Στην εποχή μας με την εμπειρία της κρίσης των φιλοδοξιών και τις υπερβολές συχνά αμφιβάλλουμε και δυσπιστούμε για τον ενθουσιασμό κάποιων ανθρώπων.
Η Βανέσσα Τόλια έχει το θάρρος να προτείνει μια θετική και σύγχρονη εκδοχή συγγραφικού ενθουσιασμού και εγκαρδιότητας, που βρίσκεται στον αντίποδα της απάθειας, της προσποίησης και της άκριτης επιδειξιομανίας.
Με αυτόν τον τρόπο μάς προσφέρει εικόνες αυθεντικής έμπνευσης, σκέψης και ελευθερίας.
Αποτελεί ένα κράμα αυτοπεποίθησης κι ευαισθησίας. Είναι δυναμική και εύθραυστη, μεστή και ουσιαστική ταυτόχρονα, ένα βαθιά καλλιτεχνικό πλάσμα, που, αν και πρωτοεφανιζόμενη στο λογοτεχνικό στερέωμα, μας εντυπωσιάζει με τη φρεσκάδα του λόγου και της σκέψης της.
Για εκείνη ο συγγραφέας δεν χρειάζεται να αισθάνεται ότι έχει κάποια ιδιαίτερη, ιερή αποστολή, προκειμένου να γράψει, αλλά γράφει επειδή το θέλει, επειδή το έχει ανάγκη παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις συνεχείς ματαιώσεις, και δεν πρέπει να νιώθει ενοχές γι’ αυτό. Γράφει για να επινοήσει από την αρχή, μέσα από τους χαρακτήρες και τις ιστορίες που υπηρετεί, τον εαυτό του και τις σχέσεις του με τους άλλους. Ο συγγραφέας καλείται να επινοήσει μια γλώσσα προσωπική, υποκειμενική αλλά και κοινωνική ταυτόχρονα, προκειμένου να συναντήσει και να συναντηθεί, να συσχετιστεί και να συνδεθεί.
Εξαιτίας του πάθους της, της εσωτερικής της ενέργειας και της θετικής της σκέψης η Βανέσσα Τόλια βλέπει με αισιοδοξία το αύριο και πιστεύει ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε για την καλυτέρευσή του.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέλευθος» το πρώτο σας βιβλίο. Πώς αισθάνεστε τώρα που κάνετε τα πρώτα σας βήματα στο λογοτεχνικό στερέωμα, κυρία Τόλια;
Αισθάνομαι όπως την περίοδο που έφερα στον κόσμο τον γιο μου. Δέος. Κι απέραντη χαρά. Αισθάνομαι υπερήφανη για το «παιδί» που έφερα στον κόσμο.
Θέλετε να μας μιλήσετε για τον τίτλο του βιβλίου σας «Ο κόσμος που ξέραμε» και τον συμβολισμό του;
«Ο Κόσμος που ξέραμε», εκτός από τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα, στο οποίο γίνεται αναφορά στο κείμενο, είναι ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο, στη μνήμη και στο τραύμα. Είναι ο κόσμος της απώλειας και των αναμνήσεων, ο κόσμος που αφήσαμε πίσω μας μετά την πανδημία. «Ο Κόσμος που ξέραμε», είναι το αέναο ταξίδι στον εαυτό, το τέρμα και η αφετηρία μαζί.
Πότε γεννήθηκε και ωρίμασε μέσα σας η ιδέα για να προχωρήσετε στο μονοπάτι της συγγραφής; Ήταν κάτι προσχεδιασμένο ή λειτουργήσατε κάτω από μια αιφνίδια έμπνευση;
Ήταν φυσικό επακόλουθο τόσο της ακαδημαϊκής, όσο και της προσωπικής διαδρομής μου. Παρόλο που η ανάγκη μου να γράφω εκφράστηκε με ορμή και αποφασιστικότητα την περίοδο της καραντίνας, νομίζω πως ήταν κάτι για το οποίο προετοιμαζόμουν από καιρό.
Η ιστορία του βιβλίου σας υφαίνεται γύρω από την προσωπογραφία μιας γυναίκας που βρίσκεται σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Θέλετε να μας δώσετε μια γεύση από την πλοκή της ιστορίας σας;
Μια γυναίκα, το όνομα της οποίας δεν μαθαίνουμε ποτέ, ξεκινά στον απόηχο της πανδημίας ένα ταξίδι στην Ιταλία, με αφορμή ένα μήνυμα που λαμβάνει από τον εραστή της. Το ταξίδι αυτό είναι ένα ταξίδι διαφυγής, ένα road trip, αλλά ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στον εαυτό, όπου μνήμες της ηρωίδας από το παρελθόν και τραυματικά γεγονότα, όπως η αυτοχειρία της μητέρας της, αναδύονται και μπλέκονται με την πραγματικότητα που βιώνει.
