Ἤδη ἀπό τόν 4ο μ.Χ. αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁρίζει τήν ἁμαρτία ὡς «Θεοῦ ἀλλοτρίωσιν» καί «τό κακόν τό πρῶτον». Ὁ ἄλλος μεγάλος Γρηγόριος Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁρίζει ὡς ἁμαρτωλούς «τούς μή κατά τό Εὐαγγέλιον πολιτευομένους» καί θεωρεῖ τήν ἁμαρτία ὡς κακό μεγαλύτερο ἀπό τό θάνατο: «… πλήν γάρ τῆς ἁμαρτίας οὐδέν τῶν ἐν βίῳ τούτῳ κακόν ὄντως, εἰ καί κακώσεως πρόξενον, οὐδ’ αὐτός ὁ θάνατος».
Ἰδιαιτέρως ἡ ἁμαρτία συνδέεται ἀπό τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν παρακοή. Ὅπως χαρακτηριστικά γράφει, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «… Ὁ δέ παρακούων τοῦ Θεοῦ καί ποιῶν τήν ἁμαρτίαν καί ἀνεπιστρόφως αὐτῆς ἀντεχόμενος δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας καί οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἐκ τοῦ πονηροῦ, ἥν ἔλαβεν ἐκ Θεοῦ φύσιν μεταπλάττων τῇ κακῇ προαιρέσει καί τῷ πατρί τῆς ἀπωλείας ἐξομοιῶν. Διό καί πρός τούς Ἰουδαίους ἔλεγεν αὐτοῦ θέλετε ποιεῖν».
Ἡ ἁμαρτία καί ἡ παρακοή εἰσήγαγαν στή ζωή τῆς ἀνθρωπότητας τό θάνατο. Ὁ Θεός δέν ἔφτιαξε τό θάνατο, διότι δέν ἔφτιαξε τήν ἁμαρτία. «Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς [ὁ Ἀδάμ], τοσοῦτον προσήγγιζε τῷ θάνατῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ ζωῆς θάνατος. Ὥστε ἑαυτῷ τόν θάνατον ὁ Ἀδάμ διά τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε, κατά τό γεγραμμένον• “Οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό σοῦ ἀπολοῦνται”. Οὕτως οὐχί Θεός ἔκτισε θάνατον, ἀλλ’ ἡμεῖς ἑαυτοῖς ἐκ πονηρᾶς γνώμης ἐπεσπασάμεθα».
Ἡ ἁμαρτία, τό κακό, δέν ὑπῆρχαν στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Εἰσῆλθαν μετά τήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων καί τή μετάληψη ἀπό τόν καρπό τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου, καθώς ὁ Θεός τούς είχε προειδοποιήσει: «ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. 2, 17). Γι’ αὐτό καί τό δένδρο αὐτό ὀνομάστηκε δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καθώς τότε γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ὁ ἄνθρωπος γνώρισε καί τό κακό, ἐνῶ μέχρι τότε γνώριζε μόνο τό καλό, ἀφοῦ ὑπήκουε στό Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι τό ἀπόλυτο ἀγαθό καί ἡ πηγή τοῦ κάθε καλοῦ.
Μαζί μέ τήν ἁμαρτία εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο καί ἡ αἰσχύνη μαζί μέ τό φόβο, ἀφοῦ μέχρι τότε «ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδάμ καί ἡ γυνή αὐτοῦ, καί οὐκ ᾐσχύνοντο» (Γεν. 2, 25), Ὁ Ἀδάμ μετά την παρακοή θά πεῖ στό Θεό ὅτι Τόν φοβᾶται καί Τόν ντρέπεται: «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καί ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι, καί ἐκρύβην» (Γεν. 3, 10).
