Ο μεγαλύτερος Έλληνας σατιρικός ποιητής του περασμένου αιώνα. Γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου.
Μικρός αναγκάστηκε να ξενιτευτεί για οικονομικούς λόγους και να εργαστεί σε εμπορικό κατάστημα. Πολύ γρήγορα όμως πήγε στην Αθήνα και γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή, που δεν κατάφερε ωστόσο να την τελειώσει.
Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και σατιρικά περιοδικά της εποχής του, όπως ο «Ασμοδαίος», ο «Ραμπαγάς» και ο «Αριστοφάνης» κ.ά.
Το 1853 εξέδωσε την περίφημη σατιρική εφημερίδα «Ο Ρωμηός», που έγινε γνωστή και αγαπήθηκε απ’ όλους τους Έλληνες.
Την εβδομαδιαία αυτή εφημερίδα την εξέδιδε επί 37 χρόνια συνέχεια και καυτηρίαζε τα ελαττώματα της κοινωνίας την εποχή εκείνη. Σατίριζε πολλά επίσημα πρόσωπα και διακωμωδούσε καταστάσεις της σύγχρονης εποχής. όλα σχεδόν τα έργα του τα δημοσίευσε στις στήλες της σατιρικής αυτής εφημερίδας.
Η σάτιρα του είναι χαριτωμένη, πνευματώδης και άκακη. Τα γνωστότερα από τα έργα του είναι: Τα θεατρικά «δεν έχει τα προσόντα», «Η περιφέρεια», «Η χειραφέτησις», «Η επιδημία», «Ο αναπαραδιάρης», τα σατιρικά ποιήματα, «Ο Φασουλής φιλόσοφος», «Τα τραγούδια μου», «Ανατολικό ζήτημα», κ.ά. Μετέφρασε ακόμη και την κωμωδία του Αριστοφάνη «Νεφέλες».
Για τον Σουρή πολλά έχουν γραφεί και δεν είναι υπερβολική η γνώμη ότι παίρνει τη θέση του Αριστοφάνη στη νεότερη Ελλάδα.
Καυστικός, διεισδυτικός, κριτικός, εύστοχος, διεισδύει με το ακονισμένο του μυαλό και τον οξυδερκή νου του στα άδυτα της κοινωνίας της εποχής του.
Μπαίνει στην πολιτική, στα σαλόνια, στα κοσμικά στέκια, στις ταβέρνες.
Τραβά τον δρόμο του, συναντά κάποιον καθηγητή του Πανεπιστημίου κουβεντιάζει μαζί του, τον σχολιάζει «ανερυθρίαστος», τον εγκαταλείπει και καταφεύγει σε κάποια ταβέρνα της εποχής του, άλλοτε μονολογεί και άλλοτε κραυγάζει, δηκτικός, φορές φορές σκληρός και αδυσώπητος.
Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου». Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της εποχής του.
Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.
Ὁ Ῥωμηός
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ…
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.