Μας εξομολογείται ότι δεν υπάρχουν συναισθήματα, όταν γράφει, και ότι τα συναισθήματα που εκφράζει είναι συναισθήματα των ηρώων του.
Έγραψε το τελευταίο του βιβλίο ενάντια στη λήθη κι αυτό γι’ αυτόν σημαίνει πολλά, διότι πιστεύει ότι κάθε βιβλίο που γράφεται με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν είναι μια μικρή νίκη ενάντια στη λήθη.
Είναι ένας καλλιεργημένος και σεμνός άνθρωπος, που τον χαρακτηρίζει η πίστη και η αφοσίωση στη λογοτεχνία. Τα βιβλία του αποκαλύπτουν τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο και δημιουργούν μια πνευματική ατμόσφαιρα στον αναγνώστη.
Θέλει να γράφει, διότι πιστεύει ότι πολλοί αληθινοί ήρωες έμειναν αφανείς. Η υπόθεση της γραφής για εκείνον εξαρτάται από βαθύτερες ανησυχίες, κι αυτό που τον επηρεάζει είναι μόνο πόσο δυνατά θα μιλήσουν οι ήρωες στην καρδιά του αναγνώστη. Γι’ αυτό και δημιουργεί μοναδικούς χαρακτήρες και περνά χρήσιμα μηνύματα για τη ζωή μέσα από τα βιβλία του.
Ο Γιάννης Γρηγοράκης διαθέτει μια κατακτημένη ισορροπία, μια ψύχραιμη ματιά αλλά και μια αίσθηση ευγένειας. Ακόμη και ο τρόπος που απαντά είναι μια πράξη δημιουργίας. Οι φράσεις του έχουν τη δύναμη του στοχασμού που προηγουμένως τις ζυγίζει και τις αποτιμά, καθώς η επιθυμία για γνώση είναι η πυξίδα στη δική του ζωή.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
«Ο Άνεμος κόπασε» είναι ο τίτλος του τελευταίου σας βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος», κύριε Γρηγοράκη, και πρόκειται για ένα βιβλίο, μέσα από τις σελίδες του οποίου ξεχύνονται εικόνες μοναδικά αποτυπωμένες, εικόνες που ζωντανεύουν ζοφερές θύμησες, εικόνες που προκαλούν πόνο, αποτροπιασμό, οργή, συγκίνηση. Θέλετε να μας αποκαλύψετε πώς ένας δικηγόρος τα καταφέρνει τόσο καλά με τη συγγραφή;
Δικηγόρος ή συγγραφέας στο επίκεντρο κάθε ενασχόλησης υπάρχει πάντα ο άνθρωπος και η δράση του, όλη αυτή η πλημμυρίδα των μεταμορφώσεων της ανθρώπινης φύσης. Επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά οι ίδιες αρχαίες συμπεριφορές με άλλα ρούχα. Μισαλλοδοξία, αλαζονεία, λατρεία της εξουσίας, πάθη που προκαλούν αλυσιδωτές αδικίες. Υπάρχει κρυμμένη βία παντού, υπάρχει λανθάνουσα περιφρόνηση. Στο σχολείο, στους χώρους εργασίας, στο σπίτι. Στους δρόμους η εμμονή στις διακρίσεις είναι εμφανής. Καταλήγεις να υπερασπίζεσαι το απλοϊκό και αυτονόητο δικαίωμα στην αξιοπρέπεια. Ο αγώνας για την επιβίωση γίνεται βάρβαρος, επειδή το ελάχιστο μερίδιο ευτυχίας που σου αναλογεί δεν αναγνωρίζεται. Γράφω για την ανθρώπινη περιπέτεια, ατομική ή συλλογική. Υπάρχει κοινός τόπος ανάμεσα στις δύο ενασχολήσεις μου.
Το βιβλίο σας συγκλονίζει τον αναγνώστη καθώς διαβάζει για τα δύσκολα βιώματα του Οδυσσέα Μπλάντ. Πόσοι τέτοιοι ήρωες έμειναν αφανείς; Ποια ήταν τα συναισθήματά σας, καθώς γράφατε το βιβλίο;
Δεν υπάρχουν συναισθήματα, όταν γράφω. Τα συναισθήματα που εκφράζω είναι συναισθήματα των ηρώων. Εννοείται ότι έγραψα αυτό το βιβλίο ορμώμενος από βαθύτερες ανησυχίες. Αναρωτιέμαι κι εγώ πόσοι αληθινοί ήρωες έμειναν αφανείς.
Σας ήταν εύκολο να συνδυάσετε ιστορία και μυθοπλασία μαζί;
Προηγήθηκε έρευνα και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ήταν εύκολο, αλλά συχνά η έρευνα δεν αρκεί. Είναι δύσκολο να συλλάβεις και να μεταφέρεις σε ένα μυθιστόρημα, έστω και στοιχειωδώς, το χάος που άφησε πίσω του αυτός ο αλόγιστος πόλεμος. Επιπλέον, είχα στη διάθεσή μου ένα τεράστιο υλικό που έπρεπε να οργανώσω, έχοντας στο μυαλό μου δύο συντρέχοντα σημεία ισορροπίας. Το ένα έχει να κάνει με τη σχέση Ιστορίας-μυθοπλασίας, το άλλο με την οικονομία της αφήγησης.
