Με λαμπροφορεμένη τη σημερινή ημέρα της διπλής γιορτής του Εθνικού απελευθερωτικού ξεσηκωμού και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου η ηλιόλουστη Αθήνα και όλη η Ελλάδα γιόρτασε την 25η Μαρτίου.
Η γη των Αθηνών σείστηκε από τα χτυπήματα των τσαρουχιών της Προεδρικής Φρουράς, για να ακούσουν οι μεγάλοι νεκροί του Γένους μας, να τους αντιγυρίζουμε, βροντερά -μαζί με την ευγνωμοσύνη για τη θυσία τους, μαζί με τη δόξα για την ανδρεία τους- και την αντήχηση του χρέους και της ευθύνης μας για μια σύγχρονη Ελλάδα αντάξια τους.
«Χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν πέρασαν,
θα ‘ρθουν, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί….»
Για αυτήν την Ελλάδα, του μέλλοντος, της υπευθυνότητας και της τιμής. Για αυτήν την Ελλάδα του χρέους μας απέναντι σε εκείνους που θυσιάστηκαν για να μας αφήσουν μια ελεύθερη χώρα αλλά και το χρέος να την παραδώσουμε καλύτερη στις γενιές που έρχονται, υπάρχει ακόμη ελπίδα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έλεγε, για τη συνάντησή του με τον Άγγλο στρατηγό Χάμιλτον: «Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή. Μου είπε ότι: “Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς,καπετάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη [εννοούσε τον “Μαρμαρωμένο Βασιλιά” Κωνσταντίνο ΙΒ Παλαιολόγο], καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα”. Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;”. “Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.»
Στη μεγάλη Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου, και κυρίως κατά την ώρα της παρέλασης, είναι εύλογο στη μνήμη μας να ξυπνούν γενναία λόγια, σαν αυτά, των προγόνων μας που με τον αγώνα τους μας χάρισαν την ελευθερία.
Για εμένα, όμως, αυτή η ημέρα έμελλε να αποκτήσει -21 χρόνια πριν- και ένα άλλο, προσωπικό, ανεξίτηλο χάραγμα μνήμης. Ένα χάραγμα πένθους και όχι γιορτής, ένα χάραγμα προσωπικής απώλειας και όχι εθνικής χαράς, καθώς στις 25 Μαρτίου 2002 έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου, Χρυσόστομος Λιάπης, απόστρατος Αξιωματικός της Πολεμικής μας Αεροπορίας.
Όταν, λοιπόν, περνά από μπροστά μου η πολεμική σημαία και οι μαθητές της ΣΤΥΑ, της Σχολής από την οποία αποφοίτησε και ο πατέρας μου, στον νου μου έρχεται -μαζί με τους εθνικούς συμβολισμούς- και ο ανθρώπινος, καθημερινός αγώνας όλων των χρονίως πασχόντων.
Όλων εκείνων που η χρόνια νόσος δεν τους έδωσε την ευκαιρία ούτε να «συμβιβαστούν» με τα συμπτώματά της, ούτε να γλιτώσουν πρόσκαιρα και να μακροημερεύουν, έστω με μεγαλύτερες κινητικές ή πνευματικές απώλειες.
Απλώς δώσανε με δύναμη ψυχής τον πολύχρονο αγώνα τους ενάντιά της και μια μέρα φύγανε…. ημέρα πόνου και γιορτής ορφανεμένης. Αλλά και ημέρα δύναμης ψυχής και τιμής στο καθημερινό μεγαλείο του κάθε απλού ανθρώπου που δέχεται με αξιοπρέπεια την κακοτυχία και τις κακουχίες της ασθένειας, βλέποντας τα κάστρα του κορμιού του να πέφτουν από μέσα και με τη μοίρα των θνητών, μαρμαρωμένη, αφύλακτη, χωρίς καμιά φρουρά, απέναντι στην οδύνη και τη συντριβή της αρρώστιας, ο αγώνας απέναντι στην οποία, συμβολοποιεί και κρύβει μέσα του ένα κομμάτι από τον ηρωισμό εκείνων που 202 χρόνια πριν αποφασίσαν να πεθάνουν ελεύθεροι για να σταματήσουν να ζούνε σκλάβοι.
Xρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc,PhD
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας