● Χειμώνας του έτους 1996, σ’ ένα μικρό νησί του βορείου Αιγαίου, κάποιος μαθητής της τρίτης γυμνασίου, ας τον πούμε Σάββα, αν και δεν έχει σημασία το πραγματικό του όνομα, περιμένει στην αυλή του δημοτικού σχολείου του απομακρυσμένου χωριού του, τον καθηγητή του για να του κάνει μάθημα στα πλαίσια της (τότε) ενισχυτικής διδασκαλίας.
Ήταν έξυπνο παιδί ο Σάββας. Τα μάτια του σπινθηροβολούσαν κάθε που άκουγε κάτι καινούριο και κάθε που μιλούσε για τη θάλασσα. Τα ίδια μάτια βούρκωναν, όταν τύχαινε, πολύ σπάνια, να μιλάει για τον πατέρα του.
Τον είχε χάσει το προηγούμενο καλοκαίρι σε ατύχημα την ώρα που ψάρευε. Μια απροσεξία, ένας λανθασμένος υπολογισμός, η ανάγκη για μεγάλη ψαριά, καθώς ήταν μεγάλη και η οικογένεια που έσερνε πίσω του, ήταν αρκετά για να συμβεί το ατύχημα.
Ο Σάββας ήταν ο μεγαλύτερος από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Η μητέρα του αναγκάστηκε να δουλεύει από δω κι από κει, όπου έβρισκε για να τα φέρει βόλτα.
Την έβλεπε ο Σάββας και δεν το άντεχε.
-«Δάσκαλε, θα το αφήσω το σχολείο», έλεγε συχνά.
«Πρέπει να δουλέψω. Δεν ημπορώ να βλέπω τη μάνα μου να παιδεύεται. Αν ζούσε ο πατέρας μου θα πήγαινα και στο λύκειο για να σπουδάσω γιατρός που δεν έχουμε στο νησί»
-«Και τι δουλειά θα βρεις να κάνεις χωρίς γράμματα, χωρίς ένα χαρτί στα χέρια σου;» του απαντούσε ο δάσκαλος.
-«Ψαράς, σαν τον πατέρα μου, ή οτιδήποτες άλλο».
-«Κοίτα που θέλει ο κώλος του να γίνει και γιατρός!» τον περιγέλασε κάποτε ένας γείτονας σαν άκουσε το Σάββα να λέει στο φίλο του το κρυφό όνειρό του.
Μαχαιριά!
Μα ο μικρός είχε μεγάλη καρδιά και του χαμογέλασε…
Ο Σάββας τελείωσε το γυμνάσιο, μα δεν συνέχισε στο λύκειο. Δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να κυνηγήσει το όνειρό του.
Καμία Συντεταγμένη Πολιτεία και καμία Συντεταγμένη Κοινωνία δεν αγάπησε το Σάββα!
● Χειμώνας του 1997, σε μια πόλη της Θράκης, κάποιος μαθητής της δευτέρας γυμνασίου, ας τον πούμε Μουράτ, αν και δεν έχει σημασία το πραγματικό του όνομα, κάθεται μόνος σε μια γωνιά στο προαύλιο του σχολείου του. Άργησε να έρθει την πρώτη ώρα και έτσι περίμενε απ’ έξω.
«Γιατί είσαι έξω Μουράτ;» τον ρώτησε ο δάσκαλος. « Πάλι άργησες να ξυπνήσεις;»
«Όχι εγώ δάσκαλε, ο αδερφός μου δεν ξυπνούσε και έπρεπε να τον πάω στο νηπιαγωγείο»
«Οι γονείς σου;»
«Φεύγουν πρωί για τη δουλειά και τον ετοιμάζω εγώ. Όμως και πάλι, δεν ήθελα να μπω την πρώτη ώρα. Έχουμε Νέα Ελληνικά και δεν τα καταφέρνω. Δυσκολεύομαι να γράψω. Και πού θα μου χρειαστεί δάσκαλε να ξέρω να γράφω; Εγώ μηχανικός στα αυτοκίνητα θα γίνω»
«Αυτό θέλεις;»
«Όχι δάσκαλε. Αρχιτέκτονας για σπίτια θέλω, μα μηχανικός στα αυτοκίνητα θα γίνω».