Ἡ ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ἐπέφερε τό χωρισμό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό καί τή διάσταση ἀπ’ Αὐτόν. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τή θεία καί ἀγγελική κατάσταση τῆς ἀναμαρτησίας πού εἶχε μέχρι τότε: «Τό μηδέ ἁμαρτεῖν ἐστι Θεοῦ καὶ τῆς πρώτης ἀσυνθέτου φύσεως• ἁπλότης γάρ εἰρηναία καί ἀστασίαστος• θαρρῶ δέ εἰπεῖν, ὅτι καί τῆς ἀγγελικῆς, ἤ ὅτι ἐγγυτάτῳ τούτου, διά τήν πρός τόν Θεόν ἐγγύτητα• τό δὲ ἁμαρτάνειν ἀνθρώπινον, καί τῆς κάτω συνθέσεως• σύνθεσις γάρ, ἀρχή διαστάσεως». Ἡ ἁμαρτία δέν ἦταν κάτι πού ὑπάρχει στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου: «Ἁμαρτία ἐστί τοῦ καλοῦ παρεκτροπή, ὃ μή φύσις καί νόμος χαρίζεται».
Μετά τήν πτώση του, ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἔρημος, χωρίς Θεό. Ἡ ὕπαρξή του διασπάστηκε, κατακομματιάστηκε. Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας τόν ὁδήγησε στό νά προσπαθήσει νά βρεῖ κάποια στηρίγματα, κάποια ὑποκατάστατα ψεύτικα, προσωρινά, προκειμένου νά σταθεῖ στά πόδια του καί νά ἐπιβιώσει.
Τό πρῶτο ἀπό αὐτά τά στηρίγματα, πού τό εἶχε πρόχειρο, χειροπιαστό, ἦταν ἡ σαρκική ἡδονή. Ὅσο ζοῦσε στόν παράδεισο δέν εἶχε ἀνάγκη τροφῆς οὔτε ἄλλης σαρκικῆς ἀπόλαυσης, γιατί ὁ Θεός ἦταν ἡ τροφή καί ἡ ἀπόλαυσή του, ἡ μέθη καί ἡ χαρά του, ὁ ἄρτος, ἡ βρώση καί ἡ πόση του. Οἱ ἀπολαύσεις πού τοῦ χάριζε ὁ Θεός ἦταν ἡ συμμετοχή στή ζωή Του, στήν ἀγάπη Του, στήν αἰώνια μακαριότητα.
Μετά τήν πτώση, ὅμως, ἐπειδή ἔχασε τήν ἀπόλαυση τοῦ Θεοῦ, καταφεύγει στήν ἡδονή, μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ξεπεράσει γιά λίγες στιγμές τό θάνατο πού τόν κυνηγᾶ, καί νά ζήσει, ὄχι, ὅμως, πραγματικά, ἀλλά προσωρινά. Νά πάρει μία παράταση ζωῆς θά μπορούσαμε νά ποῦμε.
Ἡ ἡδονή τοῦ δίνει τήν αἴσθηση ὅτι ζεῖ. Ἡ αἴσθηση αὐτή, ὅμως, διαρκεῖ, ὅσο διαρκεῖ ἡ ἡδονή. Μετά τήν ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς μένει στόν ἄνθρωπο ἕνα κενό, στό ὁποῖο κυριαρχεῖ ἡ ὀδύνη. Ἡ ψυχή του μένει ἀνικανοποίητη, δέν ἄλλαξε κάτι γι’ αὐτόν, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ δέ μπορεῖ νά γεμίσει. Καί ὅσο περισσότερο καταφεύγει στήν ἡδονή γιά νά καλύψει τό κενό τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος καί νά πάρει μία παράταση ζωῆς, τόσο μεγαλώνει ἡ κόλασή του, ἡ θλίψη του, ἡ ὀδύνη του, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ.
Το δεύτερο ὑποκατάστατο μέ τό ὁποῖο προσπάθησε ὁ ἄνθρωπος νά ἀναπληρώσει τό Θεό, γιά νά ἐπιβιώσει ἦταν τα κτίσματα. Δέν τόν εὐφραίνει πλέον ὁ Θεός, ψάχνει κάποιο κτίσμα ή κτῆμα, κάποιο ἀπόκτημα, κάτι ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, για να νιώσει μία προσωρινή ἀσφάλεια. Αὐτό τό «κάτι» μπορεῖ νά εἶναι κάτι πολύ χρήσιμο γιά τήν ἐπιβίωσή του, ὅπως μία κατοικία, ἕνα ἐργαλεῖο, ἕνα χρήσιμο ἀντικείμενο, ἤ κάτι ἄλλο πού ἁπλά τοῦ ἀρέσει, ὅπως ἕνα καλλιτεχνικό δημιούργημα, μία ὄμορφη ἔκταση γῆς, κάτι ὡραῖο καί ὄμορφο.
