Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΒΙΤΣΑ *
Η σχολική επίδοση των μαθητών αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και έρευνας εδώ και πολλές δεκαετίες στους κόλπους των ερευνητών και επιστημόνων που ασχολούνται με τα ζητήματα της εκπαίδευσης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει μετατοπιστεί το ενδιαφέρον σχετικά με τον προσδιορισμό των παραγόντων που καθορίζουν την επίδοση των μαθητών από τους ψυχολογικούς (δείκτης νοημοσύνης –IQ–, κλίσεις, ταλέντα κ.λπ.) στους κοινωνικούς (ταξική θέση, οικονομική κατάσταση οικογένειας, γεωγραφική θέση διαμονής κ.λπ.) παράγοντες.
Σύμφωνα με συμπεράσματα σύγχρονων ερευνών, οι μαθητές που επιτυγχάνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό στο σχολείο προέρχονται από οικογένειες υψηλής κοινωνικο-οικονομικής θέσης, ενώ αντιθέτως οι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες βρίσκονται αντιμέτωποι με σοβαρά εμπόδια κατά τη διαδικασία ανάπτυξής τους. Αυτό γίνεται περισσότερο σαφές από τις διάφορες μελέτες της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, που πραγματοποιήθηκαν τις δεκαετίες 1960 και 1970, οι οποίες, βασισμένες σε στατιστικά στοιχεία, αμφισβήτησαν τις θεωρίες περί φυσικού χαρίσματος, καταδεικνύοντας ότι το σχολείο αναπαράγει τις προϋπάρχουσες κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές.
Οι «θεωρίες της αναπαραγωγής» υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση είναι ένας κρατικός μηχανισμός που συμβάλλει στη διατήρηση και αναπαραγωγή του εκάστοτε κοινωνικού συστήματος. Ο Pierre Bourdieu, αυτός ο μεγάλος Γάλλος κοινωνιολόγος, δίνει μια άλλη διάσταση στις «θεωρίες της αναπαραγωγής» εισάγοντας έναν νέο όρο: το «πολιτισμικό κεφάλαιο».
Το «πολιτισμικό κεφάλαιο» περιλαμβάνει τις γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις ζωής τις οποίες αποκτά το άτομο από το οικογενειακό του περιβάλλον, και διαφοροποιείται ανάλογα με την κοινωνική τάξη που ανήκει το άτομο. Η κουλτούρα που μεταδίδει το σχολείο αφομοιώνεται πιο εύκολα από τα παιδιά της κυρίαρχης τάξης, διότι η σχολική κουλτούρα συγγενεύει στενά με την κουλτούρα της ελίτ, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα το παιδί που προέρχεται από μικροαστικό (εργατικό και αγροτικό) περιβάλλον να χρειάζεται να εργαστεί σκληρά, έτσι ώστε να αποκτήσει αυτό που το παιδί της αστικής τάξης τόσο εύκολα και φυσικά απέκτησε, επειδή είναι στοιχεία της κουλτούρας της συγκεκριμένης τάξης στην οποία ανήκει (το ύφος, το πνεύμα, το γούστο).
Μένει ωστόσο να απαντηθεί και κάτι ακόμη: Αφού το σχολείο αποτελεί αναπαραγωγικό μηχανισμό του κράτους προς όφελος της κυρίαρχης τάξης, πώς αιτιολογείται το γεγονός ότι παιδιά που προέρχονται από κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα σημειώνουν αξιοθαύμαστες –κάποιες φορές– σχολικές επιδόσεις; Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε «μικροσκοπική» κλίμακα έδειξαν ότι είναι οι οικογενειακές αναπαραστάσεις για τον ρόλο του σχολείου και της μάθησης αυτές που παίζουν καθοριστικό ρόλο σε ό,τι αφορά τις πιθανότητες μιας καλής σχολικής πορείας του παιδιού.
Προκειμένου αυτό να γίνει σαφές, χρησιμοποιώντας οικονομικούς όρους θα λέγαμε ότι: όταν το «σχολικό προϊόν» έχει αξία μέσα στην «οικογενειακή αγορά», τότε παρατηρούμε ότι ενισχύεται η σχολική πορεία του μαθητή. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι η νοηματοδότηση της εκπαίδευσης από την πλευρά της οικογένειας, δίνει την απαραίτητη ώθηση στο παιδί, έτσι ώστε να ενισχυθεί η σχολική του πορεία και να πραγματοποιηθεί η «μαθησιακή υπέρβαση». Επομένως, θα λέγαμε ότι η σχολική επίδοση του παιδιού αποτελεί το προϊόν της αλληλεπίδρασης των οικογενειακών αναπαραστάσεων και της σχολικής ζωής, όπως αυτές παρουσιάζονται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Κάτι που αποδεικνύει ότι η εκπαιδευτική πολιτική ενάντια στη σχολική αποτυχία θα πρέπει να είναι σύνθετη και σφαιρική: τόσο στον οικονομικό και κοινωνικό όσο και στον εκπαιδευτικό και πολιτισμικό τομέα. Κι όλα τα παραπάνω με την προϋπόθεση ότι δεν θα λησμονείται ποτέ ο γενικότερος σκοπός της εκπαίδευσης: η δημιουργία ελεύθερων και κριτικά σκεπτόμενων ανθρώπων.
* Ο Θεόδωρος Δ. Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, ΜSc Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!