Τα βιβλία του είναι αυθεντικά, έργα προσωπικής έμπνευσης και δεξιοτεχνίας. Το ενδότερο σύμπαν της γραφής του, εκφράζεται με θυελλώδεις εμπνεύσεις, που εκπλήσσουν το αναγνωστικό κοινό.
Η γραφή του Κυριάκου Αθανασιάδη χαρακτηρίζεται από μια αιφνιδιαστική λάμψη, που προκύπτει, θαρρείς μέσα από έναν κόσμο απύθμενης φαντασίας, ένα περιβάλλον που κατοικείται από ιδιαίτερες ανθρώπινες φιγούρες, οι οποίες σκιρτούν κάτω από την τραγικότητα του πεπρωμένου τους.
Διακριτικά της είναι η δραματικότητα, το πάθος και η ορμή, που σε κάνουν να πιστεύεις ότι οι ήρωες ξεφεύγουν από τις σελίδες και ξεχύνονται στην πραγματικότητα.
Αντλεί κυρίως την έμπνευση του από βιβλία που διαβάζει, άλλωστε θεωρεί πως οι ιδέες δεν είναι ατέλειωτες. Αγαπημένο του θέμα είναι η ενσάρκωση ενός έργου τέχνης, είναι κάτι που του αρέσει και το έχει επεξεργαστεί σε διάφορα μυθιστορήματα και διηγήματα.
Για τον ίδιο η επαγγελματική ενασχόληση με τα βιβλία ξεφεύγει από το βιοπορισμό, και είναι κάτι πιο προσωπικό. Και γι’ αυτό, προσπαθεί όσο του είναι δυνατόν να γράφει τίμια.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Στο τελευταίο σας βιβλίο «Η Κόκκινη Μαρία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα», ασχολείστε με το ευαίσθητο θέμα των παιδικών ψυχών και την καλλιέργεια της ελπίδας και της αγάπης απέναντι στους ενήλικους εφιάλτες. Θέλετε να μας πείτε ποια ήταν η πηγή έμπνευσής σας για τη συγκεκριμένη ιστορία;
Σκέψεις γύρω από τον αδιέξοδο έρωτα, γύρω από τη μελαγχολική φυλακή της παιδικής ηλικίας, αλλά και σχετικές με την πίκρα που νιώθει κάποιος αδύναμος όταν τον χτυπάς ή όταν τον προσβάλλεις, όταν επεκτείνεις την κυριαρχία σου επάνω του χωρίς καμία συναίνεση εκ μέρους του: αυτό το τελευταίο με απασχολεί μάλλον αρκετά. Εντέλει σκέψεις που κάνω, και που κάνουμε όλοι, σχετικές με την παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γι’ αυτά είναι που λέει δυο λόγια το βιβλίο. Αλλά το ενδιαφέρει πολύ και ο έρωτας, ένας έρωτας όμως που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, να εκπληρωθεί.
Τι ήταν εκείνο που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τα παιδιά των φαναριών, κύριε Αθανασιάδη;
Αν μου επιτρέπεται κυρία Δούλη, θα σας πω ότι τα «παιδιά των φαναριών» είναι ένα πρόσχημα, μια αφορμή. Το βιβλίο θέλει να μιλήσει για τη βία που υφίστανται τα παιδιά (ποικίλη βία, όχι μόνο σωματική) αλλά και γενικότερα τα πρόσωπα, οι άνθρωποι. Επίσης, είναι μια ερωτική ιστορία που λαμβάνει χώρα μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, αυτό που περιγράψαμε πριν, της παιδικής κακοποίησης, της βίας, αλλά εν πολλοίς και της συγγνώμης, ή της προσφοράς. Η συγγνώμη, η συγχώρεση, η μη βία, είναι πράγματα πιο δυνατά από οποιονδήποτε καταναγκασμό.
Είστε πολλά χρόνια στον χώρο των εκδόσεων κι έχετε συνεργαστεί με τους περισσότερους εκδοτικούς οίκους της Ελλάδας. Η τελευταία σας συνεργασία είναι με τις εκδόσεις «Διόπτρα», τι σημαίνει για εσάς αυτή η συνεργασία;
Οι ίδιοι οι άνθρωποι της «Διόπτρας» γνωρίζουν επακριβώς την απάντηση, και είμαι σίγουρος πως τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας θα είναι αυτά ακριβώς που έχουμε σχεδιάσει. Το πλαίσιο, βέβαια, εξακολουθεί λόγω της βαθιάς Κρίσης να είναι δύσκολο, στενό, και να δυσχεραίνει τα σχέδια όλων των Ελλήνων εκδοτών, αλλά προσωπικά αισιοδοξώ, θέλω να πιστεύω πως, αν και ποτέ πριν δεν ήμαστε πιο κοντά από μια πιθανή αποπομπή μας από την Ευρωζώνη, την τελευταία στιγμή θα σωθούμε. Και αισιοδοξώ, επίσης, από την πρώτη στιγμή της επικοινωνίας μου με τη «Διόπτρα», διότι έχουν σαφές σχέδιο, εκπεφρασμένη βούληση να το φέρουν εις πέρας, και ένα επιτελείο ζηλευτό, πραγματικά ζηλευτό. Είμαι τρομερά τυχερός.
