Εδώ παραθέτουμε την Α΄ περίοδο του πολέμου (28η Οκτωβρίου — 13 Νοεμβρίου 1940) και τη Β΄ περίοδο (14 Νοεμβρίου 1940 — 8 Δεκεμβρίου 1940),
απ’ το εμπεριστατωμένο και ιστορικά τεκμηριωμένο βιβλίο με τίτλο «ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940 ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ»
Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΛΑ – π.Αντιπροέδρου της Βουλής των Ελλήνων
Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ — 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1940
Η πρώτη περίοδος του πολέμου περιλαμβάνει την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης στην Ήπειρο, την επακόλουθη απόκρουσή της από τις ελληνικές δυνάμεις και, τέλος, τη δημιουργία συνθηκών για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας από τον ελληνικό στρατό.
Μισή ώρα πριν εκπνεύσει το ιταλικό τελεσίγραφο, στις 05:30 της 28ης Οκτωβρίου, τα ιταλικά τμήματα προέλασαν σε όλο το μέτωπο της Ηπείρου. Σύμφωνα με το σχέδιο και τις διαταγές της VIII Μεραρχίας, τις δύο πρώτες ημέρες τα τμήματα προκαλύψεως επιβράδυναν τον εχθρό και άρχισαν να συμπτύσσονται προς τις προκαθορισμένες θέσεις τους εντός της τοποθεσίας Ελαία – Καλαμάς. Από τις 30 Οκτωβρίου έως την 1η Νοεμβρίου οι Ιταλοί προώθησαν τον όγκο των δυνάμεών τους εγγύτερα της τοποθεσίας και ασχολήθηκαν εντατικά με την προπαρασκευή της γενικής επίθεσης.
Στις 2 Νοεμβρίου, μετά από ανηλεή αεροπορικό βομβαρδισμό και έντονη προπαρασκευή πυροβολικού, τμήματα της Μεραρχίας «Φερράρα», ενισχυμένα με τεθωρακισμένα άρματα, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να διασπάσουν την τοποθεσία της Ελαίας. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κατάφεραν να καταλάβουν το ύψωμα Γκραμπάλα, αλλά το πρωί της επομένης εκδιώχτηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις. Το μεσημέρι της 3ης Νοεμβρίου απόσπασμα 50-60 αρμάτων και 80 μοτοσικλετιστών αναχαιτίστηκε από τα εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού, με αποτέλεσμα την καταστροφή των περισσοτέρων αρμάτων.
Παρά τις συνεχόμενες επιθέσεις των Ιταλών, η τοποθεσία παρέμενε ανέπαφη. Παράλληλα, στην παραλιακή ζώνη της Ηπείρου οι Ιταλοί κατάφεραν, στις 6 Νοεμβρίου, να καταλάβουν την Ηγουμενίτσα, απωθώντας τις εκεί ασθενείς ελληνικές δυνάμεις.
Ωστόσο, δεν εκμεταλλεύτηκαν την επιτυχία τους λόγω της μη διάσπασης της τοποθεσίας Ελαίας και ανέκοψαν την προώθηση τους στο χωριό Μαργαρίτι. Στον τομέα της Πίνδου, η 3η Μεραρχία «Τζούλια», με την υποστήριξη πυροβολικού, κατόρθωσε από την πρώτη ημέρα να ανατρέψει τις κατά πολύ ασθενέστερες δυνάμεις του Αποσπάσματος Πίνδου. Παρά την σθεναρή αντίσταση, τα αμυνόμενα ελληνικά τμήματα αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν. Ενδεχόμενη κατάρρευση της άμυνας στην Πίνδο θα προκαλούσε ρήγμα στον κορμό των ελληνικών δυνάμεων της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας. Μπροστά σε αυτή τη δυσμενή εξέλιξη, το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο ανέθεσε στο Β’ Σώμα Στρατού να σταθεροποιήσει το μέτωπο.
Την 1η Νοεμβρίου εκδηλώθηκε η πρώτη ελληνική αντεπίθεση, με την Μεραρχία να προσβάλει το αριστερό πλευρό της Μεραρχίας «Τζούλια» και την Ταξιαρχία Πεζικού να καταλαμβάνει τη διάβαση της Αρένας στον Γράμμο. Στη φάση αυτή σκοτώθηκε και ο πρώτος μόνιμος Έλληνας αξιωματικός, ο Δωδεκανήσιος υπολοχαγός πεζικού Αλέξανδρος Διάκος, επικεφαλής λόχου του Μικτού Αποσπάσματος Πίνδου για την κατάληψη του υψώματος Τσούκα, τον οποίο ακολούθησε στον δρόμο της αθανασίας ο έφεδρος υπολοχαγός Ελευθέριος Ντάσκας.