Τέλος, τό τρίτο πρᾶγμα μέ τό ὁποῖο προσπάθησε ὁ ἄνθρωπος νά ἀντικαταστήσει τό Θεό ἦταν ἡ λογική του, ὁ τρόπος σκέψης του. Ὅσο βρισκόταν σέ μία σχέση κοινωνίας καί συνεχοῦς ἐπικοινωνίας μέ τό Θεό, δέ χρειαζόταν νά μεριμνήσει γιά τίποτε. Ὁ Θεός τοῦ ἔδινε τά πάντα, πρίν ἀκόμη τά ζητήσει.
Ἡ φύση, τά ζῶα, πού εἶχαν πλαστεῖ γιά αὐτόν, τόν ἄκουγαν, τόν ἀναγνώριζαν ὡς κυριάρχό τους. Ὅταν, ὅμως, ἡ σχέση του μέ τό Θεό κλονίστηκε, πλέον ὁ θάνατος τόν φοβίζει, ἡ φύση δέν τόν ἀναγνωρίζει ὡς κύριό της, τά ζῶα δέν τόν ἀκοῦνε, ἐπειδή κι’ αὐτός δέν ἄκουσε τό Θεό, τά θηρία ὁρμοῦν νά τόν κατασπαράξουν.
Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται μόνος, ἀνυπεράσπιστος, καί γιά νά ἀντιμετωπίσει τό φόβο καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, τούς κινδύνους πού αἰσθάνεται ὅτι τόν ἀπειλοῦν, καταφεύγει ὄχι στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στή λογική του. Σκέπτεται, ἀντί να προσεύχεται, «τά βάζει κάτω», ὅπως λέμε, καί λέει, ἄν κάνω αὐτό ἤ τό ἄλλο, θά ἔχω αὐτές τίς συνέπειες, καί ἔτσι τά πάντα τά περνᾶ ἀπό μία λογική, ἀπό μία διανοητική ἐπεξεργασία.
Ἐάν παρατηρήσουμε σήμερα τήν ἀνθρώπινη ζωή, θά δοῦμε ὅτι στηρίζεται στά τρία αὐτά ὑποκατάστατα.
Ἐπιθυμία γιά ἡδονές, κτήσεις καί πλούτη, καί θεοποίηση τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας κυριαρχοῦν στό σύγχρονο πολιτισμό μας. Ὅλοι μιλοῦν γιά τήν οἰκονομική κρίση, ἀλλά μόνον ἡ Ἐκκλησία γιά τήν πνευματική κρίση. Μέ ἄλλα λόγια ὁ κόσμος, παρότι βρίσκεται 2024 χρόνια μετά Χριστόν, ζεῖ μέσα στίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, σέ μία ζωή ἁμαρτητική, μεταπτωτική, φθοροποιό, βρίσκεται διαρκῶς σέ μία τροχιά θανάτου.
Δέ μαρτυροῦν αὐτό καί οἱ συνεχεῖς πόλεμοι, πού μέχρι αὐτή τήν ὥρα πού γράφονται αὐτές οἱ γραμμές μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα; «Πόθεν πόλεμοι καί μάχαι ἐν ὑμίν; οὐκ ἐντεῦθεν ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν; Ἐπιθυμεῖτε, καί οὐκ ἔχετε• φονεύετε καί ζηλοῦτε, καί οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν• μάχεσθε καί πολεμεῖτε, καί οὐκ ἔχετε, διά τό μή αἰτεῖσθαι ὑμᾶς• αἰτεῖτε καί οὐ λαμβάνετε, διότι, κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσετε» λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος (4, 1-3).
Σέ αὐτή τήν κατάσταση χωρισμοῦ ἀπό τό Θεό καί συνεχοῦς ροπῆς πρός τήν ἁμαρτία ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσφέρει ὡς ἀντίδοτο τόν Χριστό. Ὁ Χριστός κατέλυσε «τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ». Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὁ φραγμός εἶναι ἡ ἁμαρτία. «Αὕτη γάρ ἡμᾶς ἐχθρούς Θεοῦ κατέστησεν». Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ἀγωνίζεται νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά τά τρία ὑποκατάστατα τῆς θείας ζωῆς, προκειμένου νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας καί νά ἀποκαταστήσει μία πραγματική, μόνιμη κοινωνία μέ τό Θεό.
