Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΡΕΚΟΣ
Σύμφωνα με την φετινή έρευνα της επίσημης Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) σχεδόν 2.300.000 συνάνθρωποί μας, δηλαδή το 21,4% του πληθυσμού της χώρας μας, ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας (το ετήσιο ατομικό κατώφλιο φτώχειας προσδιορίζεται στα 4.512 ευρώ)!
Στα όρια του κινδύνου φτώχειας ζει το 35,7% του πληθυσμού (3.830.000 πολίτες, από τους οποίους 1.470.000 οι άνω των 65 ετών συνταξιούχοι)…!
Όταν οι προεκλογικές υποσχέσεις των πολιτικών μας για στοργή και στήριξή αυτών των συνταξιοδοτημένων πολιτών εφαρμόζεται στην πράξη ανάποδα…
Με διατήρηση δηλαδή της κατάργησης των δύο συντάξεων «δώρων» που δεν ήταν καθόλου δώρα αλλά παρακρατηθέντα χρήματα των συνταξιούχων από το μεροκάματό τους όσα χρόνια δούλευαν.
Με τις συνεχώς μειούμενες συντάξεις τους, που δέχονται στη συνέχεια νέα μείωση λόγω αύξησης των τιμών όλων των ειδών πρώτης ανάγκης μετά την αύξηση του Φ.Π.Α. από το 13% στο 24% και των άμεσων ή έμμεσων φόρων και «χαρατσιών» που επιβάλλονται σε όλους.
Μόνον όσοι βιώνουν κάθε μέρα από κοντά την αδυναμία αυτών των δύστυχων συνανθρώπων μας, που στερούνται ακόμη και τα στοιχειώδη «προς το ζην», μπορούν να καταλάβουν την απογοήτευση και τη βαθιά πίκρα που τους διακατέχει όταν στις πορείες διαμαρτυρίας τους κρατάνε συμβολικά
ένα κουλούρι στο χέρι, για να δείξουν το κατάντημα που τους επιφυλάσσει η πολιτεία στα γηρατειά τους!
Και επειδή μια εικόνα λέει περισσότερα από χίλιες λέξεις, η τεράστια ουρά 600 και πλέον ατόμων που περίμεναν ατέλειωτες ώρες έξω από τα γραφεία της ΕΥΔΑΠ, όπως είδαμε στην τηλεόραση, για να πάρουν «ρύθμιση» ώστε να πληρώσουν τους λογαριασμούς του νερού (κάποιων λίγων ευρώ δηλαδή) με δόσεις, για να μην τους κόψουν την παροχή του, τα λέει όλα…!
Ο αείμνηστος λογοτέχνης και ποιητής Κώστας Νικολάου, σε ποίημά του που είχε δημοσιευθεί στην «ΕΡΕΥΝΑ» Καλλιθέας Αττικής πριν δέκα χρόνια, περιέγραφε πολύ παραστατικά και ανθρώπινα το δράμα των μικροσυνταξιούχων, με το ποίημά του που ακολουθεί:
Ο Συνταξιούχος
Δούλεψα, αγωνίστηκα από μικρό παιδάκι,
περπάτησα ξυπόλητος, στις λάσπες, στη βροχή.
Έτρωγα κάθε δεύτερη λίγο ξερό ψωμάκι,
αλλ’ ήμουν νέος, υγιής και είχα αντοχή.
Τώρα όμως που γέρασα, δεν μπορώ να δουλέψω,
σε κάποια τρώγλη κάθομαι, άθλια, ερημική.
Χειμώνας κι εγώ σέρνομαι δυο ξύλα να μαζέψω,
να ζεσταθώ ο άμοιρος δίχως κανείς εκεί.
Να με προσέξει και να ‘ρθει λίγο να μου γλυκάνει,
την άχαρή μου τη ζωή που ’γινε βαρετή.
Στο άδειο πιάτο μια φορά, λίγο φαΐ να βάνει,
που στο φτωχό σπιτάκι μου, λείπει το κάθε τι.
Απ’ το υστέρημα λεφτά, χρόνια πολλά κρατούσαν,
και μου ’λεγαν γι’ ασφάλεια να ’χω στα γηρατειά.
Το αίμα μου στη σκαλωσιά, μέσ’ στο γιαπί ρουφούσαν,
με υποσχέσεις ψεύτικες, μου παίρνανε τ’ αυτιά.
Τώρα δίνουν δυο ψίχουλα. Πού είν’ οι υποσχέσεις;
Πού είναι η περίθαλψη που αισθάνομαι αργά,
να πλησιάζει ο θάνατος; Θεέ μου, πώς ν’ αντέξεις
σ’ αυτή τη βαρυχειμωνιά που έρχεται γοργά;
Μου στέλνουνε τη σύνταξη τακτή ημερομηνία,
αλλ’ είναι μια σύνταξη της πείνας πενιχρή.
Τις μέρες μου τη στέρηση περνώ με αγωνία,
μαζί με τη γριούλα μου πουν’ άρρωστη κι ωχρή.
Εσείς που υποσχεθήκατε, εσείς που κυβερνάτε,
διώξτε απ’ τους απόμαχους τη μοίρα την κακή,
γιατί αν θα τολμήσετε κάποτε για να πάτε
να δείτε φτωχογειτονιές, θα νιώσετε ντροπή!
Υ.Γ.: Αυτά έγραφε ο πάντα τρυφερός, ταλαντούχος συγγραφέας, ποιητής και καλός άνθρωπος Κώστας Νικολάου πριν δέκα χρόνια για τους απόμαχους της βιοπάλης. Φανταστείτε τι θα έγραφε και με το δίκιο του, αν ζούσε σήμερα μετά και την απάνθρωπη χρήση χημικών εναντίον τους επειδή κατέβηκαν στους δρόμους για να εκφράσουν τη δυστυχία τους!
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!