«Να πάει στο νυχτερινό, για να πάρει το απολυτήριο γυμνασίου. Φρενάρει όλο το τμήμα .Να μην πάνε πίσω και οι καλοί μαθητές!»
ήταν η παρότρυνση των εκπροσώπων της Συντεταγμένης Πολιτείας της Συντεταγμένης Κοινωνίας και της Συντεταγμένης Εκπαιδευτικής Κοινότητας μη …χ@σ# μέσα..!
Ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας ο Μουράτ, για να φτιάξει για την οικογένειά του ένα σπίτι καθώς δεν είχαν δικό τους και έμεναν στο νοίκι σε ένα χαμόσπιτο.
● Χειμώνας του 1998, σ’ ένα μεγάλο νησί των Δωδεκανήσων, όπου συναντάς τον πλούτο μαζί με τη φτώχια, τη χλιδή δίπλα στην εξαθλίωση, την πονηριά απέναντι από την περηφάνια.
Κάποια μαθήτρια της πρώτης τάξης του επαγγελματικού λυκείου, ας την πούμε Χριστίνα, αν και δεν έχει σημασία το πραγματικό της όνομα, καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια, κάπου εκεί στα τελευταία θρανία, να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά.
-«Να με συγχωρείς δάσκαλε. Είναι που δεν κοιμήθηκα απόψε ούτε μία ώρα».
-«Κι ήρθες εδώ να κοιμηθείς;» της απάντησε ο ‘δάσκαλος’ με ύφος.
-«Όχι δάσκαλε, ήρθα για να μη χάσω το μάθημα»
-«Και γιατί δεν κοιμήθηκες; Μη μου πεις ότι διάβαζες;»
Δεν απάντησε η Χριστίνα. Δεν καταδέχτηκε.
-«Γιατί τον άφησες να σου μιλήσει έτσι;» τη ρώτησε στο διάλειμμα μια φίλη της.
«Γιατί δεν του είπες ότι πρόσεχες την αδερφή σου που ψηνόταν στον πυρετό όλο το βράδυ;»
-«Άσε ρε συ. Τι τον νοιάζει το δάσκαλο;» ήταν η απάντησή της.
Δεν είπε τίποτα για την άρρωστη αδερφή της, δεν είπε τίποτα για τη μάνα της που δούλευε νυχτερινή ούτε για τον πατέρα της που ήταν απών εδώ και χρόνια.
-«Θα ήθελα να γίνω νοσηλεύτρια, αλλά πολύ δύσκολο. Πρέπει να φύγω από το νησί και δεν υπάρχουν τα λεφτά. Οπότε θα ψάξω για κάτι άλλο. Μπορεί σε κανένα κομμωτήριο ή σε καμιά καφετέρια. Τι να γίνει δάσκαλε, δεν μπορούν να σπουδάζουν όλοι»
είχε πει η Χριστίνα σε μια συζήτηση μέσα στην τάξη, σχετική με την επαγγελματική αποκατάσταση..!
Άραγε, τι νόημα έχουν οι εκπαιδευτικοί σχεδιασμοί, τα μεγάλα οράματα των υπεύθυνων της εκπαίδευσης, οι ‘ριζικές και ουσιαστικές αλλαγές’ που εξαγγέλλονται κάθε τόσο, οι κλαδικές διεκδικήσεις, τα «πρώτα ο μαθητής» και όλες οι άλλες κενολογίες που ακούμε συχνά όταν ξεχνάνε επιδεικτικά τον (κάθε) Σάββα, τον (κάθε) Μουράτ και την (κάθε) Χριστίνα;
Τι νόημα έχει η παιδεία μιας χώρας όταν αφήνει παιδιά έξω από αυτήν;
Παιδιά ενός κατώτερου θεού με μεγαλείο ψυχής ενός ανώτερου θεού, αυτού που και δεν έχουν και δεν θα αποκτήσουν ποτέ οι ‘υπεύθυνοι’.