Με αφορμή τη συμπλήρωση 95 χρόνων από γέννηση της Μελίνας Μερκούρη στις 18 Οκτωβρίου 1920, εν είδει αφιερώματος ανατρέχουμε στην αυτοβιογραφία της με τίτλο “Γεννήθηκα Ελληνίδα” και διαβάζουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε καλύτερα τη γυναίκα-σύμβολο.
Ο πρώτος “έρωτας”
«Ο πρώτος άντρας που αγάπησα ονομαζόταν Σπύρος. Ήταν υπερβολικά όμορφος, υπερβολικά γοητευτικός. Το στόμα του μύριζε γλυκύτερα από το στόμα οποιουδήποτε άντρα που γνώρισα ποτέ. Λάτρευα το αγκάλιασμά του, ένα αγκάλιασμα που ήταν αρωματισμένο με ροδόνερο και βασιλικό. Ήταν δυνατός. Ήταν ψηλός. Αγαπούσε τη γυναίκα του και την απατούσε. Αγαπούσε τους γιους του και τους φρόντιζε. Ένιωθε πάθος για μένα κι αυτό έκανε τα παιδικά μου χρόνια πολύ ευτυχισμένα. Ο Σπύρος ήταν παππούς μου. Ήταν επίσης δήμαρχος της Αθήνας επί τριάντα χρόνια….»
Η αγάπη για το θέατρο
«Ο παππούς μου, αλλά κι ο πατέρας μου μ’ επηρέασαν πολύ για το θέατρο, αφού πολιτική και θέατρο είναι τόσο συνδεδεμένα, με κοινό παρονομαστή το λαό…. Έπρεπε να γίνω ηθοποιός, διότι είχα πολιτικούς στο σπίτι και τους έβλεπα στο μπαλκόνι να μιλάνε και να πείθουν τον κόσμο. Ε, λοιπόν, ήταν μια παράσταση. Και εγώ ήθελα να κάνω ορισμένα πράγματα και να τα καταφέρω για τον εαυτό μου. Μια μέρα, ήμουν πέντε χρόνων, κι ήθελα ένα φωνογράφο, αλλά ήξερα πως δεν υπήρχαν τα λεφτά, γιατί θα μου έπαιρναν παπούτσια τα Χριστούγεννα. Όμως, ήθελα φωνογράφο κι αναρωτιόμουν πώς μπορώ να τον αποκτήσω και σκέφθηκα με την πειθώ, με τα λόγια, όπως κάνει ο παππούς μου από το μπαλκόνι, όπως κάνει ο μπαμπάς μου, όπως κάνει ο θείος μου. Λοιπόν, πήγα στον καθρέφτη κι άρχισα να λέω, “θα ήθελαν πάρα πολύ ένα φωνογράφο και αν δεν μου τον δώσεις θα είναι πάρα πολύ μεγάλη δυστυχία για μένα” κι άρχισα να αυτοσυγκινούμαι. Στο τέλος συγκινήθηκα πάρα πολύ και γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Είχα πάρα πολύ ωραία δάκρυα, πιο ωραία από μάτια, ήταν σαν μπριγιάντια. Λοιπόν, μπροστά στον καθρέφτη λέω “τώρα πρέπει να κλάψω, αλλά δεν πρέπει να κλάψω πάρα πολύ” και άρχισε να τρέχει ένα δάκρυ και το κράτησα εκεί και το επανέλαβα. Ήμουν ηθοποιός (το γραμμόφωνο το πήρα)… Από κει και πέρα δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο για μένα από το να γίνω ηθοποιός».
Η πρώτη παράσταση σ’ ένα καφενείο στις Σπέτσες
«Χόρεψα για τον κόσμο. Ο μυστηριώδης τηλέγραφος του νησιού έφερε τη μητέρα μου σε λίγα λεπτά. Δέχτηκα ένα μεγαλόπρεπο χαστούκι. Αλλά αυτό είχε ελάχιστη σημασία. Σ’ εκείνο το καφενεδάκι παντρεύτηκα το θέατρο. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως οι άνθρωποι με χειροκρότησαν, πως τους έκανα να χαμογελάσουν, πως τους άρεσε και το χειροκρότημα τους μου ζέστανε την καρδιά. Από κείνη τη στιγμή ήθελα να τους ευχαριστώ πάντα και να μην ζητάω καμιά ανταμοιβή εκτός από το χειροκρότημα τους».
