός θήκης, μετά το πέρας του μικρού Εσπερινού και εναποτίθεται στην Αγία Τράπεζα. Αφού οι πατέρες γευματίσουν, άρχεται η αγρυπνία με τον μεγάλο Εσπερινό, όπου προτάσσονται τα αναστάσιμα τροπάρια και έπονται τα του Σταυρού. Οι διαφορές σε σχέση με το μετεωριτικό Τυπικό διακρίνονται στην ακολουθία του Όρθρου, κατά την διάρκεια του οποίου δεν διαβάζεται ο «Άμωμος» αλλά ψάλλεται ο Πολυέλεος. Επιπλέον, προβλέπεται η ύπαρξη των πεντηκοσταρίων του Τριωδίου «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας», το αντίστοιχο θεοτοκίο και το επιλογικό μετά του στίχου «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν», σε αντίθεση με τα Μετέωρα. Κατά τα λοιπά και έως την Δοξολογία, η τυπική διάταξη παραμένει κοινή με εκείνη των Μετεώρων. Στην δοξολογία γίνεται η λιτάνευση του Σταυρού και μετά το «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν», σε ήχο πλάγιο του β΄ (sic), άρχεται η προσκύνηση με ευταξία. Ομοίως με την παλαιότερη τάξη, αντί του Tρισαγίου ψάλλεται το του Σταυρού, Ευαγγέλιο της ημέρας (Μρκ. 8, 34 – 9, 1) και κοινωνικό επίσης του Σταυρού.
Το νεώτερο Τυπικό της αγιορειτικής Μονής Αγίου Διονυσίου (19ος-20ος αι.)[25] τηρεί ως διάταξη, κατά βάσιν, τα όσα αναγράφονται στα δύο Τυπικά του 16ου αι., της Μονών του Αγίου Σάββα και του Μεγάλου Μετεώρου. Από την έναρξη των ακολουθιών της ημέρας στο προσκυνητάρι τίθεται η εικόνα του «τριμόρφου» (εικόνα της Σταυρώσεως με τον Κύριο στον Σταυρό, την Θεοτόκο και τον Ιωάννη τον Θεολόγο εκατέρωθεν του Εσταυρωμένου) μέχρι και την στιγμή της Σταυροπροσκυνήσεως. Μάλιστα, μετά την τράπεζα, στο Απόδειπνο αναγινώσκονται οι «Χαιρετισμοί» του Σταυρού, πράξη που δεν καταγράφεται σε προηγούμενα Τυπικά. Έπειτα, άρχεται ο Εσπερινός και τελείται κατά τα ειωθότα των παρελθόντων αιώνων, δηλαδή με Στιχηρά αναστάσιμα και του Σταυρού και Δοξαστικά του Σταυρού. Η τάξη παραλλάσσεται με τα προειρημένα στα Απολυτίκια προ της αρτοκλασίας, καθώς ψάλλεται δις το «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου» και έπεται μία φορά το «Θεοτόκε Παρθένε»[26]. Στον Όρθρο, υπάρχουν κάποιες διαφορές σε σχέση με όσα γράφονται ή εννοούνται στα δύο προαναφερθέντα Τυπικά, καθώς υπάρχει «Άμωμος», άρα και «Ευλογητάρια», «Υπακοή» και «Κάθισμα», αλλά και πεντηκοστάρια του Τριωδίου μετά το εωθινό Ευαγγέλιο, όπως στην περίπτωση του Αγίου Σάββα. Στους Κανόνες ψάλλονται ο αναστάσιμος του τυχόντος ήχου με της Θεοτόκου και του Σταυρού, με Καταβασίες τους ειρμούς του Κανόνα του Σταυρού. Για άλλη μία φορά στους Αίνους ψάλλονται τα αναστάσιμα ιδιόμελα και τέσσερα Στιχηρά προσόμοια του Σταυρού. Μετά το πέρας της Δοξολογίας και συγκεκριμένα κατά το «ὕστατον Τρισάγιον» γίνεται η είσοδος στο «Ἅγιος Ἀθάνατος», ακολουθεί η προσκύνηση και μετά από την εκτενή δέηση και την απόλυση, ο ιερέας επαναφέρει τον Σταυρό στο άγιο Βήμα. Επίσης, αίρεται η εικόνα του «τριμόρφου» και εναποτίθεται Σταυρός άνευ Τιμίου Ξύλου στο προσκυνητάρι. Στην δε θεία Λειτουργία, αντί του Τρισαγίου ψάλλεται «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν», Ευαγγέλιο του Σταυρού και της Θεοτόκου, ενώ κοινωνικό και εδώ αναφέρεται το «Ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς».