Πῶς γίνεται αὐτό; Πολεμώντας α) τίς ἡδονές μέ τήν ἐγκράτεια, β) τή φιλοκτημοσύνη μέ τήν ἐλεημοσύνη, τή λιτότητα καί τή μή προσκόλληση στά ὑλικά ἀγαθά, καί γ) τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἀνθρώπινη λογική μέ τήν ὑπακοή πού κάνει στήν Ἐκκλησία, χάρη στήν ὁποία βγαίνει ἀπό τήν λογική τοῦ κόσμου αὐτοῦ καί μπαίνει στη λογική τοῦ Θεοῦ. Ἀγωνιζόμενος νά ἀποκτήσει αὐτές τίς τρεῖς ἀρετές, μπορεῖ νά φτάσει σέ μία κατάσταση ἀναμαρτησίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι κάτι ἀδύνατο, ἀλλά ἕνας στόχος πρός τόν ὁποῖο πρέπει ὅλοι μας νά τείνουμε.
Ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπό τήν ἁμαρτία γίνεται σέ τρία ἐπίπεδα: Τῶν ἔργων, τῶν λόγων καί τῶν λογισμῶν: «τριττόν μέν τό ἁμαρτητικόν μέρος τῆς ψυχῆς, ἐν ἔργοις καί λόγοις καί λογισμοῖς εὑρισκόμενον». Μέ τόν ἀγώνα του ὁ ἄνθρωπος καθαρίζει τίς πέντε αἰσθήσεις του καί ταυτόχρονα ἀγωνίζεται νά μή σφάλλει καί στούς λόγους του: «Ἐξαδικόν [=ἑξαπλάσιο] δέ, τό ἀναμαρτησίας καλόν. Ἀπταίστους γάρ τάς πέντε αἰσθήσεις καί τόν προφορικόν συντηρεῖν δεῖ λόγον. Ἐν οἷς ὁ μή πταίων, ἀνήρ φησι τέλειος, δυνατός χαλιναγωγῆσαι καί τά μέλη τοῦ σώματος». Μέ τίς τρεῖς παραπάνω ἀρχές πού τοῦ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία ἀπαλλάσσεται ἀπό τά τρία ψεύτικα στηρίγματα πού τόν ἐμποδίζουν νά κοινωνήσει ἀπευθείας μέ τό Θεό καί μπαίνει στήν κατάσταση πού βρισκόταν ὁ Ἀδάμ πρίν διωχθεῖ ἀπό τόν παράδεισο.
Συγκεκριμένα, μέ τήν ἐγκράτεια, τή σωφροσύνη, τή νηστεία, τήν ἀποχή ἀπό αὐτά πού εὐχαριστοῦν τή σάρκα, μόνη ἡδονή καί εὐφροσύνη του γίνεται πλέον ὁ Θεός. Ἀντί νά λαμβάνει μία προσωρινή «παράταση τῆς ζωῆς», εἰσέρχεται στήν ἀληθινή ζωή, στήν πραγματική ἀπόλαυση, στήν ἀπόλαυση τοῦ Θεοῦ.
Μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τή λιτότητα ἀπαλλάσσεται ἀπό τά δεσμά τῆς κτήσεως ὑλικῶν πραγμάτων καί ἀνταλλάσσει τά φθαρτά μέ τά ἄφθαρτα: «Ἄν οὖν ἐνταῦθα τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ διά τῶν ἔργων ὁμοιώσῃς λήψῃ, τῷ φωτί τῆς τοῦ Ὑψίστου δόξης περιλαμπόμενος καί συνδιαιωνίζων ἐκείνοις, μεθ’ ὧν ἔσται Χριστός ὁ Θεός ἐν μέσῳ θεῶν, διαδούς τάς ἀξίας τῆς ἀϊδίου μακαριότητος». Ὅταν μάλιστα ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλαγεῖ τελείως ἀπό ὅλα τά ὑλικά, ὅπως π.χ. οἱ πατέρες πού ζοῦσαν στήν ἔρημο, τότε ὁ Θεός γίνεται γιά αὐτόν καί τροφή καί ἔνδυμα καί φῶς, τά πάντα.