Η γραφή σας ρέει αβίαστα και είναι μεστή, λιτή και δωρική. Υπήρχε ωστόσο κάποιος χαρακτήρας της ιστορίας σας που να σας «ταλαιπώρησε» περισσότερο;
Ο κεντρικός χαρακτήρας είχε αρκετή δουλειά. Όσο ευαίσθητος είναι ο Οδυσσέας, άλλο τόσο είναι σκοτεινός και απρόβλεπτος. Η ζημιά έγινε στην παιδική ηλικία, όταν αρχίζει να χτίζεται ο άνθρωπος. Η μητέρα του πέθανε στη γέννα, ο πατέρας του είναι εξαφανισμένος, μεγαλώνει μόνος, εποχή εμφυλίου, μέχρι που έρχεται η θεία του, Σόφι Μπλαντ, από την Αγγλία και τον παίρνει μαζί της. Είναι στα δώδεκα, όταν συμβαίνει αυτό. Στοιχεία του χαρακτήρα του αναδεικνύονται μέσα από τις συνεδρίες που έχει με τον ψυχαναλυτή του τα επόμενα χρόνια.
Με τη χαρισματική σας πένα καταφέρνετε να δώσετε στον αναγνώστη μια σφαιρική εικόνα των επιπτώσεων της σφοδρότερης πολεμικής αναμέτρησης που γνώρισε η ανθρωπότητα, αυτής του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ξεκινώντας από την κατοχική Θεσσαλονίκη, τον δωσιλογισμό και τον εκτοπισμό των Εβραίων της πόλης στο Άουσβιτς. Θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας ιστορικό μυθιστόρημα;
Είναι ιστορικό μυθιστόρημα, κυρία Δούλη, αλλά έχει και έναν μανδύα αστυνομικού-ψυχολογικού αφηγήματος. Στο πρώτο κεφάλαιο του έργου ο Οδυσσέας Μπλαντ βρίσκεται νεκρός στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη με μια σφαίρα στο κεφάλι. Είναι η τελευταία νύχτα του αιώνα και ο κόσμος στους δρόμους γιορτάζει το μιλένιουμ, την είσοδο στην τρίτη χιλιετία. Στο σημείωμα που υπάρχει δίπλα στο νεκρό είναι γραμμένη η φράση «Ο άνεμος κόπασε». Η σύντροφός του, Εκάβη, αναγνωρίζει το πνεύμα του Μπλαντ, αλλά όχι τον γραφικό χαρακτήρα του. Ο γραφικός χαρακτήρας μοιάζει να είναι ενός γείτονά του που έχει διαγνωστεί, πριν από χρόνια, με σχιζοφρένεια. Την έρευνα για τον θάνατό του αναλαμβάνει ο αστυνόμος Χατζής. Έπειτα η αφήγηση γυρίζει στην αυγή της ζωής του. Ο πόλεμος και τα δεινά που επέφερε υπάρχουν στο φόντο της ζωής του, άλλοτε είναι η κάμερά του που καταγράφει την Ιστορία. Ο Μπλαντ είναι ένας μάρτυρας Ιστορίας, παράλληλα γυρίζει και ταινίες μεγάλου μήκους. Αφηγούμαι τη ζωή του από τη μήτρα μέχρι τον τάφο, και αφηγούμαι ταυτόχρονα την ιστορία του κόσμου στους τόπους που έζησε.
Ποια φράση του βιβλίου σας έχει χαραχτεί στην καρδιά σας;
Σημασία έχει να χαραχτεί κάτι στην καρδιά του αναγνώστη.
Ανακαλύψατε γράφοντας πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον εαυτό σας;
Συμβαίνει καμιά φορά να βάζεις στο στόμα ενός χαρακτήρα μια φράση που σηκώνει κουβέντα κι αναρωτιέσαι μετά για ποιο λόγο το έκανες. Κατά τη διάρκεια των διορθώσεων σταμάτησα δύο φορές σε μια συζήτηση που έχει ο Μπλαντ με τη σύντροφό του. Μιλούν για το ξυλόσπιτο ενός γερο-ψαρά από τη χήρα του οποίου το αγόρασε ο Μπλαντ, ο οποίος λέει ότι μετάνιωσε που πέταξε κάτι παλιοπράγματα που είχε στο ξυλόσπιτο ο γερο-ψαράς, και ότι θα ήταν καλύτερα να τα είχε θάψει. Αν και προβληματίστηκα, το άφησα ως είχε, σκεπτόμενος ότι ο εαυτός είναι μια αχαρτογράφητη ήπειρος. Είναι αλήθεια ότι μου είχε περάσει από το μυαλό ο Ουίτμαν, όταν σκιαγραφούσα τον γερο-ψαρά. Σίγουρα γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας διαμέσου της γραφής.
