Του Γεωργίου Παπασίμου,
Διικηγόρου
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσιευθείσα έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, με θέμα «Φυγή ανθρωπίνου Κεφαλαίου» εξαιτίας της κρίσης στα χρόνια της μνημονιακής λαίλαπας, από το 2010 έως σήμερα έχουν ήδη μεταναστεύσει περίπου 500.000 νέοι επιστήμονες, χωρίς ακόμα να έχει ολοκληρωθεί αυτό το μαζικό φαινόμενο, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.
Πρόκειται για το τρίτο μαζικό κύμα μετανάστευσης σε διάστημα των τελευταίων 100 χρόνων με το πρώτο την περίοδο 1903-1917, το δεύτερο 1960-1972 και το σημερινό από 2000 έως σήμερα. Οι τρεις αυτές φάσεις έχουν, κατ’ αρχήν, ομοιότητες, όπως, για παράδειγμα, ότι έγιναν μετά από έντονες υφεσιακές διαταραχές, που διεύρυναν το χάσμα της Ελλάδος από τις αναπτυγμένες Χώρες, κάτι, που τροφοδότησε την φυγή νέων, στην πλειοψηφία, ανθρώπων, που αναζήτησαν νέες ευκαιρίες και δυνατότητες προόδου.
Πέραν, όμως, των ομοιοτήτων, υπάρχει μία σημαντική διαφορά, η οποία αφορά το παρόν και το μέλλον της Χώρας, αφού με το σημερινό τρίτο κύμα μετανάστευσης η πλειοψηφία των νέων, που εγκαταλείπουν την Χώρα, είναι μορφωμένοι και επιστήμονες (γιατροί, μηχανικοί, μηχανολόγοι κ.λπ.), που κατευθύνονται κυρίως στη Γερμανία και δευτερευόντως σε Αγγλία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Σε αντίθεση με τα άλλα δύο κύματα, και ειδικότερα αυτό των δεκαετιών ’60-’70, όπου είχαμε την έξοδο ανειδίκευτων εργατών και αγροτών (και το οποίο είχε σοβαρές συνέπειες για την πορεία της Χώρας, αφού τότε έφυγε ένα ισχυρό και ρωμαλέο εργατικό και αγροτικό τμήμα της), σήμερα πρόκειται για εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, που καλύπτει μεγάλα κενά, που αντιμετωπίζουν ισχυρές καπιταλιστικές Χώρες της Δύσης. Σ’ αυτό πρωτοστατεί η Γερμανία, που επιδίδεται σε ισχυρή προπαγάνδα για μετανάστευση σε αυτήν και μέσα στα Ελληνικά Πανεπιστήμια, λαμβάνοντας, έτσι, το φαινόμενο αυτό στοιχεία στρατολόγησης επιστημονικού δυναμικού.
Το κόστος αυτό του «εξοστρακισμού» της Ελληνικής νέας γενιάς, που, σημειωτέον, είναι η πιο μορφωμένη σε όλη την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, είναι τεράστιο και έχει δραματικές συνέπειες για την Χώρα. Συνέπειες, που δεν είναι μόνο οικονομικές, αλλά και κοινωνικές και πολιτικές, δημιουργώντας συνθήκες «αργού θανάτου» της Ελλάδος. Κατ’ αρχήν, σε οικονομικό επίπεδο, χάνονται για πάντα τα χρήματα, που έχει δαπανήσει το Ελληνικό Δημόσιο για την εκπαίδευση των πτυχιούχων αυτών, οι οποίοι χρησιμοποιούνται στις παραγωγικές μηχανές της καπιταλιστικής Δύσης ως υψηλό εξειδικευμένο προσωπικό.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα έγκυρων εφημερίδων στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το Ελληνικό Κράτος δαπανά 70.000 ευρώ για κάθε πτυχιούχο μεταλλειολόγο του Πολυτεχνείου, 18.000 ευρώ για κάθε πτυχιούχο ηλεκτρολόγο του Πολυτεχνείου, 10.000 ευρώ για κάθε πτυχιούχο της Νομικής Αθηνών και περίπου 100.000 ευρώ για κάθε πτυχιούχο της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, χωρίς σ’ αυτή την τρομακτική δαπάνη να προσμετράται το κόστος των οικογενειών για την είσοδο στα Πανεπιστήμια και την ολοκλήρωση αυτών των σπουδών.
Για να γίνει αντιληπτή αυτή η τρομακτική οικονομική απώλεια, μόνο για τους 20.000 ιατρούς, οι οποίοι έχουν μεταναστεύσει από το 2010 και εργάζονται στη Γερμανία, το κόστος του Ελληνικού Δημοσίου ως απώλεια επενδύσεων σε «ανθρώπινο κεφάλαιο» ανέρχεται χονδρικά σε 2 δις ευρώ !!! Στην παραπάνω, δε, οικονομική διάσταση αυτού του προβλήματος θα πρέπει να υπολογιστεί και η αξία, που θα παρήγαγαν οι παραπάνω επιστήμονες και η συνεισφορά, που θα είχαν αυτοί στον οικονομικό κύκλο δραστηριοτήτων της Χώρας μας, εφόσον παρέμεναν εδώ.
Πέραν, όμως, της άμεσης οικονομικής διάστασης του προβλήματος, δραματική συνέπεια για την Ελλάδα αποτελεί και η νέα πραγματικότητα, που διαμορφώνεται σ’ αυτήν σε επίπεδο κοινωνικών ισορροπιών, από την επιδείνωση του λεγόμενου μεταναστευτικού ισοζυγίου, καθώς εξάγουμε υψηλά εξειδικευμένους Έλληνες εργαζομένους και εισάγουμε ξένους χειρώνακτες, οι οποίοι, μάλιστα, προέρχονται από διαφορετικά εθνικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα, με πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την ενσωμάτωσή τους στον εθνικό και κοινωνικό ιστό, δημιουργώντας, έτσι, μακροπρόθεσμα, και όρους πολιτισμικής αποσταθεροποίησης.
Τέλος, σοβαρότατη συνέπεια από τη φυγή αυτού του επιστημονικού δυναμικού από την Χώρα, η οποία βρίσκεται σε βαθιά παρατεταμένη κρίση και το οποίο αποτελείται κυρίως από νέους δυσαρεστημένους από την οικονομική κατάσταση και εξοργισμένους από την βύθισή της από το κλεπτοκρατικό «σύστημα παρακμής», είναι και το γεγονός, ότι υπονομεύεται σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα ριζικής ανατροπής και ανανέωσης του σαθρού πολιτικοοικονομικού εποικοδομήματος της ύστερης Μεταπολίτευσης και της μνημονιακής κηδεμόνευσης.
Σ’ αυτό θα μπορούσε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο αυτό το κομμάτι της νεολαίας, το οποίο «εξοστρακίζεται», ουσιαστικά, κάτι που είδαμε ότι έγινε σε άλλες Χώρες (Ισπανία, Αίγυπτος κ.λπ.), όπου η νεολαία και οι επιστήμονες δεν τις εγκατέλειψαν, αλλά παρέμειναν, αγωνίσθηκαν και συνέβαλαν, λιγότερο ή περισσότερο, στην αλλαγή του φθαρμένου πολιτικού σκηνικού των Χωρών τους.