Στις 16 Ιανουαρίου 1998 άφησε την τελευταία του πνοή έπειτα από πολύμηνη και άνιση μάχη με τον καρκίνο ο κορυφαίος ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου Δημήτρης Χορν.
Ο Δημήτρης-Ελευθέριος Χορν γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1921 στην Αθήνα με το θέατρο να κυλά στις φλέβες του. Κι αυτό γιατί πατέρας του ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν και νονά του η ίδια η Κυβέλη. Ο μικρός Τάκης, όπως τον φώναζαν, μεγάλωσε πάνω στο σανίδι και παρακολούθησε πρόβες και παραστάσεις πολύ πριν καταλάβει τον εαυτό του.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου (νυν Εθνικού), όπου έκανε το ντεμπούτο του το 1940, στην οπερέτα του Στράους «Η Νυχτερίδα».
Αμέσως μετά εμφανίστηκε στο «Θέατρο Ρεξ» της Μαρίκας Κοτοπούλη, ως πρωταγωνιστής σε έργα, όπως «Ο πρωτευουσιάνος», «Αλάτι και πιπέρι», «Η κυρία με τις καμέλιες» κ.ά. Την περίοδο 1943 – 1944 συμμετείχε στο θίασο της Κατερίνας, με την οποία συμπρωταγωνίστησε στο «Σύζυγοι με δοκιμή». Το 1944 συγκρότησε δικό του θίασο μαζί με τη Μαίρη Αρώνη και λίγο αργότερα συνέπραξε με τη Βάσω Μανωλίδου. Το 1945 συνεργάστηκε με τον θίασο Μελίνας Μερκούρη και Νίκου Χατζίσκου, ενώ την περίοδο 1946 – 1950 επέστρεψε στο «Βασιλικό Θέατρο».
Ύστερα από απουσία δύο ετών στο Εξωτερικό, επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1953 γνώρισε την Έλλη Λαμπέτη. Ο δεσμός τους επίσπευσε το διαζύγιο της Λαμπέτη με τον Μάριο Πλωρίτη και μαζί έγραψαν μία από τις πιο αστραφτερές σελίδες στην υποκριτική τέχνη. Συγκρότησαν δικό τους θίασο, μαζί με τον Γιώργο Παππά, ανεβάζοντας έργα, όπως: «Ο βροχοποιός», «Νυφικό Κρεβάτι» και «Το παιχνίδι της Μοναξιάς». Οι δρόμοι τους χώρισαν το 1959 και δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ στο θεατρικό σανίδι.
Χορν και Λαμπέτη είχαν γνωριστεί από την εποχή που η Έλλη ήταν φοιτήτρια ακόμα στη δραματική σχολή και το πρώτο συναίσθημα που ένιωσαν ο ένας για τον άλλον ήταν η αντιπάθεια! Σύντομα όμως η αντιπάθεια μετατράπηκε σε έναν θυελλώδη έρωτα. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, ο οποίος είχε πει πως όταν οι δύο ηθοποιοί είχαν κοινό γύρισμα, προσπαθούσε να τους κρατήσει χωριστά τις νύχτες για να μην είναι εξαντλημένοι την επόμενη μέρα στο γύρισμα. Η σχέση τους έγινε το αγαπημένο θέμα κοινού και σκανδαλοθηρικού Τύπου, αν και το βασιλικό ζευγάρι του ελληνικού θεάτρου χώρισε έπειτα από επτά χρόνια κοινής ζωής.
Μεγάλη ήταν η συμβολή του Δημήτρη Χορν και στον Κινηματογράφο. Πρωταγωνίστησε μόνο σε 10 ταινίες, δίνοντας όμως ανεπανάληπτες ερμηνείες, όπως στην «Κάλπικη λίρα» (1954), στο «Μια ζωή την έχουμε» (1955) και «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956).