Κύριε Γρηγοράκη, θέλετε να μας πείτε από πού αντλήσατε την έμπνευσή σας για τη συναρπαστική ιστορία σας, και πόσο δύσκολο ήταν να σταχυολογήσετε τις απαραίτητες πληροφορίες, για να συνδυάσετε γεγονότα, τόπους και μυθοπλασία στην ιστορία σας;
Η έμπνευση σε αυτό το βιβλίο δεν έχει να κάνει με το θέμα καθαυτό, διότι ήξερα τι ήθελα να γράψω. Η σύνθεση ήταν το πρόβλημα αλλά και η δομή. Ήταν πολλά αυτά που ήθελα να θίξω. Πήρε κάποιο χρόνο αυτή η ιστορία. Τελικά επινόησα μια συνάντηση του κινηματογραφιστή Οδυσσέα Μπλαντ με τον σκηνοθέτη Αλέν Ρενέ, όπου ο Μπλαντ του παίρνει συνέντευξη για δύο ταινίες που είχε γυρίσει ο Ρενέ εκείνα τα χρόνια, και είχε εισπράξει εγκωμιαστικά σχόλια. Η μία ήταν μικρού μήκους και είχε ως θέμα το Άουσβιτς και τις θηριωδίες του ναζισμού, η άλλη ήταν το Χιροσίμα αγάπη μου, για την οποία βραβεύτηκε στο φεστιβάλ των Καννών. Χρειάστηκε έρευνα και σ’ αυτό το πεδίο, αλλά νομίζω ότι ήταν μια γόνιμη ιδέα να συνδέσω κινηματογράφο και Ιστορία, πέραν του ότι έδωσε λύσεις στο πρόβλημα που είχα.
Στο βιβλίο σας οι χαρακτήρες ψυχογραφούνται σε βάθος, και αυτό γίνεται κυρίως μέσα από τις σκέψεις, τα λόγια και τις πράξεις τους. Πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να καταφέρει να παρουσιάσει ρεαλιστικά και πειστικά ήρωες με διαφορετικά βιώματα, διαφορετική ηλικία ή ιδιότητα από τον ίδιο; Με ποιο κριτήριο διαμορφώνετε τα προφίλ των ηρώων σας;
Οι χαρακτήρες είναι κοινοί άνθρωποι. Σε εποχές ειρήνης απολάμβαναν μια ζωή σχετικά ανέμελη. Στον πόλεμο όμως γίνεσαι άλλος. Ισχύει για τον καθένα αυτό. Με κριτήριο την εποχή διαμορφώθηκαν τα προφίλ των ηρώων. Αν είναι ρεαλιστικοί και πειστικοί, έτσι όπως μεταλλάχθηκαν από τις συνθήκες πολέμου, είναι ένα ερώτημα η απάντηση του οποίου εκκρεμεί.
Πώς νιώσατε, όταν γράφατε τις τελευταίες λέξεις στο βιβλίο σας, ολοκληρώνοντας μια ιστορία, όπως εκείνες τις δεκάδες ανθρώπινες ιστορίες που έγιναν γνωστές; Λυτρωθήκατε;
Λύτρωση δεν θα το έλεγα, κυρία Δούλη. Μια γλυκιά, ήρεμη ικανοποίηση ένιωσα, ανάλογη εκείνης που νιώθει κανείς στο τέλος μιας κοπιαστικής εργασίας.
Τι σημαίνει αυτό το βιβλίο για εσάς;
Έγραψα ενάντια στη λήθη κι αυτό κάτι σημαίνει. Νομίζω ότι κάθε βιβλίο που γράφεται με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν, είναι μια μικρή νίκη ενάντια στη λήθη.
«Η μνήμη όπου την αγγίζεις πονεί», όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης, ή η ιστορία επαναλαμβάνεται, όταν οι λαοί ξεχνούν το παρελθόν τους. Η δική σας ζυγαριά προς τα πού γέρνει;
Ανατρέχοντας στο παρελθόν και αναζητώντας τις αιτίες των πραγμάτων ασκείς τη μνήμη σου. Γερνάς πιο ισορροπημένος, ασκώντας τη μνήμη σου.
Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας το ρητό ή η φράση που σας χαρακτηρίζει, κύριε Γρηγοράκη;
Αναλογιζόμενος την ταχύτητα που αξιώνει η σύγχρονη εποχή, αλλά και τη βία που υποκρύπτει αυτή η καθημερινή αξίωση, θα πρότεινα να μοιραστούμε το «σπεύδε βραδέως».
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Γιάννης Γρηγοράκης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε νομικά και για περισσότερο από τριάντα χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου.
Από τις εκδόσεις «Κέδρος» κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του: Ο διαβήτης του Πλάτωνα (2009), Μαύρη πέτρα (2011), Η καταιγίδα έρχεται, συνέχισε να τρέχεις (2012), Τέταρτος Κόσμος (2013), Κόκκινο και γυμνό (2015) και Αληθινοί και ονειροπόλοι (2018).
Άλλα έργα του είναι: Η μητρόπολη του χάους (1998), Η συνωμοσία των αγγέλων (2001) και Καφέ Προκόπ (2004).
«Ο άνεμος κόπασε» είναι το δέκατο μυθιστόρημά του και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος».
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ στις 17 Μαρτίου 2023.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!