Τέλος ἡ ὑπακοή σπάζει τά δεσμά τῆς λογικῆς, ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό δικό του ἁμαρτωλό καί ἐμπαθές θέλημα καί τόν εἰσάγει στό ρεῦμα τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό τό λόγο οἱ πατέρες τονίζουν τήν ἀναγκαιότητα τοῦ πνευματικοῦ πατρός καί τῆς ὑπακοῆς σ’ αὐτόν: «Σπεύσεις δέ διά παντός τοῦ βίου πνευματικόν πατέρα ἔχειν, καί ἐξαγγέλλειν αὐτῷ πᾶν ἁμάρτημα, καί πάντα λογισμόν, καί λαμβάνειν παρ’ αὐτοῦ τήν ἰατρείαν καί τήν ἄφεσιν• αὐτοῖς γάρ ἐδόθη λύειν καί δεσμεῖν ψυχάς…», τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Κάθε συνάντηση μέ τόν Γέροντα εἶναι μία προφητική, μία ἀποκαλυπτική συνάντηση, ὅπως πήγαινε ὁ λαός στούς Προφῆτες καί μάθαινε αὐτά πού θά γίνουν στό μέλλον, τί πρέπει νά κάνει, γιά νά εἶναι σύμφωνος μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄλλη ἐνέργεια εἶναι ἐγωκεντρική κίνηση πού ἀφορᾶ στό ἀρρωστημένο ἐγώ καί ὄχι στό σύ τῆς φιλανθρωπίας καί φιλαδελφίας. Ἐξάλλου ἡ ὄψη τοῦ προσώπου καθρεφτίζει τόν κόσμο τῆς ψυχῆς.
Μέ βάση, λοιπόν, αὐτόν τόν τριπλό ἀγώνα ὁ ἄνθρωπος σπάζει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, ἀπελευθερώνεται ἀπό αὐτήν καί μεταμορφώνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του, καθιστώντάς την δοχεῖο τῶν ἐνεργειῶν τῆς θείας χάριτος. Ἔτσι θά ἀποκτήσει «καρδίαν κεκραμένην τοῦ Πνεύματος», καί θά ἀξιωθεῖ νά δεῖ τή δόξα τῆς Θεότητας, «καθ’ ἥν [ὁ Κύριος] ἥξει πάντας περιλάμψων τούς υἱούς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ὡς Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, μᾶλλον δέ διηνεκές καί ἀδιάδοχον τό φῶς ἐμποιήσων, καί αὐτούς τούς μετέχοντας τοῦ φωτός ἐκείνου ἄλλους ἡλίους ἀπειργασόμενος».
[1] Ἔπη Θεολογικά, Ποίημα H’, PG 37, 662 καί Ποίημα I’, PG 37, 691.
[2] Ὁμιλία ΜΕ’ Εἰς τήν Β΄ Κυριακήν τοῦ Λουκᾶ, ΕΠΕ 11, 76.
[3] Ὁμιλία ΙΣΤ’ Περί τῆς κατά σάρκα Οἰκονομίας τοῦ … Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 151, 213 C.
[4] Ὁμιλία ΜΕ΄ Εἰς τήν Β΄ Κυριακήν τοῦ Λουκᾶ, ΕΠΕ 11, 76.
[5] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλία ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, 7, PG 31, 345 Α.
[6] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 40, Εἰς τό Ἅγιον Βάπτισμα, PG 35, 365B-C.
[7] Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη Θεολογικά, Ποίημα 34, PG 37, 957.
[8] Ἐφ. 2, 14.
[9] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πεύσεις καί ἀποκρίσεις, ΕΠΕ 14Α, 100-103.
[10] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἕτερα κεφάλαια, PG 90, 1405, 18 Β.
[11] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΜΕ΄ εἰς τή Β΄ Κυριακή τοῦ Λουκᾶ, ΕΠΕ 11, 82-84.
[12] Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν νομοθεσίας, PG 150, 1096D – 1097Β.
[13] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγος ἀντιρρητικός Α΄, 1, 6 ΕΠΕ 5, 166.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!