Το βιβλίο σας θα μπορούσε να χαρα-κτηριστεί ως ένα κοινωνικό, ανθρωπο-κεντρικό μυθιστόρημα. Πιστεύετε ότι το μυθιστόρημα και ο συγγραφέας έχει μια κοινωνική αποστολή να επιτελέσει στον σύγχρονο κόσμο;
Ο συγγραφέας δεν χρειάζεται να αισθάνεται ότι έχει κάποια ιδιαίτερη, ιερή αποστολή, προκειμένου να γράφει. Ο συγγραφέας γράφει επειδή το θέλει, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις συνεχείς ματαιώσεις, επειδή το έχει ανάγκη. Δεν πρέπει να νιώθει ενοχές γι’ αυτό. Γράφει, για να επινοήσει από την αρχή, μέσα από τους χαρακτήρες και τις ιστορίες που υπηρετεί, τον εαυτό του και τις σχέσεις του με τους άλλους. Ο συγγραφέας καλείται να επινοήσει μια γλώσσα προσωπική, υποκειμενική αλλά και κοινωνική ταυτόχρονα, προκειμένου να συναντήσει και να συναντηθεί. Να συσχετιστεί. Αυτό δεν θα το έλεγα αποστολή, θα το έλεγα ανάγκη για σύνδεση.
Ψυχαγωγική, διδακτική, επίκαιρη, διαχρονική. Τι ακριβώς πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η λογοτεχνία;
Τίποτε απ’ όλα αυτά, κυρία Δούλη. Η λογοτεχνία πρέπει απλά να σέβεται τη συνθήκη της, τους δυνητικούς αναγνώστες της. Πρέπει να μπορεί να γίνει ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο, όταν θα κοιταχτεί ο αναγνώστης, να μπορέσει να πει: «το έχω σκεφτεί κι εγώ αυτό» ή «εγώ ποτέ δεν θα το έκανα έτσι». Η λογοτεχνία πρέπει να μπορεί να δείχνει και να μην λέει, να θέτει ερωτήματα, χωρίς να δίνει απαντήσεις. Να προσεγγίζει τους χαρακτήρες της, και τους πιο αντιπαθητικούς ακόμη, όσο πιο σφαιρικά μπορεί, από απόσταση και με νηφαλιότητα. Η λογοτεχνία είναι ο χώρος που δημιουργείται με πολύ κόπο, σχεδόν μαγικά, ανάμεσα σ’ αυτό που μπορεί να λεχθεί και στο ανείπωτο. Η δύναμή της βρίσκεται στον υπαινιγμό, σε ό,τι παραμένει ημιτελές και άρα ανοιχτό στη φαντασία του αναγνώστη.
Πώς θα παρουσιάζατε το βιβλίο σας στο αναγνωστικό κοινό; Τι θα θέλατε να κρατήσει ο αναγνώστης από αυτό, κλείνοντας την τελευταία σελίδα του;
«Ο κόσμος που ξέραμε» είναι η αφήγηση του ταξιδιού στον εαυτό μας, που δεν τελειώνει ουσιαστικά ποτέ. Το πραγματικό ταξίδι της νουβέλας στην Ιταλία έρχεται να κινητοποιήσει με τη μορφή των αναδρομών το εσωτερικό ταξίδι, που είναι και το μόνο που κάνει τελικά κανείς στη ζωή του.
Καταλήξατε σε κάποια αλήθεια μετά την ολοκλήρωση αυτού του πνευματικού ταξιδιού; Πώς τα καταφέρατε να μην χαθείτε στον κόσμο των λέξεων;
Είμαστε φτιαγμένοι από λέξεις, όλη μας η ζωή είναι μια αφήγηση, ένας διάλογος καταρχάς με τον εαυτό μας κι έπειτα με τους άλλους. Δεν σκοπεύω να σταματήσω να γράφω. Οι λέξεις είναι το νόημα που δίνουμε κάθε φορά στο βίωμα. Εξανθρωπίζουν. Σε μεταμορφώνουν οι λέξεις, δεν χάνεσαι στον κόσμο τους. Αντιθέτως, θα έλεγα, σε βρίσκεις.