Αφήγηση της μητέρας της σε συνέντευξη στον “Ταχυδρόμο” για το ίδιο περιστατικό
«Βρισκόμαστε στις Σπέτσες, όταν κάποια στιγμή χάνω τη Μελίνα. Πήγα να τρελαθώ. Άρχισα να ψάχνω όλο το νησί. Νόμισα πως είχε πνιγεί. Τότε είδα τον Γιώργο Σακελλαρίδη, τον Σακέ, όπως τον φωνάζαμε, που μου λέει: “Τι κλαις; Τι φωνάζεις για τη Μελίνα; Αυτή βρίσκεται στη Μπουμπουλού και χορεύει!” Η “Μπουμπουλού” ήταν ένα κέντρο στην άκρη του νησιού. Πάω εκεί και βρίσκω τη Μελίνα ντυμένη στα κόκκινα, με κάτι ρούχα δικά μου, βαμμένη κι ανεβασμένη επάνω σ’ ένα τραπέζι μαζί με τη Λώρη την Καραγιάννη, να χορεύει και να κάνει νούμερο. Γύρω της είχε μαζευτεί κόσμος και τη χειροκροτούσε. Την τραβάω από την πίστα, της δίνω ένα χέρι ξύλο και τη βάζω τιμωρία».
Ο πρώτος πραγματικός έρωτας (με τον ηθοποιό Γιώργο Παππά)
«Από τη στιγμή που βγήκε στη σκηνή τον ερωτεύτηκα. Τα μάγουλα μου κοκκίνισαν. Ήμουν σίγουρη πως οι χτύποι της καρδιάς μου ακούγονταν σ’ όλο το θέατρο. Δεν υπήρχε επιστροφή, ήμουν απελπισμένα, οριστικά ερωτευμένη. Ξαναείδα το έργο τις δεκαπέντε επόμενες νύχτες… Έπρεπε να καταφέρω να βλέπω το Γιώργο κάθε νύχτα ή να πεθάνω. Στο τέλος, οι ηθοποιοί, οι ταξιθέτριες και το προσωπικό του θεάτρου άρχισαν να με χαιρετάνε με χαμόγελα γεμάτα σημασία. Ήταν ζήτημα χρόνου να φτάσουν τα νέα στην οικογένεια μου…. Μια αγαπημένη μου φίλη, η Κική Καλόγνωμου, με προειδοποίησε για τη θύελλα που μαζευόταν. Είχε ακούσει πως κάποιος σχεδίαζε να στείλει ένα ανώνυμο γράμμα στον παππού μου. Η προειδοποίηση της όμως δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Καμία δύναμη στον κόσμο δεν μπορούσε να με κάνει ν’ απαρνηθώ την αγάπη μου…
Τότε τον συνάντησα στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου… Τότε, ω Θεέ μου! μου μίλησε, με πολύ ευγενικό τρόπο: “Βλέπω πως σας αρέσει το θέατρο”. Κούνησα σπασμωδικά το κεφάλι μου και θυμήθηκα να κρατάω τα χείλια μου σφιχτά κλεισμένα για να μην τα δει τα άσχημα σιδεράκια που φορούσα για να διορθώσω τα πεταχτά μου δόντια. “Θα θέλατε να σας διδάξω μερικά πράγματα για το θέατρο;” Κι άλλο σπασμωδικό κούνημα του κεφαλιού. “Θέλετε να συναντηθούμε αύριο στο Ζάππειο;”. “Ναι”, ούρλιαξα από μέσα μου κι έτρεξα στον οδοντογιατρό. “Δεν αντέχω τον πόνο. Σας παρακαλώ βγάλτε μου αμέσως το σιδεράκι.».
