ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΙΣΣΑ
Κάθε φορά που το κατεστημένο -το κάθε μορφής, εποχής και χώρας- όταν διαπιστώνει ότι κάποιες ιδέες, απόψεις, πολιτιστικές, θρησκευτικές, πολιτικοκοινωνικές δραστηριότητες το ενοχλούν και φοβάται μη χάσει την ισορροπία του -με γνωστές και άγνωστες, με θεμιτές και αθέμιτες μεθοδεύσεις-, σχεδιάζει την αντίδρασή του άλλοτε με αναίμακτους τρόπους κι άλλοτε με σκληρούς τρόπους.
Στο όνομα της ηθικής, της δημοκρατίας, της ιερής μνήμης και τέλος υποκριτικά της ελευθερίας, που την προστατεύουν μόνο οι εξουσιαστικές ελίτ.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πολιτική λογοκρισία όλων των εποχών και μέχρι σήμερα παραμένει η τρέχουσα πρακτική των χωρών που διέρχονται κρίση.
Ο ρόλος του αρθρογράφου δεν είναι να κινείται σε ένα επίπεδο, αλλά να συγκεκριμενοποιεί μια σκέψη, μια πράξη, που να ’ναι σε θέση να παρουσιάζει την πραγματική εικόνα της κοινωνίας και να κριτικάρει με τη γραφή του τα κακώς κείμενα, έστω κι αν αυτός είναι αντίθετος.
Όπως γράφει ο Βολταίρος:
«Για να γράψεις την αληθινή ιστορία, πρέπει να ζεις σε χώρα ελεύθερη. Γεγονός που φανερώνει όχι μόνο ότι η λογοκρισία βρίσκεται σε έξαρση στην ανελευθερία, αλλά πως καταδυναστεύει και σφαγιάζει βίαια την αλήθεια».
Σήμερα, λέμε λογοκρισία, αγγίζοντας μια έννοια τόσο σοβαρή, με την ανυποψίαστη βεβαιότητα πως η λέξη μάς αφορά μόνο ως όρος της γραμματολογίας, και καθεστώτα αυταρχικά κι ανελεύθερα.
Αλλά όσο θα συνεχίζουμε να συμβιώνουμε πάνω στη γη με λαούς κι έθνη που ζουν κάτω από το ψυχρό βλέμμα του λογοκριτή, τόσο θα πρέπει να ανησυχούμε για το ιστορικό και πνευματικό μας μέλλον.
Το σημαντικό για κάθε αναγνώστη είναι να μην αντιμετωπίζει τα γραπτά ενός γράφοντα σαν κήρυγμα ή προεκλογικό λόγο, αλλά ως συνέχεια, που αποβλέπει να ανοίξει τα μάτια των πολιτών, έτσι ώστε η γνώση της αλήθειας δεν θα μπορεί να προδοθεί με κανένα τρόπο.
Πρόκειται για τα διδάγματα μιας κοινωνικής ομάδας και κανείς δεν θα πρέπει να αντιταχθεί στην άσκηση αυτής της δημιουργίας.
Ακόμα κι όταν αυτός ο αγώνας γίνεται άσκηση ύφους ανάμεσα σε λιβελογράφημα και το λογοκριτή.
Γιατί ο λογοκριτής πρέπει να μελετήσει μια γλώσσα που δεν ξέρει, να βυθιστεί σε κάποια κριτικά κείμενα, να παραδοθεί σε φοβερά φανταστικούς χώρους, που θα τον απομάκρυναν κατά πολύ από τους κανονισμούς ή τις διατάξεις που είχε συμβουλευτεί.
Στην περίπτωση, πρέπει να δούμε προς τα πού γέρνει η ζυγαριά:
Από την πλευρά των εξουσιαστικών ελίτ;
Ή των αρθρογράφων;
Σε αυτές τις συνθήκες, θα θέλαμε να γέρνει προς την πλευρά της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου.
Γιατί η …συγγραφική πράξη δεν έχει ανάγκη από καμιά άδεια.
Η ηθική τάξη κι ο δημόσιος ρόλος αρκούν για μια καλή συμφωνία, ανάμεσα στο δημιουργό, τον εκδότη και τον αναγνώστη.
Αν η ζυγαριά έγερνε υπέρ των εξουσιαστικών ελίτ, δεν θα είχαμε (τα λογοτεχνικά αριστουργήματα) π.χ. τους ‘Δαιμονισμένους’ του Ντοστογιέφσκι, το ‘1793’ του Ουγκό, τα ‘Χαμένα Όνειρα’ του Μπαλζάκ, το ‘Λύκο της Στέπας’ του Έσσε, την ‘Τιμή της Καταρίνας Μπλουμ’ του νομπελίστα Μπελ ή τη ‘Μικρή Τυμπανίστρια’ του Λε Καρέ.
Κανείς δεν μπήκε στη διαδικασία της απαγόρευσης.
Αυτή είναι η προφανής απάντηση που επιβάλλεται να δοθεί απέναντι σ’ όσους έτρεξαν να ζητήσουν να λογοκριθεί ένα κείμενο, ένα βιβλίο ή να καταδικάσουν έναν εκδότη.
Κλείνοντας (αυτό το σημείωμα), θυμήθηκα τα λόγια του Φλομπέρ:
«Η λογοκρισία, όποια και αν είναι, μου φαίνεται τερατώδης, χειρότερη από δολοφονία.
Η απόπειρα κατά της σκέψης είναι ένα έγκλημα κατά της ψυχής».