Τι θα απαντούσατε σε αυτούς που θα πουν: Ακόμη μία συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Όλα έχουν λεχθεί, κ. Δούλη. Δεν έχει σημασία τι λες λοιπόν, αλλά πώς το λες. Ο συγγραφέας οφείλει να επινοήσει την αφηγηματική του φωνή και μέσα απ’ αυτή να δώσει μια άλλη διάσταση στα δύσκολα και στα ζοφερά, στα αδιέξοδα που ταλανίζουν όλους τους ανθρώπους.
Γνωρίζουμε ότι ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας εμπειρία, κυρία Τόλια;
Είναι πολύ δύσκολο να γράφεις. Όσο δύσκολο είναι να χτίσεις ένα σπίτι, να σκάψεις και να καλλιεργήσεις ένα χωράφι, να μεγαλώσεις ένα παιδί. Ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, καθώς η πεζογραφία είναι από μόνη της μια πολύ σκληρή και επώδυνη διαδικασία. Ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος διαρκώς με τις ελλείψεις του, ενώ συχνά δεν βρίσκει νόημα σ’ αυτό που κάνει. Ο συγγραφέας είναι ένας αθλητής και ταυτόχρονα μια πολύ ευαίσθητη ύπαρξη. Προσωπικά, μπορεί να αμφέβαλλα για πολλά όσο έγραφα, για παράδειγμα για το ύφος, την πλοκή, αλλά δεν αμφέβαλα ποτέ για την επιθυμία μου να γίνω συγγραφέας. Δεν ήταν μια επιπόλαιη κι ανάλαφρη επιθυμία να γράψω αυτό το βιβλίο. Πίστευα πολύ σ’ αυτό που έκανα, και όσο πιο πολύ δούλευα και διάβαζα κι έβρισκα τη φωνή μου, τόσο πιο πολύ το πίστευα. Όταν τελείωσα τη νουβέλα μου λοιπόν κι ένιωσα ότι έκανα το καλύτερο που μπορούσα, άρχισα απλά να επικοινωνώ με εκδοτικούς οίκους και να συστήνομαι. Είχα πολύ γρήγορα θετική απάντηση από τις εκδόσεις «Κέλευθος», που είναι ένας εκδοτικός οίκος με τον οποίο ήθελα πολύ να συνεργαστώ, κι όλα πήραν τον δρόμο τους.
Έχετε ζήσει αρκετά χρόνια και στη Γαλλία, μια χώρα με πλούσια κουλτούρα και πολιτισμό. Έχετε σπουδάσει θέατρο και κάνατε μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία. Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες τη συγγραφική σας πορεία και εάν ναι, με ποιους τρόπους;
Πολλά έχουν επηρεάσει τη συγγραφική μου πορεία, εκτός από το διάβασμα. Κυρίως ο κινηματογράφος, θα έλεγα, και η μουσική – κάτι που εύκολα διαπιστώνει κανείς, διαβάζοντας το κείμενο. Ακόμη και η διδασκαλία. Η γαλλική παιδεία μου. Η ψυχανάλυση. Το μπαλέτο. Ο έρωτας και η πιο πεζή καθημερινότητα. Το δεύτερο σπίτι μου, η Ιταλία. Όλα μπορούν και δεν μπορούν να αποτελέσουν δομικό συστατικό της αφήγησης, κομμάτι της ταυτότητας των κειμένων μου. Από παντού είναι δυνατόν να εμπνευστεί ένας συγγραφέας, αρκεί να έχει μάθει ν’ ακούει και να παρατηρεί. Να ξέρει να περιμένει και να δουλεύει.
Τελικά, κυρία Τόλια, πόσα πράγματα μπορούν να χωρέσουν οι αποσκευές ενός ανθρώπου και πόσα το βιβλίο ενός συγγραφέα;
Χρειάζεται να ζήσεις πολλές ζωές μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων, για να μπορέσεις να γράψεις τις δικές σου ιστορίες.
ΤΟ’ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η Βανέσσα Τόλια γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Είναι απόφοιτος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νίκαιας, στη Γαλλία, με μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία.
Έχει ζήσει στη νότια Γαλλία και στο Μιλάνο κι έχει εργαστεί ως καθηγήτρια Γαλλικών. Σήμερα ζει στην Ελλάδα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά The Books’ Journal, Χάρτης, Book Press και Fractal.
«Ο κόσμος που ξέραμε» είναι το πρώτο της βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέλευθος».
*Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ” ΣΤΙΣ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!