Η πρώτη γνωριμία με τον Ζιλ Ντασσέν στη προβολή της ταινίας “Στέλλα” στις Κάννες
«Ο Μιχάλης (Κακογιάννης) την οργάνωσε (τη βραδιά) σ’ ένα θεατράκι της οδού rue d’ Antibes. Ζήτησε από εμένα και το Γιώργο Φούντα να παρευρεθούμε… Τρία πράγματα με εντυπωσίασαν: η φαντασία του Μιχάλη, που θριάμβευσε πάνω στα περιορισμένα μέσα μας, η μουσική του Μάνου και το παίξιμο του συμπρωταγωνιστή μου Γιώργου Φούντα. Πίστευα πως ήταν καλύτερο από το δικό μου. Όταν η ταινία τελείωσε, ακούστηκαν θερμά χειροκροτήματα. Ο κόσμος ερχόταν να μας συγχαρεί. Αλλά ένας άνθρωπος ήρθε πηδώντας πάνω από τα καθίσματα σαν κατσίκι του βουνού. Ο Μιχάλης είπε: “Να σας συστήσω”. Τα μάτια του ήταν πολύ γαλανά. “Η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Φούντας, ο Ζιλ Ντασέν…»
Ο διανοούμενος Ντασέν και τα “Παιδιά του Πειραιά”
«Η μαμάκα και η Ρένα μας είπαν πως είχαν δει μια ταινία το προηγούμενο βράδυ (σ.σ.: εκείνη την περίοδο βρίσκονταν όλοι στο Παρίσι). Ρώτησα αν τους άρεσε. Η μαμάκα έδειξε τον Τζούλι. “Έχουμε την άδεια του να μας αρέσει;”. Κι ύστερα η Ρένα είπε: “Τζούλι, πριν σε γνωρίσουμε, πάντα ξέραμε αν μας άρεσε μια ταινία ή όχι. Τώρα πρέπει ν’ αναρωτιόμαστε αν πρέπει να μας αρέσει”. Ο Τζούλι το δέχτηκε σιωπηλά. Έφερε τα χέρια του στο στόμα. Η Ρένα άρχισε να μιλάει. Της έκανα νόημα να σωπάσει. Πάντα μου άρεσε να κατασκοπεύω τον Τζούλι, όταν έγραφε ένα σενάριο. Όταν του ερχόταν μια ιδέα συνέβαινε πάντα το ίδιο. Τα χέρια του ανέβαιναν στο στόμα του… Λίγα ακόμα λεπτά σιωπής και μετά: “Έχω μια ιδέα για μια ταινία. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που προσπαθεί να κάνει τους άλλους να σκέπτονται όπως ο ίδιος”. Έκανε μια παύση. “Συνέχισε”, του είπα. Συνέχισε: “Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να μπει στο πιο ευτυχισμένο περιβάλλον κι όταν φεύγει καταφέρνει να κάνει τους πάντες δυστυχισμένους. Τα κάνει όλα θάλασσα. Γνωρίζει μια γυναίκα”. Με κοίταξε. “Είναι Ελληνίδα”. “Κι εκείνος Αμερικανός”, είπα εγώ. Ο Τζούλι έγνεψε καταφατικά. “Σωστά. Είναι Αμερικανός. Όπου κι αν πάει, προσπαθεί να επιβάλει τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Δεν είναι κακός άνθρωπος. Απλώς είναι επικίνδυνα αφελής. Είναι πρόσκοπος. Εκείνη.. Εκείνη είναι τόσο ευτυχισμένη που δεν μπορεί να το υποφέρει. Δεν νομίζει πως θα’ πρεπε να’ ναι ευτυχισμένη. Περίμενε ένα λεπτό”. Δεν χρειάστηκε να περιμένω. Ήξερα πως είχαμε την επόμενη ταινία μας και πως θα γυριζόταν στην Ελλάδα. Ξεσπάσαμε όλοι σε κραυγές ενθουσιασμού όταν είπε: “Η ιστορία διαδραματίζεται στο λιμάνι του Πειραιά».
