Το σημερινό δημοσίευμα όπως και τα προηγούμενα θέμα Ορθοδοξίας, πηγάζει από την άμεση ανάγκη πνευματικής μας αφύπνισης για την διαφύλαξη της Ελληνορθόδοξης παράδοσης και όλων των αξιών που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας οι οποίοι τα διαφύλαξαν αναλλοίωτα επί αιώνες με αγώνες και θυσίες. Για όσα δρομολογούνται σταδιακά με τους Αιρετούς μετά την πρώτη επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου (ας μην ξεχνάμε τα λόγια του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού «τον Πάπα καταράσθε, αυτός θα είναι η αιτία»), ο αείμνηστος φιλομετεωρίτης διεθνούς κύρους επιστήμονας και καθηγητής Βυζαντινής Παιδείας Δημήτριος Σοφιανός έγραψε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα.
Επιμέλεια
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΕΡΓΟΥΛΑΣ
«Η αντιπαλότητα Ανατολής και Δύσης, Ορθόδοξου Χριστιανικού Βυζαντιου και Ρωμαιοκαθολικισμού, ιδίως μετά το σχίσμα του 1054 και την άλωση της Βασιλίδας των πόλεων από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204, εκτός από την πολιτική και οικονομική της διάσταση, είναι στην ουσία της, βαθύτατα πνευματική και θεολογική. Βάση και κέντρο της σκέψης και διδασκαλίας των Πατέρων της Ανατολής είναι ο Θεάνθρωπος, η θεολογία και η πνευματικότητα, ενώ των Δυτικών είναι ο Άνθρωπος, ο στοχασμός, η φιλοσοφία, η γνώση, η λογική. Παραθεωρείται, έτσι, η Πίστη και θεοποιείται η Επιστήμη, που βασίζεται μόνο στον ορθό λόγο. Γι’ αυτό, δεν μπόρεσαν ποτέ να συμφιλιωθούν και να συνυπάρξουν το Ορθόδοξο ησυχαστικό και φιλοκαλικό πνεύμα με τη δυτική σχολαστική φιλοσοφία και θεολογία του ορθού λόγου. Έτσι απέτυχαν όλες οι προσπάθειες ένωσης των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης, Κωνσταντινούπολης και Ρώμης (Σύνοδος της Λυών του 1274, Σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας του 1438/39), αφού στηρίζονταν μόνο σε πολιτικά και ευκαιριακά κίνητρα και όχι σε θεολογική- πνευματική αντιμετώπιση των διαφορών. Όμως, ο ορθόδοξος λαός, ο κλήρος και οι μοναχοί ποτέ δεν συναίνεσαν και δε συναινούν σε μιά τέτοια Ένωση, που τη θεωρούσαν και τη θεωρούν προδοσία της Ορθοδοξίας και της πίστης τους.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι Πατέρες των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, καθώς και οι μετέπειτα, δημιούργησαν μια γόνιμη και σωστική σύζευξη Χριστιανισμού και Ελληνικής σοφίας. Ο πλούτος και το βάθος των όρων και των νοημάτων της Ελληνικής φιλοσοφίας, ο Ελληνικός φιλοσοφικός «λόγος» προετοίμασαν τον αγωνιώντα τότε κόσμο για τα υπαρξιακά του προβλήματα, ώστε να δεχθεί την Αλήθεια και τον Λόγο του Θεανθρώπου. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο Ελληνισμός αναδεικνύεται το καταλληλότερο όχημα διακίνησης και έκφρασης της διδασκαλίας και των αληθειών του Ευαγγελίου του Χριστού, το οποίο, με το ένδυμα της οικουμενικής Ελληνικής γλώσσας διαδίδεται και γίνεται εύκολα κατανοητό και αποδεκτό.