Έντονη ήταν και η ραδιοφωνική παρουσία του. Εκτός από τις μαγνητοφωνήσεις δεκάδων θεατρικών έργων, είχε «περάσει» στον κόσμο με ιδιαίτερο κέφι και φινέτσα ένα «αεράκι» εβδομαδιαίων πεντάλεπτων εκπομπών, που έγραφε ο Κώστας Πρετεντέρης. Με μια σουρεαλιστική ειρωνεία στη φωνή του, διάβαζε φανταστικά γράμματα ακροατών στην εκπομπή «Ο Ταχυδρόμος έφτασε».
Διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ την περίοδο 1974 -1975, ενώ το 1980 ίδρυσε με τη σύζυγό του Άννα Γουλανδρή το Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, σκοπός του οποίου ήταν η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Η Πολιτεία του απένειμε το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’.
Σεμνός, αριστοκρατικός και αισθαντικός, ο εθνικός μας πρωταγωνιστής υπήρξε μια λαμπερή προσωπικότητα, παραμένοντας διαχρονικά γοητευτικός, ταλαντούχος και σπιρτόζος.
Ο Δημήτρης Χορν άφησε τη δική του σφραγίδα στα θεατρικά και κινηματογραφικά πράγματα της Ελλάδας, ως ηθοποιός-ορόσημο και σύμβολο μιας ολόκληρης υποκριτικής γενιάς. Ως ένας άνθρωπος χαρισματικός και πληθωρικός με δυνατό χιούμορ και πηγαία διάθεση αυτοσαρκασμού, ο Χορν άφησε πίσω του έναν ανεξίτηλο μύθο που υπερβαίνει σαφώς τα υποκριτικά του χαρίσματα.
Ως γνήσιος μποέμ μιας άλλης εποχής, ήταν ακούραστο πειραχτήρι, η ίδια η χαρά της ζωής, μια χαρά συνδυασμένη βέβαια με ποιότητα, καλαισθησία και καλώς εννοούμενο αριστοκρατισμό. Φαινόταν να τα έχει όλα, να είναι προικισμένος με φινέτσα, στιλ, αέρα, ύφος και λάμψη, αν και εκείνος κρατούσε πάντα μικρό καλάθι για τον εαυτό του, άλλο ένα χαρακτηριστικό που προσιδιάζει στους πραγματικά σπουδαίους.
Μπορεί να ισχυριζόταν ότι είχε προδώσει όλους τους ρόλους που είχε ενσαρκώσει, αν και η κινηματογραφική και θεατρική ιστορία έχει σαφώς διαφορετική ετυμηγορία από την ειλικρινή ανασφάλεια του μεγάλου καλλιτέχνη. Ως απόδειξη λειτουργεί το γεγονός ότι το «στιλ Χορν», όπως ονομάστηκε το παίξιμό του, δεν άφησε πίσω μιμητές ή σχολή, καθώς υπήρξε ανεπανάληπτο!
Ο Χορν είχε ταυτοχρόνως το χάρισμα να ταιριάζει παντού, από τις πιο ετερόκλητες παρέες μέχρι και τα μεγάλα τζάκια, λες και ήταν κάπου ανάμεσα στον Φάουστ (έτσι όπως τον υποδύθηκε στο «Αλίμονο στους νέους»), στον Κλέωνα του «Μια ζωή την έχουμε» και τον ερωτοχτυπημένο Παύλο της «Κάλπικης Λίρας» που ήθελε να ζωγραφίσει το «σ’ αγαπώ». Όταν μάλιστα βάλθηκε να κατακτήσει τη θεατρική σκηνή της Αθήνας, όλες οι πόρτες άνοιξαν μονομιάς, λες και το ελληνικό θέατρο περίμενε χρόνια τον σαγηνευτικό και αιθέριο αυτό πρωταγωνιστή.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι συνάδελφοί του έχαναν τις ατάκες τους επειδή τον χάζευαν πάνω στη σκηνή, την ίδια ώρα που οι γυναίκες τον ερωτεύονταν κεραυνοβόλα και μια ολόκληρη χώρα λάτρευε τον Τάκη της. Όσο όμως τα φώτα της δημοσιότητας τον κυνηγούσαν κατά πόδας, τόσο εκείνος τα απωθούσε κρατώντας την προσωπική του ζωή μακριά από την αδιακρισία του φακού.
Τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα ακόμα και η Έντιθ Πιαφ, όταν τον πρωτοαντίκρισε σε εμφάνισή της στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1946, με τον παθιασμένο -αν και ανεκπλήρωτο έρωτά της- να απεικονίζεται γλαφυρά στις φλογερές επιστολές που του έστελνε.
Ο Χορν αγάπησε τους ανθρώπους και τη ζωή, έκανε πολλούς φίλους, στους οποίους συμπαραστάθηκε όπως μπορούσε. Αλλά και οι άνθρωποι τον αγάπησαν όχι μόνο για την υπέροχη Τέχνη του αλλά και για τη ζεστή ανθρωπιά που κουβαλούσε μέσα του. Γι’ αυτό και ενώ έβγαλε χρήματα πολλά, κατάφερνε να ξεμένει διαρκώς από δαύτα! Τα ξόδευε χαρίζοντάς τα σε όσους ζητούσαν τη βοήθειά του, ενώ γαλαντόμος καθώς ήταν πλήρωνε πάντα αυτός τα τραπεζώματα και τα κεράσματα σε όποια συντροφιά κι αν βρισκόταν, ακόμα και όταν έβγαινε με τον Ελύτη, τον Χατζιδάκι, τον Μινωτή και τον Καραμανλή, τη μεγάλη αδυναμία του.
Μεγαλύτερος από την Τέχνη που τόσο πιστά υπηρέτησε, ο Χορν ήταν πλασμένος από κείνα τα υλικά που φτιάχνονται τα όνειρα. Γι’ αυτό και υπήρξε κορυφαίος ηθοποιός, τόσο κορυφαίος που θεωρούσε ακράδαντα πως «Ποτέ δεν έπαψα να πιστεύω ότι ήταν λάθος μου να γίνω ηθοποιός»! Ακόμα και όταν βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, δεν δίσταζε να ζητήσει συγγνώμη από το κοινό για την «άθλια ερμηνεία» του…
Παρά το γεγονός ότι αγάπησε το θέατρο από τρυφερή ηλικία, η απόφασή του να σπουδάσει θεατρίνος ήρθε σαν ένα παιχνίδι της μοίρας. Να πως το περιγράφει ο ίδιος:
«Βγήκα στο θέατρο γιατί μια μέρα τρώγαμε στο σπίτι μου κι ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τον μεσημεριανό του ύπνο. Μου λέει: ‘‘Αχ, αύριο το μεσημέρι δε θα κοιμηθώ. Πρέπει να πάω στη Δραματική Σχολή’’. Ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Εισαγωγικών Εξετάσεων. ‘‘Με έχουν βάλει πρόεδρο στην Επιτροπή την Εξεταστική. Γι’ αυτούς που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί’’. ‘‘Πού είναι αυτό;’’. ‘‘Εκεί στην οδό Στάικου’’. Μια και δυο πηγαίνω εγώ, ήταν ο Συναδινός διευθυντής στη σχολή, να υποβάλω μια αίτηση για να δώσω εισαγωγικές. Και μου λέει: ‘‘έχει λήξει η προθεσμία, αλλά επειδή είσαι γιος του Παντελή θα κάνουμε μια εξαίρεση’’.
Το είπα λοιπόν του πατέρα μου και μου λέει:
«Σ’ ευχαριστώ παιδί μου. Δε θα χάσω το μεσημεριανό μου ύπνο, διότι δε θα πάω. Δεν μπορώ να είμαι πρόεδρος της Επιτροπής και να δίνεις εσύ εξετάσεις»!