Συμπερασματικά, παρατηρείται πως κάθε Τυπικό γίνεται πιο σαφές και αναλυτικό με την πάροδο των χρόνων. Καθώς υπάρχει αυτό το φαινόμενο, ο μελετητής εύκολα παρατηρεί την εξέλιξη ορισμένων διατάξεων που καταλήγουν στην σύγχρονη λειτουργική πράξη. Επιπλέον, στην περίπτωση της Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως παρατηρείται στην πάροδο δέκα και πλέον αιώνων μία σειρά από σταθερά και αμετάβλητα μέρη και μία σειρά από μεταβλητά. Σίγουρα, η ευαγγελική περικοπή είναι ένα από τα αμετάβλητα, όπως και η στιγμή της Σταυροπροσκυνήσεως μετά την μεγάλη Δοξολογία. Από την άλλη, στα μεταβλητά εύκολα διακρίνονται η εξέλιξη του ιδιομέλου του Τριωδίου από Στιχηρό σε δοξαστικό των Αίνων – διαδικασία που διήρκησε αρκετούς αιώνες – και φυσικά η έλξη και η σταδιακή μεταφορά της «βασικής» Σταυροπροσκύνησης από την Τετάρτη στην Κυριακή. Επομένως, εξάγεται το γενικό συμπέρασμα πως η λειτουργική πράξη της Σταυροπροσκυνήσεως, και όχι μόνο, στην εποχή μας είναι ένα απόσταγμα, το οποίο φιλτράρεται για περισσότερους από δέκα αιώνες και ζυμώνεται από ιστορικές και κοινωνικές προεκτάσεις μέχρι να φτάσει ως κάτι «δεδομένο» στα χέρια μας.
[1] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 216.
[2] Galadza Daniel, Liturgy and Byzantinization in Jerusalem, Oxford 2017, p. 314.
[3] Ιερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἐκτενεῖς τῶν Ἑορτῶν, Ἅγιον Ὄρος 2020, σ. 39.
[4] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 187.
[5] Καραϊσαρίδη Κωνσταντίνου, «Οἱ Ἑορτὲς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», στο Τὸ Χριστιανικὸν Ἑορτολόγιον, Πρακτικὰ Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2007, σ. 198.
[6] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. Α΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 244.
[7] Μηναῖον τοῦ Μαρτίου, περιέχον ἅπασαν τὴν ἀνήκουσαν αὐτῷ ἀκολουθίαν, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1992, σ. 59.
[8] Καραϊσαρίδη Κωνσταντίνου, «Οἱ Ἑορτὲς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», στο Τὸ Χριστιανικὸν Ἑορτολόγιον, Πρακτικὰ Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2007,σ. 198.
[9] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 563.
[10] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, Ἡ μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 30.
[11] Ostrogorsky Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμος α΄, μτφρ. Ἰωάννης Παναγόπουλος, ἐκδ. Στέφανος Βασιλόπουλος, Ἀθήνα, 1978, σ. 170.
[12] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 563.
[13] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 178.
[14] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, pp. 38 – 43
[15] αυτόθι.
[16] αυτόθι.
[17] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, pp. 527 – 533.
[18] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, pp. 218 – 219.
[19] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 564.
[20] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, pp. 527 – 533.
[21] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, pp. 218 – 219.
[22] Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου, Τυπικὸν – Κῶδιξ 83 (1580), Ἐπιμέλεια ἀνατύπωσης, διόρθωσης χφ. και εἰσαγωγή: Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης, Ἅγια Μετέωρα 2018, σσ. 401-402.
[23] ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΙΚΟΝ περιέχον ἅπασαν τὴν διάταξιν τῆς ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΙΑΣ εἰς τὸν Ἑσπερινόν, τὸν Ὄρθρον καὶ τὰς ΤΡΕΙΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ, Ἅγιον Ὄρος 2015, σ. 84.
[24] Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Σάββα, Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σσ. 306 – 308.
[25] Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου, Τυπικὸν τῆς ἐν Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος 2004, σσ. 450 – 452.
[26] Αξίζει να σημειωθεί πως κατά παράδοσιν στο Άγιον Όρος, τελουμένης αγρυπνίας το «Θεοτόκε Παρθένε» ψάλλεται σε μέλος αργό δίχορο οκτάηχο μετά κρατημάτων. Τον 19ο αι. στο μοναστήρι εγκαταβιώνει κάποιος ιερομόναχος Ιωάσαφ, γνωστός για τη μουσική του δεινότητα, ο οποίος γράφει αργά δίχορα οκτάηχα απολυτίκια για όλες τις δεσποτοθεομητορικές εορτές, οπότε και παραλείπεται το θεοτοκίο (βλ. Ἰωάσαφ Διονυσιάτης, Διονυσιάτικη Μουσικὴ Ἀνθολογία, σσ. 86 – 219). Εδώ φαίνεται πως η ημέρα της Σταυροπροσκυνήσεως, όσο και αν επηρεάζει τις τυπικές διατάξεις, δεν υπερβαίνει ούτε τα αναστάσιμα τροπάρια, αλλά ούτε και τα θεοτοκία, κάτι που δείχνει ξεκάθαρα πως δεν μπορεί να θεωρηθεί εορτή Δεσποτική. Αντίθετα, αν η 14η Σεπτεμβρίου τύχει ημέρα Κυριακή, καταλιμπάνεται η αναστάσιμη ακολουθία.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!