Η Μεραρχία «Τζούλια» συνέχισε την προέλαση της προς νότον και στις 3 Νοεμβρίου κατέλαβε τη Βωβούσα Ανατ. Ζαγορίου, αλλά αντιμετώπιζε σοβαρές ελλείψεις στον ανεφοδιασμό της.
Εν τω μεταξύ η Ι Μεραρχία είχε ανακαταλάβει το χωριό Φούρκα Κονίτσης και το ύψωμα Ταμπούρι αποκόπτοντας τα ιταλικά τμήματα, που απειλούσαν τις ελληνικές γραμμές. Παράλληλα, η Ταξιαρχία Ιππικού και η Μεραρχία Ιππικού ανακατέλαβαν τη Σαμαρίνα και τη Βωβούσα, αντίστοιχα. Ο κλοιός άρχισε να περισφίγγεται γύρω από τους Ιταλούς της «Τζούλια», αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν τα προωθημένα ερείσματά τους.
Η επιτυχής απόκρουση της ιταλικής επίθεσης από την VIII Μεραρχία και η διάλυση της ιταλικής Μεραρχίας προκάλεσαν, στις 8 Νοεμβρίου, την αναστολή των επιχειρήσεων και την αντικατάσταση του στρατηγού Πράσκα από τον στρατηγό Σοντού. Έως τις 13 Νοεμβρίου είχε ολοκληρωθεί η ανακατάληψη των ορεινών όγκων του Σμόλικα και του Γράμμου από τις ελληνικές δυνάμεις.
Στη Βορειοδυτική Μακεδονία οι IX και XV (πρώην IV Ταξιαρχία Πεζικού) Μεραρχίες ανέλαβαν επιθετική πρωτοβουλία σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Στρατηγείου και απώθησαν τους Ιταλούς πίσω από τη δυτική όχθη του ποταμού Δεβόλη Κορυτσάς. Στη συνέχεια ανέστειλαν τις επιθετικές ενέργειές τους, προκειμένου να προετοιμαστούν για τις επικείμενες επιχειρήσεις κατά του Μοράβα και της Κορυτσάς.
Οι ελληνικές απώλειες από την έναρξη των επιχειρήσεων έως τη σταθεροποίηση του μετώπου ανήλθαν σε 548 νεκρούς αξιωματικούς και οπλίτες. Την περίοδο αυτή οι νεκροί μας ετάφησαν εντός του ελληνικού εδάφους, σε οργανωμένα νεκροταφεία.
Β΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, 14 Νοεμβρίου 1940 – 8 Δεκεμβρίου 1940
Μετά την αναχαίτιση της ιταλικής επίθεσης, το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο άρχισε να μελετά την ανάληψη ευρείας κλίμακας επιθετικών επιχειρήσεων, με σκοπό την απώθηση του εισβολέα πέρα από τα σύνορα και την κατάληψη του ορεινού όγκου του Μοράβα και του κόμβου συγκοινωνιών της Κορυτσάς. Για τον λόγο αυτό είχε, έως τις 13 Νοεμβρίου, συγκεντρώσει στο μέτωπο 11 μεραρχίες Πεζικού, 1 μεραρχία Ιππικού, 2 ταξιαρχίες Πεζικού και 1 ταξιαρχία Ιππικού, συνολικής δύναμης περίπου 232.000 ανδρών.
Οι δυνάμεις κατανεμήθηκαν στο Α’ Σώμα Στρατού για την Ήπειρο και στο ΤΣΔΜ (Β’ και Γ’ Σώματα Στρατού) για την Πίνδο και τη Βορειοδυτική Μακεδονία. Οι Ιταλοί στην Πίνδο και τη Βορειοδυτική Μακεδονία αντέταξαν την 9η Στρατιά και στην Ήπειρο την 11η Στρατιά. Η συνολική δύναμη της Ομάδας Στρατιών υπό τον στρατηγό Σοντού ανερχόταν σε περίπου 240-250.000 άνδρες.