Ο Τάκης έδωσε λοιπόν τις εξετάσεις του, αν και δεν πρόλαβε να πει παρά μόνο τέσσερις-πέντε ατάκες, όταν και τον διέκοψαν λέγοντάς του «καλά, καλά, αρκεί». Από το εξεταστικό κέντρο έφυγε απογοητευμένος, πιστεύοντας ότι δεν πέρασε. Την επόμενη όμως μέρα συνάντησε τυχαία στον δρόμο τον Βεάκη και ο μεγάλος μας ηθοποιός του εκμυστηρεύτηκε: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μας δρόσισες μέσα σ’ αυτή την ανομβρία»! Έτσι έμαθε ότι πέρασε…
Ο Χορν σπανίως αποκάλυπτε τα χρονικά της προσωπικής του ζωής, καθώς μισούσε τη δημόσια έκθεση, κάποια στιγμή μίλησε ωστόσο για τους δύο γάμους του, τον πρώτο με τη Ρίτα Φιλίππου και τον δεύτερο με την Άννα Γουλανδρή (τη χήρα του Παπάγου) το 1967, στο πλευρό της οποίας παρέμεινε μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατός της το 1988: «Την πρώτη μου γυναίκα, τη Ρίτα Φιλλίπου, την απατούσα συνεχώς και της το έλεγα. Την τρίτη μου γυναίκα, την Άννα Γουλανδρή, την αγάπησα πάρα πολύ».
Έπαιξε τα πάντα στο θέατρο με απίστευτη επιτυχία (εκτός από τραγωδία!), καταφέρνοντας να μεταμορφώνει ακόμα και θεωρητικά εύκολους ρόλους σε κάτι μαγικό. Αν και την επιτυχία την καταφρονούσε διαχρονικά. Εξίσου αμφιθυμική στάση διατηρούσε και για τον Κινηματογράφο, γι’ αυτό και έπαιξε σε μόλις 10 ταινίες, που ήταν προφανώς αρκετές για να περάσει στην αιωνιότητα το τεράστιο υποκριτικό του ταλέντο.
Δεν αγαπούσε το σινεμά, καθώς η ανασφάλεια που ένιωθε για την υποκριτική του κλιμακωνόταν στον Κινηματογράφο. Όπως είχε εξομολογηθεί στον Φρέντυ Γερμανό: «Εγώ δεν αγάπησα ούτε τον εαυτό μου ούτε την τέχνη μου. Και υπάρχουν νύχτες που τις περνάω κάνοντας την ίδια εφιαλτική ερώτηση: εάν έπρεπε να βγω στο θέατρο;». Όταν μάλιστα τον μάλωσε ο Γερμανός γιατί ήταν υπερβολικά αυστηρός με τον κινηματογραφικό εαυτό του, εκείνος τον αποστόμωσε με το αμίμητο: «Με έχετε δει στο σινεμά;»!
Για την ερμηνεία του μάλιστα στο «Μια του κλέφτη» τιμήθηκε με βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960. Αν και πάλι δεν του είπε τίποτα, καθώς φαινόταν να απαξιώνει τη ζηλευτή του επιτυχία και κανείς δεν ήξερε εάν μιλούσε από μετριοφροσύνη ή από αλαζονεία…
Όσο κυλούσαν τα χρόνια, αποτραβιόταν διαρκώς από τη δημόσια ζωή και οι πάμπολλοι φίλοι του λιγόστευαν, αν και με τον Ελύτη, τον Χατζιδάκι και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή δεν χώρισαν ποτέ.
Το 1983 πήρε την αμετάκλητη απόφαση να βυθιστεί στη σιωπή, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μόνος πλέον και μακριά από τη λάμψη που είχε γνωρίσει, κανείς δεν ήξερε γιατί πήρε την οριστική αυτή απόφαση να αποτραβηχτεί. Αν και όσοι τον ήξεραν υποδείκνυαν με νόημα ότι τη χρονιά εκείνη έφυγε από τον κόσμο η «Αγαπούλα», όπως την έλεγε άλλοτε, η Έλλη Λαμπέτη.
Τα τελευταία 4 χρόνια της ζωής του τον χτύπησε η νόσος του Αλτσχάιμερ. Μετά τον θάνατό του, καθιερώθηκε στη μνήμη του το Βραβείο Χορν για πρωτοεμφανιζόμενα φιντάνια του θεάτρου. Στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε λίγο πριν φύγει από τον κόσμο, η Σεμίνα Διγενή τον ρώτησε αν είμαστε πολιτισμένοι ως λαός. «Όχι», της απάντησε κοφτά ο Χορν, «όχι, γιατί δεν είμαστε ελεύθεροι»…
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!