Στις 15 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Σέρβια και τα στενά της Πόρτας απ΄ όπου περνούσε ο δρόμος για τον θεσσαλικό κάμπο.
Την επομένη οι εμπροσθοφυλακές της LSSAH έφθασαν στην Καλαμπάκα και απειλούσαν να εγκλωβίσουν τις μαχόμενες βρετανικές δυνάμεις.
Από τις 13 Απριλίου έβρεχε καταρρακτωδώς στην περιοχή με συνέπεια το πλάτος του Αλιάκμονα να ξεπεράσει τα 100 μέτρα. Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός αυτό οι Βρετανοί συμπτύχθηκαν νοτιότερα των Τεμπών, ενώ στο κάστρο του Πλαταμώνα εγκαταστάθηκε το 21ο νεοζηλανδικό τάγμα με αποστολή να αμυνθεί επί της παραθαλάσσιας διάβασης, μέχρις ότου λάβει και αυτό οδηγίες σύμπτυξης.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας 14-15 Απριλίου, το γερμανικό 2ο τάγμα μοτοσικλετιστών, μια επιλαρχία της 2ης τεθωρακισμένης μεραρχίας, μια ομάδα αναγνώρισης και τμήματα του 38ου τάγματος μηχανικού επιτέθηκαν στο κάστρο, αλλά αποκρούστηκαν εύκολα από τους Νεοζηλανδούς.
Το πρωί της επόμενης ημέρας ένα γερμανικό τα τμήμα, επιβαίνοντας σε πλωτά μέσα, προσπάθησε να υπερκεράσει το κάστρο και να αποβιβαστεί στην παραλία του Νέου Παντελεήμονα. Αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στη βάση του λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής.
Ολόκληρη την 15η Απριλίου οι Γερμανοί επιχειρούσαν με μονάδες πεζικού να αναρριχηθούν στα υψώματα του φρουρίου. Οι Νεοζηλανδοί μαχητές όμως προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Το βράδυ ο διοικητής των αμυνόμενων πληροφορήθηκε ότι η Κατερίνη είχε καταληφθεί από την 2η τεθωρακισμένη μεραρχία. Κατά συνέπεια, την επομένη έπρεπε να αναμένει μεγαλύτερη πίεση. Πραγματικά το πρωί της 16ης Απριλίου οι Γερμανοί επιτέθηκαν ταυτόχρονα απ΄ όλες τις πλευρές.
Η επίθεσή τους υποστηριζόταν από άρματα μάχης και πυροβολικό. Για μια ακόμη φορά όμως οι επιτιθέμενοι καθηλώθηκαν στις πλαγιές των υψωμάτων, ενώ τα άρματα έπεσαν σε ναρκοπέδιο και υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν. Τέσσερα από αυτά καταστράφηκαν. Τελικά μια μονάδα μηχανικού, που αναρριχήθηκε στο ύψωμα από την πλευρά της θάλασσας, που ήταν και το λιγότερο φυλασσόμενο σημείο, κατόρθωσε να εισχωρήσει στο κάστρο.
Μετά από αυτή τη δυσμενή εξέλιξη οι Νεοζηλανδοί (αφού ανατίναξαν τμήματα του αμαξιτού δρόμου) οπισθοχώρησαν συντεταγμένα προς τη δυτική έξοδο των Τεμπών. Την ίδια κιόλας ημέρα γερμανικές πηγές ανέφεραν ότι οι Βρετανοί αποχωρούσαν από τα λιμάνια του Βόλου και του Πειραιά. Στις 19 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν στη Λάρισα.
Δύο ημέρες νωρίτερα η πόλη είχε υποστεί άγριο βομβαρδισμό. Ο Γεώργιος Φυλακτόπουλος θυμάται: «Ξαφνικά ο ουρανός γεμίζει από αεροπλάνα που λες και έρχονται από όλες τις κατευθύνσεις για να συγκεντρωθούν πάνω στην πολυβασανισμένη Λάρισα. Ο βομβαρδισμός διαρκεί σχεδόν ολόκληρη ώρα, η μια έκρηξη εγκαταστάσεων ακολουθεί την άλλη, ενώ τα Στούκας χάνονται, καθώς εφορμούν μέσα στα πανύψηλα σύννεφα των καπνών.
Η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας ξεψυχά μέσα στις φλόγες και το σίδερο. Αντίσταση δεν υπάρχει. Μαθαίνουμε ότι τα σερβικά αντιαεροπορικά τηλεβόλα που είχαν σταλεί να υπερασπίσουν την πόλη έχουν σιγήσει από ημερών ελλείψει πυρομαχικών του διαμετρήματός τους». Στις 21 Απριλίου οι Γερμανοί κατέλαβαν τον Βόλο, ενώ ήδη από την προηγουμένη είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη της δυτικής Μακεδονίας. Οι καταπονημένες δυνάμεις του ΒΕΣ αναδιπλώθηκαν στις Θερμοπύλες.
Ο ελληνικός και ο βρετανικός Τύπος με εύστοχους ιστορικούς παραλληλισμούς θεώρησε ότι εκεί επρόκειτο να διεξαχθεί η ύστατη μάχη. Ουσιαστικά όμως η βρετανική ηγεσία υπολόγιζε σε μια επιβραδυντική μάχη οπισθοφυλακών προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποχώρηση από την ηπειρώτικη Ελλάδα του κύριου όγκου του ΒΕΣ.
ΠΗΓΗ: «Το ξεχασμένο «Όχι», η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα», του Νίκου Γαννόπουλου εκδόσεις Historical Quest
mixanitouxronou.gr
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!