Στο διάστημα από τις 14 μέχρι τις 30 Νοεμβρίου το Α’ Σώμα Στρατού κατόρθωσε να απωθήσει τον εχθρό πέρα από τα σύνορα, να αποκαταστήσει την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους και να αρχίσει την καταδίωξη του μέσα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος. Το Β’ Σώμα Στρατού έθεσε υπό τον έλεγχό του την εγκάρσια αμαξιτή οδό Λεσκοβίκι – Ερσέκα – Κορυτσά και απωθώντας τους Ιταλούς απελευθέρωσε την Κορυτσά στις 22 Νοεμβρίου, την Ερσέκα και το Λεσκοβίκι την επομένη.
Η προέλαση του ελληνικού στρατού μέσα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος συνεχίστηκε και, διαδοχικά, οι ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου πλημμύριζαν με τις γαλανόλευκες. Στις 3 Δεκεμβρίου απελευθερώθηκε η Πρεμετή, στις 6 Δεκεμβρίου οι Άγιοι Σαράντα, το Δέλβινο, η Δερβιτσάνη και το Φράσερι και στις 8 Δεκεμβρίου το Αργυρόκαστρο, ενώ οι Ιταλοί υποχωρούσαν προβάλλοντας, ωστόσο, σθεναρή αντίσταση. Από την έναρξη της ελληνικής αντεπίθεσης ο μεγαλύτερος αντίπαλος των δύο πλευρών ήταν το δριμύ ψύχος και οι πυκνές χιονοπτώσεις, που προκαλούσαν αθρόες παγοπληξίες αλλά και θανάτους.
Οι αλλεπάλληλες επιτυχίες του ελληνικού στρατού δημιούργησαν κρίση στην ιταλική ανώτατη ηγεσία, με αποτέλεσμα στις 29 Δεκεμβρίου 1940 η αρχιστρατηγία των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία να ανατεθεί στον στρατηγό Καβαλλέρο. Παράλληλα, μέχρι τις αρχές του Ιανουαρίου 1941 έφτασαν στην Αλβανία πέντε
ακόμη μεραρχίες. Οι ελληνικές απώλειες της περιόδου αυτής ανήλθαν σε 1.558 νεκρούς, αξιωματικούς και οπλίτες. Στο σύνολό τους οι νεκροί ενταφιάστηκαν στο ελληνικό έδαφος, εκ των οποίων μικρός αριθμός ετάφη σε πρόχειρα στρατιωτικά νεκροταφεία, που δημιουργούνταν σε χώρους πλησίον των πεδίων των μαχών.
Οι βαριά τραυματισμένοι, που άφηναν την τελευταία τους πνοή στα νοσοκομεία, θάπτονταν στα παρακείμενα νεκροταφεία. Αντίθετα, ο εχθρός κάτω από την πολεμική κραυγή «αέρα» των Ελλήνων στρατιωτών αποδεκατιζόταν εγκαταλείποντας στις χαράδρες, τα μονοπάτια και τις κορυφές των βουνών άταφα τα σώματα των νεκρών του.
Το τραγικό και θλιβερό θέαμα των άταφων Ιταλών αποτέλεσε θέμα ιδιαίτερου δημοτικού τραγουδιού, που στην παρακάτω παραλλαγή του καταγράφηκε το
1955 από το στόμα του λαού στα Γρεβενά:
Τ’ έχεις, βρε μαύρε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα για αίμα δίψασες, μήνα για μαύρα λέσια (πτώματα);
Έβγα ν-απάν’ στο Ελμπασάν, Μοράβα, Τεπελένι, να δεις κορμιά ελληνικά θαμμέν’ αράδ’ αράδα.
Έβγα ψηλά στο Σμόλικα, απάν’ στη Σαμαρίνα, να δεις κορμιά ιταλικά, γέμισαν οι χαράδρες.
(Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Εκλογή, τόμ. Α’, εν Αθήναις 1962, σ.179, αρ. νβ’, έκδ. Λαογραφικού Αρχείου Ακαδημίας Αθηνών, αρ. 7).
Ο ανώνυμος ποιητής του τραγουδιού έχοντας άμεση αίσθηση των ηρωικών γεγονότων επιτυγχάνει με το μοτίβο του κόρακα, θέμα πολύ γνωστό στα κλέφτικα και στα ιστορικά τραγούδια, να διεγείρει τη φαντασία του ακροατή, ώστε να αισθανθεί αυτός στην ψυχή του τη φοβερή τραγωδία των μαχών που έγιναν.