Μιά σύζευξη Χριστιανισμού και αρχαίου Ελληνισμού αποπειράθηκε να δημιουργήσει και η Δύση. Όμως η βάση και τα κριτήρια γι’ αυτή τη συνάντηση και αλληλοπεριχώρηση ηταν εντελώς διαφορετικά από τα αντίστοιχα της Χριστιανικής – Ορθόδοξης Ελληνικής Ανατολής, όπως αναφέρθηκε. Το αποτέλεσμα που προέκυψε ήταν απελπιστικά αρνητικό: αλλοιώθηκε όχι μόνο το πνεύμα του Χριστιανισμού, αλλά και η ίδια η ουσία του αρχαίου Ελληνισμού! Έτσι, και η κοσμοθεωρία και αντίληψη της Δύσης δεν ταυτίστηκε ποτέ με αυτή της Ελληνικής Ορθόδοξης Ανατολής, την οποία ούτε καν πλησίασε. Γι’ αυτό και ηθελημένα οι Δυτικοί και κάποιοι δυτικοτραφείς Έλληνες διασπούν τη συνέχεια της πορείας του Ελληνισμού και απομονώνουν και τιμούν μόνον την ελληνική αρχαιότητα, υποτιμώντας και αγνοώντας συνειδητά τη φυσική ιστορική της συνέχεια που είναι το ελληνικό Βυζάντιο και η νεώτερη Ελλάδα. Αποκόπτουν ετσι τους Νεοέλληνες από τους φυσικούς τους προγόνους, απονεκρώνοντας ενα ολόκληρο κομμάτι της ιστορίας τους: το ελληνικό Βυζάντιο, την ιδια τη Ρωμιοσύνη• Παραμορφώνουν την ταυτότητά τους, τo εθνικό και πολιτισμικό τους DNA.
Χαρακτηριστικά η υπό των δυτικών υποτίμηση και περιφρόνηση του Βυζαντίου, το οποίο θεωρούσαν περίοδο παρακμής και πτώσης-τέλους του Αρχαίου Ελληνικού και Ρωμαικού κόσμου, εκφράζεται στο γνωστό πολύτομο εργο του μεγάλου Άγγλου ιστορικού Ε. Gibbon που τιτλοφορείται: The history of the Decline and Fall of the Roman Empire (Η ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας), Λονδίνο 1776-1788 και β’ εκδ. υπό J. Bury, τομ. 1-7, Λονδίνο 1896.-1900.
Οι απόψεις όμως αυτές αναθεωρούνται ως ξεχασμένες και σήμερα το Βυζάντιο στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο, θεωρείται σημαντική έκφραση του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού με σπουδαία πολιτιστική και και άλλη προσφορά. Ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα, ο μεγάλος Γερμανός Βυζαντινολόγος Αύγουστος Heisenberg, πολύ εύστοχα και λακωνικά, στο ορισμό που δίνει για το Βυζάντιο, συναιρεί και συμφιλιώνει τη Ρωμαϊκή και την Ελληνική παράδοση με τον Χριστιανισμό, αποφαινόμενος ότι Βυζάντιο είναι «Το εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος του Ελληνικού Έθνους».
«Στο μέλλον θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν ‘Έλληνες», αναφωνεί επιγραμματικά ο Τσώρτσιλ), στη Γερμανό ιταλική εχθρική Κατοχή, στην Εθνική Αντίσταση…
Σε όλες τις περιπτώσεις, ο Ελληνισμός, με τη συναντίληψη και βοήθεια της Εκκλησίας, με την αμετακίνητη πίστη του Ορθόδοξου ελληνικού λαού στη σωστική επέμβαση του Θεού, της Παναγίας και των Αγίων του, παρά τις συνεχείς και κυνικές, πέρα από κάθε έννοια λογικής και δικαίου, αδικίες και διπλωματικές παρανοικές αλχημείες και υπολογιστικά «μαγειρέματα» των «Συμμάχων» μας και των κατά καιρούς δυνατών της γης, που στέρησαν και μας αφαίρεσαν κομμάτια προαιώνια και αιματοποτισμένα του Ελληνικού χώρου, τις «αλύτρωτες» κι όχι «χαμένες» πατρίδες, παρ’ όλα αυτά, ο Ελληνισμός —επαναλαμβάνουμε— υπερβαίνει πάντοτε, μόνος του σχεδόν, τις κάθε λογής αντιξοότητες και δυσκολίες, επιβιώνει και ακολουθεί, χωρίς κλυδονισμούς και παρεκκλίσεις, τη σταθερή του Ιστορικη πορεία, ξεπετιέται κι ανθεί μεσ’ από τη στάχτη όπως ο μυθικός φοίνικας.
Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου,
κανένας δεν ευρέθηκεν για να την ιξηλείψη,
κανένας γιατί σκέπει την που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν’ να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη.