Το πάρτι στις Κάννες που άφησε εποχή
«Από όλες τις χώρες που εκπροσωπήθηκαν στις Κάννες, η Ελλάδα ήταν η μόνη που δεν έδωσε επίσημη δεξίωση. Οι άνθρωποι της United Artists απογοητεύθηκαν: αυτές οι δεξιώσεις εξασφάλιζαν δημοσιότητα και φωτογραφίες στις εφημερίδες. Ο Τζούλι τους ρώτησε αν εξακολουθούν να πιστεύουν στην ταινία. Είπαν ναι. Τότε ο Τζούλι είπε: “Τότε δώστε μου χρήματα. Πολλά. Θα κάνουμε δική μας δεξίωση. Τίποτε το αλύγιστο και το επίσημο. Θα κάνουμε ένα πάρτι που όμοιο του δεν θα ‘χουν ξαναδεί οι Κάννες”… Και δώσαμε πάρτι. Θα μιλήσω με μετριοφροσύνη για την ταινία, για την ηθοποιία μου, για οτιδήποτε, αλλά όχι για εκείνο το πάρτι. Ήταν κάτι το μυθικό. Υπήρχαν εφτακόσιοι άνθρωποι και ξετρελάθηκαν. Ο Μόραλης είχε μεταμορφώσει την ψυχρή αίθουσα του “Ambassador” σε ελληνική ταβέρνα. Οι “ζωηροί”, που τους διορίσαμε “δημιουργούς κεφιού”, έσπαγαν ποτήρια και πιάτα α λα ελληνικά. Οι καλεσμένοι τους μιμήθηκαν. Το μέρος ήταν γεμάτο με σπασμένα γυαλιά, αλλά ο ήχος του μπουζουκιού, που δεν τον είχαν ξανακούσει ποτέ, τρέλανε τον κόσμο. Δεν είχε σημασία πως δεν ήξεραν τους ελληνικούς χορούς. Ιστορίες και φωτογραφίες του πάρτι δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες ολόκληρου του κόσμου. Η ταινία ξεκίνησε με κρότο».
Πώς έμαθε ότι κέρδισε το βραβείο στις Κάννες
«Ήμουν στο μπάνιο, όταν ο Τζούλι μου είπε: “Κέρδισες το βραβείο της καλύτερης ηθοποιού”. Προσπάθησα να σκουπίσω τα δάκρυα μου. Τα μάτια μου γέμισαν σαπούνι και το σαπούνι μου δάκρυα. Στάζοντας έτρεξα να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου. Η αντίδραση της: “Βλέπεις; Τέτοια κόρη έβγαλα”. Αυτή είναι η μαμά μου…»
Η αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας από τη χούντα
«Το ‘μαθα το πρωί από τον Daily Telegraph… Γέλασα, οργίστηκα. Αυτό ήταν απίθανος σαρκασμός. Μπορούν εμένα να μου πουν ότι δεν είμαι Ρωμιά; Έσκασα στα γέλια. Η ιθαγένεια κυλάει στις φλέβες μου από χιλιάδες χρόνια. Είναι κάτω από το κόκαλο μου, μέσα στο μεδούλι μου».
Τότε έκανε και την περίφημη δήλωση της στους ανταποκριτές των εφημερίδων: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας. Αν θέλει να με φτιάξει παρά τη θέληση μου “Ζαν ντ’ Αρκ” αυτό είναι δικαίωμα του. Επειδή η Ελλάδα είναι χώρα δικτατορίας, ο κ. Παττακός μπορεί να καθορίζει τέτοιους νόμους που του αρέσουν. Εγώ όμως νομίζω ότι αυτός ακριβώς είναι εκτός νόμου».
Το Υπουργείο Πολιτισμού
«Είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό να είσαι οκτώ χρόνια σ’ ένα υπουργείο. Κάθε μέρα έπρεπε ν’ ανοίγουμε τις πόρτες κι αυτό ήταν κάτι πολύ δύσκολο. Τίποτε δεν γίνεται χωρίς δουλειά, χωρίς υπομονή, επιμονή. Εγώ δεν φοβήθηκα ούτε φοβάμαι, δεν ντράπηκα να ζητήσω κάτι για την Ελλάδα. Δεν ντράπηκα να ζητιανέψω, να παρακαλέσω, να επιμείνω ζητώντας, ακόμα κι αν μ’ εξευτελίσουν την πρώτη φορά… Δεν είπα όμως ψέματα και δεν κορόιδεψα κανέναν, δούλεψα σκληρά αφήνοντας κομματάκια, κομματάκια κι από την ψυχή μου κι από την καρδιά μου κι από το σώμα μου. Ίσως για την πολιτική να θυσίασα κάποιους ρόλους, έδωσα όμως κάποια πράγματα για ολόκληρη την κοινωνία».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!