Κανείς δεν θα επιθυμούσε έναν Χριστό αποστασιοποιημένο από την κοινωνία, από τους ανθρώπους και από όσα διαδραματίζονται γύρω μας. Επίσης, δεν έχει σημασία αν ο Χριστός είναι Χριστός των λίγων, των δικών μας, των εκκλησιαστικών. Και φυσικά τέτοιος δεν είναι.
Το ευαγγέλιο της Κυριακής (Λουκ. 5, 1-11) αναφέρεται στην κλήση των μαθητών από τον Χριστό. Μέσα σ’ αυτό μία φράση συνταράσσει. ‘’Από τώρα και στο εξής θα πιάνεις ανθρώπους’’ (Λουκ. 5, 10). Ο Χριστός αναφέρεται στον Σίμωνα. Κρύβονται πολλά, πάρα πολλά στη φράση αυτή του Χριστού. Έχει βάθος, έχει ωραιότητα, έχει πολύ ανθρωπολογία η φράση αυτή. Δεν αρκεί να ασχολείσαι με τους ανθρώπους, να τους βοηθάς, να τους συμβουλεύεις, να τους στέκεσαι. Δεν αρκούν αυτά πλέον. Αυτά είναι κάποιες φορές επιφανειακά. Έτσι, για να μας δει ο κόσμος ότι κάτι κάνουμε. Αλλά στη Βασιλεία του Θεού ποιος μπορεί να τους οδηγήσει;
Δεν είναι εύκολο εγχείρημα να αναλάβεις κάποιον άνθρωπο σήμερα και να τον οδηγήσεις. Εμείς που είμαστε ιερείς, είμαστε οι πρώτοι τυφλοί. Χρειάζεται να βρούμε το αληθινό φως, τη ζωή, την πηγή της ζωής, το βάθος και την οντολογία των πραγμάτων και ύστερα να οδηγήσουμε τους άλλους. Ένα ράσο κι ένα καλυμμαύχι δεν μας κάνει ιερείς. Η ιεροσύνη είναι ευθύνη και η ευθύνη δεν αναπαύεται σε τύπους. Κάποιες φορές πετάμε και κάτι τσιτάτα, λέμε και καμιά πνευματική συμβουλή, αραδιάζουμε και μερικές σειρές για τα έσχατα και τα μελλούμενα, νομίζουμε ότι έχουμε γίνει γέροντες και αναπαυόμαστε στους οπαδούς που έχει δημιουργήσει η ωραιοπάθειά μας. Με τέτοιο τρόπο λειτουργούμε σε κάστες και αυτή γίνεται η έσχατη κατάντια μας. Δεν είναι έτσι. Είναι πιο σοβαρά τα πράγματα. Και για να γίνουμε οδηγοί των ανθρώπων χρειάζεται να βρούμε εμείς πρώτα οδηγό.
Ο Χριστός στο ευαγγέλιο δεν καλεί οπαδούς σε εγρήγορση, δεν διεγείρει το συναίσθημα μέσα από συγκινησιακές καταστάσεις. Αυτά είναι πολύ φθηνά για τον Χριστό. Αυτά είναι των πολιτικών τερτίπια για να συντηρούν πελατειακές σχέσεις. Ο Χριστός δεν υπήρξε πολιτικός. Ο Χριστός ακροβατούσε ανάμεσα σε μία ισχυρή αμφισημία, την οποία βέβαια ως Θεάνθρωπος την ξεπερνούσε και την εξωθούσε στον αληθινό στοχασμό της. Να μην προέρχεσαι από τούτο τον κόσμο, αλλά να βρίσκεσαι σε τούτο τον κόσμο (Ιω. 8,23).
Σ’ αυτόν τον κόσμο περπάτησε, μίλησε, έζησε. Στις δομές του κόσμου τούτου. Με τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις του. Δεν κλείστηκε στον Εαυτό Του. Εξάλλου, η σάρκωση υπήρξε το κατεξοχήν ‘’αναπάντεχο’’ του Θεού. Ο Χριστός κυκλοφόρησε παντού. Στις αγορές, στις πλατείες, στα σοκάκια, στις γειτονιές. Και δεν είχε τα κομπλεξικά σύνδρομα που εμείς φέρουμε πολλές φορές. Αυτό είναι άκρως σημαντικό για τη συνάντηση των προσώπων στην κοινωνία σήμερα. Συζήτησε, δίδαξε, καταδίκασε, ενθάρρυνε, γιάτρεψε, πραγμάτωσε το μυστήριο της σωτηρίας.