(Βασίλης Μιχαηλίδης, Κύπρος)
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, υπάρχει άμεση ανάγκη να φυλάξουμε την ελληνορθόδοξη συνείδηση και ταυτότητά μας, ώστε μέσα στη χοάνη της μαζικοποίησης, της άκριτης και ανιστόρητης παγκοσμιοποίησης να μην ομογενοποιηθούμε, να μη χάσουμε την εθνική μας φυσιογνωμία και ιδιαιτερότητα, τη θρησκευτική μας πίστη και τις παραδόσεις μας, αλλά να λειτουργήσουμε ως «σταθερές» για τη διατήρηση των ακατάλυτων εθνικών αξιών και γνωρισμάτων, που μας κληροδότησαν ως ιερή παρακαταθήκη οι πρόγονοί μας και διαφύλαξαν όλα αυτά αναλλοίωτα με τους αγώνες και τις θυσίες τους.
Διαφυλάσσοντας τις εθνικές και θρησκευτικές μας παραδόσεις, βάζουμε τα θεμέλια για να στηριχθούν οι επόμενες γενιές του ’Έθνους μας και να μπορέσουν να βαπτισθούν στα παραδοσιακά νάματα της Ρωμιοσύνης, να αποκτήσουν τη δική τους ιδιοπροσωπία και να συνεχίσουν αταλάντευτη την πορεία μας στην Ιστορία, περιφρονώντας και αποσκορακίζοντας τα σκύβαλα της Παγκοσμιοποίησης και της λεγάμενης Νέας ’Εποχής και Νέας Τάξης πραγμάτων.
Έτσι η Εκκλησία και ο Ελληνισμός, από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, επί αιώνες, όπως ήδη τονίστηκε,συμπορεύονται σταθερά και αρμονικά και συναποτελούν, δυναμικά, την πραγματικότητα και ουσία του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού μας, και αυτό, περα από οποιεσδήποτε ρατσιστικές και στενόψυχες εθνοφυλετικές διακρίσεις.
Έχουμε, λοιπόν, οι πάντες υποχρέωση να τιμούμε και να σεβόμαστε την Ιστορία μας, αδιάσπαστη και συνεχή διά μέσου των αιώνων, διότι λαοί χωρίς εθνική μνήμη, με κενά και διακοπή της ιστορικής τους συνέχειας, χωρίς την Πίστη και τις παραδόσεις τους, δεν είναι εύκολο να επιβιώσουν.
Λοιπόν, «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις», όπως παραγγέλλει ο απόστολος των εθνών (Θεσ. Β’ 2,15).
Λαοί που αγνοούν και δεν αναθυμούνται το ιστορικό παρελθόν τους, χωρίς βέβαια στείρα κι εγωιστική προγονοπληξία και ρομαντική και κούφια αρχαιολατρία, λαοί που δεν αξιολογούν την προγονική τους κληρονομιά και δεν αντλούν απ’ αυτην διδάγματα, θετικά η αρνητικά, και δύναμη για τη μελλοντική τους πορεία, είναι καταδικασμένοι σε μαρασμό, εθνικό αποχρωματισμό και αφανισμό. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα λαών και κοσμο- κρατοριών που έλαμψαν στο στερέωμα ή μεσουράνησαν με την υλική δύναμη και τον πνευματικό πολιτισμό τους σαν φωτεινά μετέωρα, διέγραψαν όμως την τροχιά τους κι έσβησαν και χάθηκαν, απώλεσαν την ιστορική τους ταυτότητα και αυτοσυνειδησία και μόνο τα κατάλοιπα του πολιτισμού τους και τα επιβλητικά μνημεία τους είναι σήμερα οι άφωνοι μάρτυρες της ύπαρξής τους στο παρελθόν και της άλλοτε ακμής τους, ενώ οι ίδιοι κείτονται μεγάλοι νεκροί, σιωπηλοί και ακίνητοι στο κοιμητήρι της Ιστορίας.
Ο Ελληνισμός, όμως, αντέχει στον χρόνο χιλιετίες και αιώνες τώρα, γιατί τίμά την ιστορία του και το προγονικό του «γνώθι σαυτόν» και βαδίζει με αυτοεπίγνωση, αυτοπεποίθηση και σιγουριά προς το μέλλον, σεβόμενος και τηρώντας άρρηκτα συνδεδεμένα τις πολιτιστικές και Ορθόδοξες παραδόσεις του, σε μια γόνιμη σύζευξη ιστορικού παρελθόντος και ζωντανής πραγματικότητας με προσαρμογή στις σύγχρονες συνθήκες και απαιτήσεις της ζωής».
Τα κείμενα είναι από την έκδοση «Ορθοδοξία και Ελληνισμός», μια από τις σημαντικότερες εκδόσεις της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, επί Ηγουμενίας Αρχιμ. Αθανασίου Αναστασίου.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!