Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΕΡΕΚΟΥ
Το κέντρο της Αθήνας έχει γίνει ανυπόφορο! Φωνές, φασαρία, σκόνη, μποτιλιαρίσματα, καυσαέριο, νέφος, πήξιμο οι δρόμοι, σπρωξίδι στα πεζοδρόμια, μικροπωλητές «του ποδαριού» σε κάθε γωνιά και ό,τι άλλο βάλλει ο νους σας! Ζητιάνοι σε κάθε σου βήμα με απλωμένο το χέρι, περίεργοι τύποι που ζητούν επίμονα ένα ευρώ «για να πάρουν τη ”δόση” τους», προσφυγόπουλα στα φανάρια που τρυπώνουν ανάμεσα στα αυτοκίνητα με το νερό και την πατσαβούρα στο χέρι, για να σου καθαρίσουν το «παρ-μπριζ». Καλάθια μικροπωλητών στη μέση των πεζοδρομίων και πάγκοι φορτωμένοι με λογής-λογής πραμάτειες παντού.
Οδύσσεια για να πας Σύνταγμα-Ομόνοια και, σε μια μάλλον απόμερη ήσυχη γωνιά, να και κάποιοι άλλοι, τελείως διαφορετικοί, σαν πλάσματα άλλου κόσμου. Ήρεμοι, αγέλαστοι, καθηλωμένοι σ’ ένα τραπεζάκι φορτωμένο μόνο με πολύχρωμα φυλλάδια. Πέρασα δίπλα τους βιαστικά αλλά πρόλαβαν και μου βάλαν, σχεδόν με το ζόρι, ένα φυλλάδιο στο χέρι. Κοντοστάθηκα και κοίταξα μόνο τον τίτλο του. ”Μετανοείτε!” έγραφε, με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα. Ετοιμάστηκα να το πετάξω στο πρώτο καλάθι των αχρήστων αλλά «με άγγιξε» ο τίτλος του και το κράτησα. Και με άγγιξε διότι, σαν να μάντεψε κάποιες μύχιες σκέψεις που κάνω σε μοναχικές μου ώρες, όταν πράγματι διαπιστώνω ότι κι εγώ ΜΕΤΑΝΟΩ!
-Μετανοώ που ήρθα στην πρωτεύουσα κι έγινα Αθηναίος, για ν’ αναπνέω καυσαέριο και νέφος, να ακούω συνεχώς να εκτοξεύεται η βρώμικη «εθνική μας λέξη» μ@λ…α, προς κάθε κατεύθυνση και να νοιώθω κι εγώ βρώμικος και μολυσμένος.
-Μετανοώ, γιατί μένω σ’ ένα ωραίο μεν διαμέρισμα αλλά σαν φυλακή κι όποιο παράθυρο κι αν ανοίξω αντικρίζω απέναντί μου ντουβάρια, που μου πλακώνουν την ψυχή.
-Μετανοώ, γιατί είμαι φίλαθλος της παλιάς σχολής… αλλά και οικογενειάρχης κι έχω, όπως οι περισσότεροι, του κόσμου τα προβλήματα, κι ας δουλεύω αδιάκοπα μια ζωή χωρίς ανάσα. Και διαβάζω την ίδια ώρα ότι κάποιοι «αθλητές» του σήμερα, ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες κυρίως, παίρνουν ένα εκατομμύριο το χρόνο ή και περισσότερα, επειδή πετάνε εύστοχα τη μπάλα σ’ ένα καλάθι ή στα δίχτυα τού απέναντί τους τερματοφύλακα…
-Μετανοώ, γιατί η Αθήνα με διώχνει κι εγώ επιμένω να ζω εδώ, μαζοχιστικά ερωτευμένος μαζί της κι ας μοιάζει χάβρα των Ιουδαίων.
Ας μην μπορώ να κοιμηθώ με «κουφωτό» έστω το παράθυρό μου για ν’ αναπνεύσω λίγο δροσερό αέρα. Να προσαρμοστώ στον μοντέρνο τρόπο ζωής, αυτόν της αδιαφορίας, της αυθαιρεσίας και της αναλγησίας, που με κυκλώνει αφού κυκλοφορώ αναγκαστικά ανάμεσα σε αγνώστους που οι περισσότεροι με αγριοκοιτάζουν χωρίς καν να ξέρω γιατί.
-Μετανοώ, γιατί δεν προτίμησα -αντί για την πρωτεύουσα- μια …σπηλιά εκεί ψηλά σε ένα απ’ τα βουνά μας, να κάνω παρέα με τις αρκούδες και τα κοράκια που, στον σοφό κύκλο της φύσης, παίζουν κι αυτά το ρόλο τους, μιας και εξαφανίζουν την οσμή και τα ίχνη του θανάτου.
-Μετανοώ, γιατί έφυγα απ’ το χωριουδάκι μου, το ήσυχο και ειδυλλιακό, που καθόμουνα κάτω από το πλατάνι μας κι άκουγα το θρόισμα των φύλλων του και το κελάηδημα των πουλιών του, σαν θεία μουσική.
Έτρωγα φρούτα κι αγνά λαχανικά απ’ το χωράφι μας, αγουρόλαδο που μύριζε ελιά κι έπινα κρασί από το αμπέλι μας, σκέτο νέκταρ των θεών.
Είχα το σπίτι μου ορθάνοιχτο, να σεργιανάει μέσα του τ’ αγέρι και να μου φέρνει τ’ άρωμα του θυμαριού και των άγριων λουλουδιών. Είχα και τον κοκκινολαίμη να ‘ρχεται κάθε μέρα την ίδια ώρα και να μου χτυπάει με τη μυτούλα του το τζάμι, ζητώντας μου τα ψίχουλα που του άφηνα εκεί κάθε πρωί.
Και ήρθα στην Αθήνα να γίνω «πρωτευουσιάνος» (τρομάρα μου). Στην Αθήνα που μας τραβάει και μας μαγνητίζει όλους σαν μεγάλο φωτεινό αστέρι, γιατί ξεχάσαμε ότι …όποιος κοιτάει τ’ άστρα, πέφτει συχνά σε λακκούβες!!!
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!