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής κάλεσε τους μαθητές, απλούς ανθρώπους με αγαθή διάθεση να Τον ακολουθήσουν. Και για Εκείνον δεν είναι μαθητές του εκείνοι που Τον αγαπούν. Αυτή είναι ξένη προς την αγάπη που διεκδικούν πολλοί ηγέτες της ιστορίας προς τον εαυτό τους. Οι ηγέτες ζητούν να τους αγαπήσεις. Να τους δοξάσεις. Ο Χριστός δεν ζήτησε τέτοια πράγματα. Έθεσε ένα άλλο, μοναδικό κριτήριο για την αληθινή μαθητεία. Την αγάπη μεταξύ των μαθητών (Ιω. 13, 35). Δεν ζήτησε αγάπη. Εξάλλου, η αγάπη προς τον Χριστό περνάει από τον Θεό Πατέρα (Ιω. 14, 13). Ζήτησε όμως αγάπη μεταξύ μας. Επειδή κάποιος κάνει που και που καμιά ελεημοσύνη ή εκκλησιάζεται συχνά ή έχει πνευματικό ή διαβάζει πνευματικά βιβλία ή μεταλαμβάνει συχνά Σώμα και Αίμα Χριστού κι από την άλλη δεν μιλάει τον πατέρα και την μητέρα του, μισεί τον αδελφό του, έχει μαλώσει με τον γείτονα, αδικεί τους συνανθρώπους του, τότε σε ποιο βαθμό αποτελεί μαθητή του Χριστού;
Ο Χριστός έβαλε δύσκολα στον μαθητή Σίμωνα. Του ζήτησε να Τον ακολουθήσει και να γίνει αλιέας ανθρώπων, δηλαδή να αναλάβει ανθρώπους και να τους οδηγήσει στην αλήθεια, στον Θεό, στην Βασιλεία του Θεού. Είναι δύσκολα πράγματα αυτά. Δεν αναλαμβάνεις ένα υλικό φορτίο και το μετατοπίζεις. Εδώ, χρειάζεται ανθρωπολογική, οντολογική, πνευματική μετατόπιση. Το να σηκώσεις ιδίως στην εποχή μας έναν άνθρωπο, να τον φέρεις πάνω σου, να τον αναλάβεις, σημαίνει να αναλάβεις να αγωνιστείς ενάντια σε δυνάμεις, αντιλήψεις, συνισταμένες που δεν σου αναλογούν και έχουν βάρος. Αναλαμβάνω έναν άνθρωπο σημαίνει αναλαμβάνω την χαρά της θεϊκής δημιουργικής έκφρασης, σηκώνω μία ενιαία ψυχοσωματική ενότητα στους ώμους μου.
Σηκώνω όλο τον άνθρωπο. Το σώμα, την ψυχή, το όλον αυτού, όπως θα ‘λεγε ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής, δηλαδή και την ελευθερία του, το θέλημα του. Ποιος θα τα αναλάβει αυτά; Εδώ δεν μπορούμε να αναλάβουμε τον εαυτό μας.
Ο Χριστός δεν πραγμάτωσε αόριστες υποσχέσεις και δεν ωραιοποίησε καμία φλυαρία. Τη βαττολογία την κατέκρινε. Όταν μίλησε για ανάληψη των ανθρώπων, αυτό το έπραξε στα πλαίσια μιας συμπόρευσης και ανακάλυψης του κάθε ανθρώπου, της κάθε ετερότητας, του κάθε αταίριαστου και ανεξερεύνητου στοιχείου στον άνθρωπο. Εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε στις μέρες μας με μία αμιγώς παραδεχόμενη πνευματικότητα. Η μετανεωτερική εποχή στην οποία ζούμε απαιτεί το πολύτροπο και πολύμορφο των προσώπων. Για να αναλάβεις ανθρώπους και να τους οδηγήσεις στον Θεό, αυτό δεν θα καταστεί δυνατό με τρόπο μονοφυσιτικό.
Αν γίνει με τέτοιο τρόπο, τότε θα μιλάμε για ανθρωπολογική αίρεση. Κι από τέτοιες έχουμε χορτάσει. Είναι μία ανακάλυψη σε επίπεδο πολλών πραγματικοτήτων και μιας αυθεντικής μαρτυρίας. Και δεν γνωρίζω αν πρώτα εμείς οι ιερείς έχουμε τη διάθεση και την αυταπάρνηση να τσαλακωθούμε.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Θεολόγος, Βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας – Ι.Μ. Σταγών και Μετεώρων