Επιπλέον, εκτός από συγγραφέας δραστηριοποιείστε και στον χώρο της επιμέλειας των εκδόσεων. Τι σας ώθησε να αφιερωθείτε στον χώρο του βιβλίου;
Τα βιβλία ασκούσαν έντονη έλξη επάνω μου από πολύ μικρή ηλικία. Όταν είδα ότι θα μπορούσα να εμπλακώ στη διαδικασία της έκδοσής τους, δεν το σκέφτηκα και πολύ. Δουλεύω ήδη τριάντα χρόνια στο χώρο, έχω επιμεληθεί εκατοντάδες βιβλία, έχω συμβάλει με τις μικρές μου δυνάμεις στην έκδοση κάποιων βασικών τίτλων στα ελληνικά, κι όλα αυτά χωρίς να σκεφτώ ποτέ ότι θα με ενδιέφερε να κάνω μια διαφορετική δουλειά. Η επαγγελματική ενασχόληση με τα βιβλία ξεφεύγει από το βιοπορισμό, είναι κάτι άλλο, κάτι προσωπικό.
Τι σας έχει απομείνει πιο πολύ απ’ τη «βιομηχανία» των βιβλίων;
Τα λάθη που μου ξέφυγαν.
Ανάμεσα στα βιβλία σας, που κυρίως είναι για ενήλικες, βρίσκουμε και βιβλία για παιδιά. Πώς περνάτε από το ένα κοινό στο άλλο, κύριε Αθανασιάδη, και τι προσέχετε να μην έχουν τα βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά;
Δεν είναι δύσκολο το πέρασμα από τα βιβλία για ενήλικες στα παιδικά, ειδικά όταν έχει κανείς ασκηθεί μόνο στα πρώτα. Το ανάστροφο θα εμπεριείχε ενδεχομένως πολλές δυσκολίες, κυρίως δομής, ύφους και οικονομίας. Δεν προσέχω κάτι συγκεκριμένο κυρία Δούλη, προσπαθώ όσο μου είναι δυνατόν να γράφω τίμια. Ίσως να κυνηγώ στα κείμενα για παιδιά τις ηθικολογικές νύξεις: αρκετή ηθικολογία ποτίζονται καθημερινά, φτάνει.
Τι πρέπει να περιέχει ένα βιβλίο για παιδιά, για να το θεωρήσουμε επιτυχημένο;
Δεν ξέρω. Αρκεί όμως να αρέσει και σε έναν ενήλικο απαιτητικό αναγνώστη. Αν τα παιδικά βιβλία δεν αρέσουν στους μεγάλους, δεν είναι καλά παιδικά βιβλία, και δεν είναι καλά βιβλία γενικώς. Φυσικά, δεν ισχύει το αντίθετο.
Οι άνθρωποι σήμερα διαθέτουν πολύ λίγο χρόνο κι αυτόν τον μοιράζουν στην πάντα ανοιχτή τηλεόραση και στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Πώς θα πείθατε κάποιον ότι αξίζει να διαβάζει και βιβλία;
Η αλήθεια είναι πως σήμερα διαθέτουμε τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο στην ιστορία μας ως είδος ακριβώς χάρη στους υπολογιστές και γενικότερα στην τεχνολογία. Έχω επίσης την εντύπωση ότι η τηλεόραση έχασε μέρος της αίγλης που μέχρι σχετικώς πρόσφατα τη διέκρινε, αν και όχι τους κλόουν της. Ένα παιδί σαφώς και πρέπει να ασχολείται έντονα με το ίντερνετ, αλλιώς θα θεωρείται, και θα είναι, αναλφάβητο και κοινωνικά δυσπροσάρμοστο. Προφανώς και χρειάζεται μέτρο, και όρια, και ένα σαφές πλαίσιο, μα όλα αυτά ποικίλλουν από παιδί σε παιδί. Τώρα, για τα βιβλία, δηλώνω αδυναμία να πείσω οποιονδήποτε: η ανάγνωση είναι προσωπική υπόθεση. Βασικό και κύριο είναι να διαβάζουν οι γονείς, και δη έντονα. Το σχολείο δεν μπορεί να κάνει κάτι εδώ. Όχι πάντως το ελληνικό: χρειάζονται δυναμικές τομές και εκ βάθρων αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν θα γίνει. Για να διαβάζουν, πάλι, οι γονείς, πάει να πει πως είναι καλλιεργημένοι. Για να είναι καλλιεργημένοι, χρειάζονται σχετική οικονομική άνεση. Οι υπάρχουσες κοινωνικο-οικονομικές αντιφιλελεύθερες δομές στην Ελλάδα δεν ευνοούν την ανάγνωση. Χρειαζόμαστε μια φιλελεύθερη βελούδινη επανάσταση, που φοβούμαι πως δεν θά ’ρθει.
Τι αποτελεί έμπνευση για εσάς και ποια θέματα πραγματεύονται τα βιβλία σας;
Αντλώ κυρίως έμπνευση από βιβλία που διαβάζω, άλλωστε οι ιδέες δεν είναι ατέλειωτες, ίσα-ίσα. Αγαπημένο μου θέμα είναι η ενσάρκωση ενός έργου τέχνης, το έχω επεξεργαστεί σε διάφορα μυθιστορήματα και διηγήματα, είναι κάτι που μου αρέσει. Και στην «Κόκκινη Μαρία» συμβαίνει αυτό, αν και με τον ανάστροφο τρόπο: ένας άνθρωπος γίνεται έργο τέχνης.
Ποιος είναι ο Έλληνας ήρωάς σας;
Δεν έχω κάποιον Έλληνα ήρωα.
Θεωρείται ότι σήμερα ο ανταγωνισμός είναι κυρίαρχος στον χώρο των εκδόσεων και του βιβλίου ή η συναδελφικότητα και η αναγνώριση είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της;
Ο ανταγωνισμός, και αυτό είναι υγιές σύμπτωμα. Ποτέ δεν είχαμε τόσο αξιόλογη εκδοτική παραγωγή, κάθε χρόνο πάμε όλο και καλύτερα ακριβώς χάρη στον ανταγωνισμό. Υπάρχουν, φυσικά, ακόμη τρύπες στη βιβλιογραφία μας, αλλά είμαστε κοντά στα σύγχρονα ρεύματα περισσότερο από ποτέ.
Έχετε φιλίες στο χώρο του βιβλίου, κύριε Αθανασιάδη;
Διατηρώ φιλίες σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους.
Υπάρχουν νέοι ταλαντούχοι συγγραφείς στη χώρα μας;
Βεβαίως, όπως και σε κάθε άλλη χώρα άλλωστε, και ασφαλώς όπως και σε κάθε εποχή.
Πώς μπορεί κατά η γνώμη σας να βελτιωθεί ένας συγγραφέας;
Ως γνωστόν, διαβάζοντας. Διαβάζοντας πολύ. Κάποια από τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής που παρέχονται είναι επίσης ένας καλός τρόπος, αν μη τι άλλο επειδή επιβάλλουν το διάβασμα.
Γιατί πολλοί Έλληνες διαπρέπουν στο Εξωτερικό;
Όσοι προέρχονται από χώρες όπως η δική μας, με ασφυκτικά κλειστές οικονομίες, συντηρητικές κρατικές δομές, ισχυρά πλέγματα διαπλοκής κράτους-συνδικαλιστών, με προσοδοθήρες που δεν νοιάζονται παρά για το δικό τους καλό –ένα καλό που δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο από τη φτώχεια του άλλου–, είναι λογικό να διαπρέπουν όταν μεταναστεύουν σε φιλελεύθερα περιβάλλοντα. Δεν διαπρέπουν ως Έλληνες, διαπρέπουν σαν ξένοι.
Εάν ήταν στο χέρι σας να αλλάξετε ένα πράγμα στην Ελλάδα, ποιο θα ήταν αυτό;
Η κτήση ιθαγένειας από όσους γεννιούνται εντός των συνόρων και από όποιον άλλον τη ζητεί.
Η γραφή συνεπάγεται τη λύτρωση;
Λύτρωση είναι ο άλλος, κυρία Δούλη.
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Κυριάκος Χ. Αθανασιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1963.
Aπό το 1986 έως το 2009 έζησε στην Αθήνα. Εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων και έχει επιμεληθεί περισσότερα από 300 βιβλία (λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, δοκιμιακά), ανάμεσά τους και την σειρά «Orbis Literae» των εκδόσεων “Gutenberg”.
Στην ίδια σειρά μετέφρασε την «Ιστορία του Ζιλ Μπλας ντε Σαντιλιάν» του Alain-Rene Lesage και τα ποιήματα από τον «Καλόγερο» του Matthew Lewis.
Από μικρός έγραφε ιστορίες με φαντάσματα, παράξενες δυνάμεις και εξωγήινους (ή εξωλογικούς) πολιτισμούς, κυρίως όμως ιστορίες για ανθρώπους που μπλέκονταν σε καταστάσεις πολύ δύσκολες –ή πολύ περίεργες– για να τις αντιμετωπίσουν.
Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά ως διηγηματογράφος, και το 1987 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, «Ιστορίες υπερβολής» (εκδ. Ροές). Από τότε ακολούθησαν πολλά βιβλία και μυθιστορήματα.
Παράλληλα, έχει γράψει περισσότερα από 10 βιβλία για παιδιά και εφήβους, κάποια από αυτά με ψευδώνυμο.
Συνεργάζεται με διάφορα έντυπα και ψηφιακά μέσα.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Μετέωρα” στις 12-12-2014.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!